Με τον Kurt Cobain, τον Elliott Smith και τον Jeff Buckley χαμένους προ πολλού, αυτή η καχεκτική και υποτονική δημογραφική ομάδα που έγινε γνωστή ως Generation X είχε ήδη στερέψει από είδωλα. Μετά τον θάνατο της Elizabeth Wurtzel, συγγραφέως του εμβληματικού βιβλίου για τα 90s, "Prozac Nation", που πέθανε από μεταστατικό καρκίνο του μαστού την περασμένη Τρίτη στα 52 της, η συγχυσμένη και αντιφατική γενιά μας έχασε ίσως την πιο χαρακτηριστική εκπρόσωπό της.
Το κορίτσι που είχε κερδίσει τον αμφιλεγόμενο τίτλο «Η Courtney Love των γραμμάτων» και είχε εμφανιστεί το 1998 στο εξώφυλλο του δεύτερου βιβλίου της "Bitch: In Praise of Difficult Women" («Σκύλα: Εγκώμιο των δύσκολων γυναικών»), τόπλες και με προτεταμένο το μεσαίο της δάχτυλο, είχε μια τυπικά προνομιούχα αλλά έντονα προβληματική εφηβεία στο Μανχάταν (των άγριων '70s όμως, όταν, όπως είχε γράψει, είχαν ληστέψει την Ζα Ζα Γκαμπόρ μέσα στο πολυτελές ξενοδοχείο Waldorf Astoria) , μαθητεύοντας στο Ramaz School - σχολή της ελίτ - για να εισαχθεί στη συνέχεια στο Harvard, από το οποίο κατάφερε να αποφοιτήσει με πτυχίο συγκριτικής φιλολογίας.
Η γυναίκα που έγραψε στο ίδιο βιβλίο «κανείς δεν θα με αγαπήσει ποτέ, θα ζήσω και θα πεθάνω μόνη», τελικά παντρεύτηκε το 2015 έναν συγγραφέα ονόματι James Freed Jr. Την ίδια χρονιά υποβλήθηκε σε διπλή μαστεκτομή.
Παρ' όλα αυτά, μπήκε διστακτικά στην ενηλικίωση στοιχειωμένη από μια εντελώς Generation X αίσθηση κενότητας και απελπισίας, εξαιτίας κυρίως της παραλυτικής κατάθλιψης από την οποία υπέφερε και στη συνέχεια κατέγραψε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στις 317 σελίδες του "Prozac Nation", του βιβλίου με τα νεανικά της απομνημονεύματα που κυκλοφόρησε το 1994 και την έκανε σταρ στα 27 της.
«Αισθάνομαι σαν ελαττωματικό μοντέλο, σα να βγήκα με ρωγμές από τη γραμμή παραγωγής και οι γονείς μου έπρεπε να με επιστρέψουν για επιδιορθώσεις πριν λήξει η εγγύηση» έγραφε στο βιβλίο που όχι μόνο ενίσχυσε την τάση συγγραφής απομνημονευμάτων στους λογοτεχνικούς κύκλους αλλά αποτέλεσε και προμήνυμα της σύγχρονης εξομολογητικής κουλτούρας των social media.
Ο ψυχικός πόνος της Elizabeth Wurtzel, που η ίδια, όπως και ο Kurt Cobain, τον μετέτρεψε σε μια μορφή performance art, συνυφάνθηκε με την δυσαρέσκεια και την έλλειψη κατεύθυνσης που βασάνισαν την γενιά της, τουλάχιστον με τους όρους της ποπ κουλτούρας.
Στα νιάτα της, στη δεκαετία του '90, αυτοπροσδιορίστηκε ηλικιακά όχι ως 20-κάτι, αλλά ως «20-τίποτα», έχοντας επιβιώσει από μια σειρά τραυματικά σεξουαλικά επεισόδια και μια απόπειρα αυτοκτονίας για να ξεκινήσει μια καριέρα που έμοιαζε να ανθεί και να καταρρέει συγχρόνως. Αφού έχασε μια προσωρινή δουλειά ως δόκιμη δημοσιογράφος στην εφημερίδα Dallas Morning News μετά από κατηγορίες για λογοκλοπή, επιχείρησε να γίνει για ένα πολύ μικρό διάστημα ροκ κριτικός – πόσο Generation X! – στο περιοδικό New York και αργότερα στο New Yorker, για να απολυθεί όταν ανέλαβε την διεύθυνση του περιοδικού η Tina Brown.
