Κάποιες σοβαρές συζητήσεις που κάνουμε ως γυναίκες πια αφορούν την επιλογή να φοράς μαύρα (εκτός κηδείας και emo καταστάσεων) και η αγορά μιας δερμάτινης τσάντας. Μια τσάντα που είναι «επένδυση», θα την κρατήσεις για πάντα, θα τη δώσεις στις κόρες σου (αν κάνεις), στις ανιψιές σου (αν έχεις), σε ένα μουσείο (αν είσαι συλλέκτρια). Μια τσάντα δερμάτινη, καλοφτιαγμένη και που, βάσει των αναγκών που δημιουργεί η καπιταλιστική κοινωνία, δεν μπορούμε να αγοράσουμε. Ανάλογα με τις συναισθηματικές σου ανάγκες, τα γούστα και τις απαιτήσεις σου, αυτή η τσάντα μπορεί να είναι Chanel, Louis Vuitton, Hermès. Ας πούμε, εγώ τα τελευταία 3 χρόνια ονειρεύομαι μια Loewe. Γιατί δεν την ονειρευόμουνα νωρίτερα; Ήμουν το ίδιο ώριμη ‒πάντα από απόψεως τσάντας μιλώντας‒, απλώς η Loewe, πριν από το 2014, ήταν σαν να μην υπήρχε, κι ας έχει 176 χρόνια ζωής.
Συγκεκριμένα, η Loewe (προφέρεται Λο - ε - βέ) έχει έδρα τη Μαδρίτη και είναι ένας από τους μακροβιότερους οίκους δερμάτινων ειδών, στο ίδιο επίπεδο, όσον αφορά τη γνώση και την τεχνική, με τους Louis Vuitton, Hermès και Gucci. Τη μαδριλένικη Loewe εκτιμούσαν πάντα οι ανώτερες τάξεις και οι σοβαρές κυρίες, στην Ισπανία και όχι μόνο, αλλά δεν πήγαινε παραπέρα. Το αλφάβητό της έβρισκε ανταπόκριση της μόνο σε αυτό το κοινό και, καθώς τα χρόνια περνούσαν, οι παλιότεροι πέθαιναν και οι νεότεροι δεν ήθελαν τσάντες που ανήκαν στο παρελθόν, όταν υπήρχαν τόσες καλύτερες και κάπου εκεί η ιστορία βάλτωσε.
Κανένας σήμερα δεν θα αγοράσει κάτι επειδή η εταιρεία που το παράγει είναι 40, 50 ή ακόμα και 100 ετών. Αλήθεια, δεν μας νοιάζει. Αν θέλει κάτι τέτοιο, θα τρέξει στην αγορά των vintage όπου η πατίνα του χρόνου θα εγγυηθεί τη μοναδικότητα, την ιστορία του προϊόντος.
Το πρόβλημα με τέτοιου είδους εταιρείες, δηλαδή εκείνες που έχουν ιστορία δεκαετιών ‒στην περίπτωση της Loewe εκατονταετιών‒, είναι η πεποίθησή τους πως ο κόσμος θα αγοράσει τα προϊόντα τους γι' αυτό και μόνο. Αυτό είναι το αδιαφιλονίκητο επιχείρημά τους, το «είμαστε στην αγορά από το... (συμπληρώστε αριθμό)», και η επίμονη, σχεδόν αυτιστική επανάληψή του φέρνει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, απομακρύνοντας τον κόσμο.
Κανένας σήμερα δεν θα αγοράσει κάτι επειδή η εταιρεία που το παράγει είναι 40, 50 ή ακόμα και 100 ετών. Αλήθεια, δεν μας νοιάζει. Αν θέλει κάτι τέτοιο, θα τρέξει στην αγορά των vintage όπου η πατίνα του χρόνου θα εγγυηθεί τη μοναδικότητα, την ιστορία του προϊόντος. Η ιστορία είναι σημαντική, αλλά είναι μονάχα ένα κομμάτι του όλου concept. Η ζυγαριά γέρνει υπέρ της όταν η εμπειρία της διοχετεύεται με έναν τρόπο τόσο μοναδικό, τόσο σοφό, τόσο άμεσο, που κάνει το προϊόν ακαταμάχητο. Πιστέψτε με, η δυσκολία έγκειται στο ότι κάθε φορά πρέπει να αφήνεις τις διάφορες βεβαιότητες και να επιστρέφεις στις αρχικές σου αξίες. Είναι το μόνο που χρειάζεται για να επανεφεύρεις τον εαυτό σου στα μάτια του σημερινού κοινού.