Υπήρχαν φυσικά ναρκωτικά στη διαδρομή. Και όχι μόνο Prozac. Σύντομα η Elizabeth Wurtzel έπεσε στην κοκαΐνη και στην ηρωίνη, ενώ εθίστηκε επίσης και στο Ritalin, το οποίο δεν το «έπαιρνε», αλλά το σνίφαρε, όπως είχε γράψει στα απομνημονεύματα εθισμών της του 2003 με τίτλο "More, Now, Again" («Πιο πολύ, τώρα, ξανά»).
Και όπως κάθε μέλος της Γενιάς Χ που σεβόταν τον εαυτό του/της, είχε την τάση να στρέφεται στην ειρωνεία και τον σαρκασμό για να αντιμετωπίσει την καταιγίδα.
Μόνο σε ένα κριτήριο απέτυχε να ανταποκριθεί η Elizabeth Wurtzel ως νεανικό σύμβολο γενιάς: Δεν πέθανε (πολύ) νέα. Θα μπορούσε μάλιστα να θεωρήσει κανείς ότι στο τελευταίο κομμάτι της ζωής της, ακύρωσε όλα όσα συμβόλιζε κάποτε.
Η γυναίκα που είχε περιγράψει τον εαυτό της στο "Prozac Nation" ως «το κορίτσι που βλέπεις σε μια φωτογραφία από κάποιο πάρτι κάπου ή από ένα πικνίκ στο πάρκο και μοιάζει τόσο ζωηρό και λαμπερό, στην πραγματικότητα όμως σύντομα θα χαθεί», έζησε για να πάρει σε μεγάλη ηλικία πτυχίο νομικής από το Πανεπιστήμιο του Yale, και πρόλαβε να εργαστεί στη διάσημη δικηγορική φίρμα Boies Schiller Flexner. Η γυναίκα που έγραψε στο ίδιο βιβλίο «κανείς δεν θα με αγαπήσει ποτέ, θα ζήσω και θα πεθάνω μόνη», τελικά παντρεύτηκε το 2015 έναν συγγραφέα ονόματι James Freed Jr. Την ίδια χρονιά υποβλήθηκε σε διπλή μαστεκτομή.
Κάποιοι σκληροπυρηνικοί οπαδοί της από τα '90s ενδεχομένως θεώρησαν την επαγγελματική και συναισθηματική της εξέλιξη ως προδοσία των όποιων ιδανικών της Generation X. Για τους υπόλοιπους από μας όμως, αυτή η εξέλιξη υποδηλώνει απλά το ότι η "Generation X", ένας όρος που έχει σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί από το πολιτισμικό τοπίο, δεν ήταν τόσο μια δημογραφική ομάδα, όσο μια φάση, μια νεανική ψευδαίσθηση που, όπως ο Kurt Cobain, δεν ήταν προορισμένη να φτάσει τα 30.
Η ίδια η Elizabeth Wurzel δεν ένιωθε καμιά ντροπή για το γεγονός ότι τελικά «βολεύτηκε» και «νοικοκυρεύτηκε». Έγραφε το 2017 στο επιμύθιο της επανέκδοσης του βιβλίου με το οποίο έγινε διάσημη: «Η ντροπή είναι τρομακτικό πράγμα. Είσαι μόνο τόσο άρρωστος όσο άρρωστα είναι τα μυστικά σου».
Με στοιχεία από το άρθρο του Alex Williams, "Elizabeth Wurtzel Finally Grew Up, Like the Rest of Gen X" που δημοσιεύτηκε στους New York Times
σχόλια