Ο δυτικός κόσμος σήμερα δεν μπορεί να συνδεθεί συναισθηματικά με τον προσωπικό κόπο της χειρωνακτικής εργασίας, συνεπώς το μοντέρνο δεν μπορεί να έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Το μοντέρνο είναι λείο και αστραφτερό, κοφτερό και ίσως μεταλλικό, αποπνέει ηρεμία μέσα στην τελειότητά του. Η διαχρονικότητά του φαίνεται σε αυτήν τη λεπτομέρεια, γιατί επιδιώκει να ζει στο παρόν και στο μέλλον. Για την ακρίβεια, το μοντέρνο θέλει να σου πει τι θα γίνει στο μέλλον κι εσύ απλώς είσαι ο εκλεκτός που το επιλέγεις. Το μοντέρνο δεν κρύβει μυστικά, είναι διάφανο, συμπαγές και εκλεπτυσμένο, συντονισμένο στον ρυθμό της βιομηχανοποιημένης εποχής μας, συνυφασμένο με το πολυτελές. Το εργόχειρο, η χειροτεχνία, προϋποθέτουν λάθη, τη μοναδικότητα του ερασιτέχνη καθώς σταδιακά γίνεται δεξιοτέχνης.
Η εύκολη γλώσσα σήμερα, λοιπόν, είναι αυτή του μοντέρνου. Την ενισχύει η στροφή του γούστου μας προς τα αθλητικά προϊόντα που από τη φύση τους αναζητούν τη λιτότητα, την άνεση και την καινοτομία. Πληρώνουμε περισσότερα για να βλέπουμε τη ζωή απαλλαγμένη από τα περιττά, πιο εύκολη, γρήγορη και με εμμονή στην τελειότητα.
Ο Τζόναθαν Άντερσον γεννήθηκε το 1984 στη Βόρεια Ιρλανδία και ούτε έντυνε κούκλες ή τους φίλους του μικρός, ούτε μεγάλωσε μέσα σε ραφτάδικο, ατελιέ ή υφάσματα. Ο πατέρας του ασχολούνταν επαγγελματικά με το ράγκμπι και έγινε κάτι σαν εθνικό είδωλο, αφού τελείωσε την καριέρα του ως προπονητής της Εθνικής Ομάδας Ιρλανδίας. Η δυσλεξία τον εμπόδισε να γίνει αυτό που ήθελε, δηλαδή ηθοποιός. Ανακάλυψε, όμως, ένα κομμάτι του θεάτρου όπου η αποστήθιση δεν ήταν απαραίτητη, το εργαστήριο κοστουμιών. Αφού φοίτησε έναν χρόνο στη Σχολή Τζούλιαρντ στη Νέα Υόρκη, αποφάσισε να τα παρατήσει. Επέστρεψε στην Ιρλανδία, όπου ξεκίνησε να δουλεύει στο Δουβλίνο, στο πολυκατάστημα Brown Thomas, και μετά έφυγε για να σπουδάσει στο London College of Fashion. Κάπου εκεί έκανε αίτηση και ξεκίνησε να δουλεύει στο merchandising της Prada μαζί με τη θρυλική συνεργάτιδα της Μιούτσια, Μανουέλα Παβέζι.
Η αθλητική, προπονητική παιδεία που είχε από το σπίτι, οι περιορισμοί της δυσλεξίας, μια μεγάλη προσωπικότητα σαν τη Μανουέλα Παβέζι, η τριβή με τις πωλήσεις και το τεράστιο ένστικτο πιθανότατα έκαναν τον Τζόναθαν Άντερσον τον πιο πολύτιμο νέο σχεδιαστή στην Ευρώπη. Είναι μοναδικός ίσως γιατί, σε έναν μεγάλο όγκο παραγωγής με 10 συλλογές τον χρόνο, αλλάζει αθόρυβα την αίσθηση αυτού που θεωρούσαμε για πολύ καιρό μοντέρνο. Η δουλειά του μας κάνει να κοιτάζουμε το συνηθισμένο διαφορετικά. Ο Ιρλανδός Τζόναθαν Άντερσον έφτιαξε ένα καινούργιο αλφάβητο για τον ισπανικό οίκο Loewe και μαζί καινούργιες λέξεις που μας ενδιαφέρουν, επαναφέροντας μια αισθητική που τολμά τα λάθη του εργόχειρου, το ναΐφ της λαϊκής τέχνης.
Αυτή η τόλμη όμως, αυτή η ανάγκη, τον οδηγούσε πάντα. Όταν ξεκίνησε τον οίκο του, το 2005, στο Λονδίνο, ο JW Anderson παρουσίαζε μονάχα αντρικές συλλογές. Τα ρούχα του, όμως, προκαλούσαν πολλή συζήτηση και έπαιζαν με τόσο ξεκάθαρο τρόπο με τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο αντρικό και στο γυναικείο ‒πολύ προτού το κάνουν άλλοι‒, που πολλές γυναίκες τα φορούσαν. Όταν ξεκίνησε και τη γυναικεία σειρά, συνέχισε αυτό το παιχνίδι με τα φύλα. Αυτό που έκανε ήταν φρέσκο, δύσκολο και για λίγους.
Όταν ανέλαβε τον οίκο Loewe το 2013, παρά την απειρία του, ήταν έτοιμος γι' αυτό για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν πως τον οίκο τον είχε αγοράσει ο όμιλος LVMΗ και ο Αρνό, κατά τη συνήθειά του, βάζει φερέλπιδες σχεδιαστές να ανανεώνουν «γερασμένους» οίκους. Ο δεύτερος ήταν πως κανείς δεν νοιαζόταν. Η χασούρα που θα μπορούσε να προκαλέσει ήταν πολύ μικρότερη από αυτήν που υπήρχε ήδη, αφού οι προκάτοχοί του, όπως ο Narciso Rodriguez, δεν τα είχαν καταφέρει. Επομένως το ρίσκο ήταν αμελητέο.
Σε μια συνέντευξή του, ο Άντερσον λέει πως ζήτησε έναν χρόνο περιθώριο για να παρουσιάσει την καινούργια του συλλογή και περιγράφει την πρότασή του για την ανασύσταση του οίκου. Ήταν Ιρλανδός, δεν είχε ιδέα από τη Μαδρίτη και η μόνη του ανάμνηση από την Ισπανία ήταν τα καλοκαίρια που περνούσε μικρός στην Ιμπίθα. Όταν μπήκε για πρώτη φορά σε μια μπουτίκ Loewe στη Μαδρίτη είδε ένα ολόγραμμα(;) και του δημιουργήθηκε η αίσθηση μιας Disney εκδοχής του μαδριλένικου τρόπου ζωής και έκφρασης. Δεν του άρεσε καθόλου αυτό.
Αντίθετα, αυτό που τον κέρδισε ήταν η αξιομνημόνευτη δουλειά των τεχνιτών. Ο τρόπος που δούλευαν και επεξεργάζονταν τα προϊόντα τους, διαφορετικός από τον ιταλικό και τον γαλλικό, ήταν πολύ πιο γήινος, πολύ πιο αρχέγονος. Έμοιαζε πολύ με τα φώτα και τη ζωή της Μαδρίτης, με τη σκληρότητα που επέβαλε και τον τρόπο που οι Ισπανοί χαίρονται τη ζωή. Αυτά δεν είναι ρούχα και τσάντες για λεπτεπίλεπτες στιγμές. Αυτή είναι μια αισθητική που γυρνά στις ρίζες, στη χειρωνακτική τέχνη, στον σεβασμό στο προσχέδιο που σε καλεί να κοιτάξεις τις λεπτομέρειες, να σταθείς στις αναμνήσεις, να σκεφτείς λίγο παραπάνω. Πρόκειται για κάτι ακατέργαστο και βαθύτερο.
Όταν επέστρεψε ο Άντερσον για να προτείνει τη νέα συλλογή και την καινούργια ταυτότητα του οίκου, πάτησε ακριβώς σε αυτή την αξία. Στις ταπεινές τέχνες της κεραμικής, της δερματοτυπίας, του πλεκτού, του εργόχειρου. Στην προσήλωση στη βοτανική, στην ανθοκομία, στα αρχέτυπα. Στα καλοκαίρια της δεκαετίας του '90 που έζησε μικρός στην Ισπανία. Για την πρώτη του καμπάνια ζήτησε να επανεκδοθούν οι φωτογραφίες της «Vogue Italia» του Αυγούστου του 1997 που τράβηξε ο Στίβεν Μαϊζέλ με τη Maggie Rizer and Kristen Owen σε μια παραλία. Από τότε δεν έχει σταματήσει να δουλεύει μαζί του. Έκαναν ανθοκομικές συνθέσεις, φωτογραφίες still life σε ανάμνηση της μεγάλης Constance Spry, έκαναν τα πορτρέτα του μοντέλου Βιτόρια Τσερέτι με φρούτα στο στόμα, τη Στέλα Τέναντ να διαβάζει τον «Δον Κιχώτη».
Έφτιαξε μια μικρή συλλογή πιθανότατα σε ανάμνηση της αδελφής ψυχής του, Γουίλιαμ ντε Μόργκαν, ενός σπουδαίου τεχνίτη υφασμάτων και φιλοσόφου των αρχών του αιώνα, που αγωνίστηκε για την ηθική των ταπεινών, λαϊκών τεχνών. Πήγε στην Ιμπίθα για να αναβιώσει μια ιστορική μπουτίκ των '70s, την Paula's Ibiza, όπου πλέον βρίσκεται το καλοκαιρινό κατάστημα της Loewe με αποκλειστική συλλογή καλοκαιρινών κομματιών. Το καλοκαίρι του 2019 συνεργάστηκε με τη φωτογράφο Gray Sorrenti για να φτιάξει ένα συλλεκτικό βιβλίο με τις φωτογραφίες της και τα ρούχα του Paula's Ibiza. Μέσα από το ίδρυμα Loewe βραβεύει κάθε χρόνο ποιητές, χορευτές, τεχνίτες.
Αναπόφευκτα, όμως, προκύπτει η ερώτηση: πώς καταφέρνει να παράγει έναν τεράστιο αριθμό συλλογών με τόσο μεγάλη ευκρίνεια, πίστη και σταθερότητα; Πολύ απλά, επειδή δεν είναι σχεδιαστής μόδας. Ο Τζόναθαν Άντερσον είναι ο μεγαλύτερος επιμελητής μόδας που έχουμε σήμερα στην Ευρώπη, ο οποίος συντονίζει ομάδες ελεύθερες να δημιουργούν πάνω στην έμπνευση και τις προτάσεις του υπό την καθοδήγησή του. Το μειονέκτημα της δυσλεξίας τον έκανε φανατικό συλλέκτη μικροαντικειμένων, λεπτομερειών, ικανό να δουλεύει σε άλλους χρόνους. Ο ίδιος λέει πως ο οίκος JW Anderson είναι «επαναστάτης του πολιτισμού», αρέσκεται να αμφισβητεί τα παραδεδεγμένα και να πειραματίζεται, να καινοτομεί, ενώ ο Loewe σήμερα αποτελεί ένα ασφαλές σημείο από το οποίο μπορούμε να κοιτάξουμε τη ζωή μας με άλλο μάτι. Αλλά το κυριότερο, και αυτό που του οφείλουμε, είναι πως έδωσε στην Ευρώπη ξανά την ευκαιρία να επιστρέψει στις λαϊκές τέχνες, στην ομορφιά της ανάμνησης, της δημιουργίας, του ακατέργαστου. Γιατί το γούστο δεν είναι ο τρόπος που κατηγοριοποιούμε ή αποκτούμε πράγματα. Είναι η συγκίνηση, η κατανόηση της προσπάθειας να γίνουμε καλύτεροι.
An Otter's Tale
σχόλια