Απόγνωση» και «προσμονή» είναι δύο λέξεις που επαναλαμβάνει συχνά ο Τζέιμς Μπόλντουιν στα μυθιστορήματά του, ξέροντας ότι τα δύο άκρα συνυπάρχουν στους φανταστικούς κόσμους των μαύρων της Αφρικής, του αμερικανικού Νότου και των μεγαλουπόλεων. Ο συγγραφέας, που εξακολουθεί, τριάντα τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, να συνταράσσει τον αμερικανικό κόσμο, τόλμησε όσα κανείς πριν από αυτόν: κατέθεσε συγκλονιστικά κείμενα, έγραψε παραστατικά θεατρικά, σκάρωσε ποιήματα που διαβάζονται φωναχτά σαν κραυγή, δημιούργησε ανοιχτούς, αν και σκληρούς κόσμους, γεμάτους ανατροπές και κατέληξε να στήσει, ανάμεσα στα άλλα έργα του, το μεγάλο αντι-κινσειανό μυθιστόρημα για δύο οικογένειες που συνδέονται μεταξύ τους, καταλήγοντας σε ένα χρονικό στην terra incognita της μαύρης κουλτούρας.
Με το Κουαρτέτο του Χάρλεμ –σε ωραία μετάφραση Χρήστου Οικονόμου, ο οποίος δείχνει να αφουγκράζεται την αλήθεια του Αμερικανού συγγραφέα και στοχαστή– ο Μπόλντουιν προτάσσει τη δική του απάντηση στο Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα, μόνο που εδώ η οικογενειακή σάγκα δεν συντίθεται από διαφορετικές ιστορίες αλλά από θραύσματα, τραύματα και οδυνηρές αναδρομές. Ανάμεσα σε σκηνές που είναι πάντοτε αποσπασματικές και φευγαλέες, ακριβώς γιατί στον κόσμο των μαύρων, στα μέσα του περασμένου αιώνα, δεν επιτρεπόταν οτιδήποτε με μεγάλη διάρκεια και συνοχή, προβάλλεται η οδυνηρή αλήθεια ενός κόσμου ταυτόχρονα νεορεαλιστικού και μεταφυσικού: προσευχές ακούγονται ανάμεσα σε τραυματικές αποχωρήσεις, τζάνκι που βούτηξαν στον σκληρό κόσμο των παραισθήσεων συνομιλούν μοναδικά με τους αγγέλους, γυναίκες ιεροκήρυκες καταλήγουν πόρνες και μια σκληρή αγιότητα μοιάζει τελικά να τυλίγει τα πάντα, συνορεύοντας ταυτόχρονα με την αιμομιξία και τη μοναξιά.
Το σίγουρο είναι πως με όση χαμέρπεια κι αν βομβαρδίζει το μυθιστόρημά του o Μπόλντουιν, όσο σκληρές κι αν φαίνονται οι άκρως βιωματικές περιγραφές της καθημερινότητας, άλλο τόσο θετικές και γεμάτες τρυφερότητα είναι οι εσωτερικές του σκέψεις.
Κάθε σκηνή του βιβλίου είναι βουτηγμένη για τα καλά στα σκοτάδια του κάτω κόσμου, αλλά τελικά αποσκοπεί στη μοναδική δυνατότητα που έχουν οι συνοδοιπόροι του Μπόλντουιν, αν θέλουν πραγματικά να κρατηθούν στη ζωή: τη φαντασία ενός άλλου κόσμου και τη μαγεία της στιγμής. Εξού και προσεύχονται με τον ίδιο μανιακό τρόπο που κάνουν έρωτα, σαν αυτή η ιερή στιγμή να είναι η τελευταία. Πραγματικά οι ερωτικές σκηνές του βιβλίου είναι τόσο παραστατικές όσο και οι εκστατικές στιγμές ενός αγίου: «Οι νέγροι τραγουδούν τα γκόσπελ όπως κανείς άλλος, επειδή δεν τραγουδούν τα γκόσπελ – καταλαβαίνετε, ελπίζω, τι εννοώ. Όταν ένας νέγρος παραθέτει φράσεις από τα Ευαγγέλια, δεν μιλάει για πράγματα αλλότρια: μιλάει για πράγματα που συνέβησαν στον ίδιο και σίγουρα θα συμβούν αύριο και σ' εσένα – ή που σου έχουν συμβεί, χωρίς, φευ, να το ξέρεις».
Η ιστορία του Κουαρτέτου του Χάρλεμ αφορά, λοιπόν, το χρονικό δύο οικογενειών, των Μοντάνα και των Μίλερ, κάπου στα μέσα του περασμένου αιώνα, που πασχίζουν να κατακτήσουν τον κόσμο της εκκλησιαστικής μουσικής και της διασημότητας, περιπλανώμενοι από τη μακρινή Αφρική και τον αμερικανικό Νότο μέχρι την καρδιά του Χάρλεμ, όπου εντοπίζεται το βασικό σκηνικό του βιβλίου. Αφηγητής ο Χαλ, ο οποίος, με αφορμή τον χαμό του πολυαγαπημένου του αδελφού Άρθουρ Μοντάνα, ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις από τα δύσκολα και σκληρά χρόνια της Νέας Υόρκης την εποχή της δόξας αλλά και των παραισθήσεων.
Ο περίφημος «αυτοκράτορας της σόουλ», όπως αποκαλούσαν τον γκέι, ναρκομανή γοητευτικό και οριακό αδελφό του, βρίσκεται νεκρός και ο Χαλ καλείται να ανασυνθέσει όλες τις μνήμες και τις εικόνες που διαμόρφωσαν την ιστορία τους, «μακριά από τα απανωτά χτυπήματα της μοίρας που θα τους τσακίσουν τις μύτες, θα τους μαυρίσουν τα μάτια και θα τους κάνουν τα μούτρα κιμά». Γονείς του Χαλ και του Άρθουρ είναι ο επίσης μουσικός Πολ και η Φλόρενς, οι οποίοι ζουν βίους παράλληλους με τα μέλη της οικογένειας Μίλερ, δηλαδή την Τζούλια, την Έιμι, τον Τζόελ και τον Τζίμι.
Όλοι μαζί, περιβαλλόμενοι από τα υπόλοιπα μέλη της διευρυμένης παρέας του Άρθουρ, δηλαδή τον Φιστίκη, τον Τραγανό και τον Κόκκινο, συνθέτουν το χρονικό των γκόσπελ που ακούγονται σπαρακτικά, σαν ύστατες προσευχές. Ακόμα, όλοι ξέρουν ότι οι λευκοί τούς αποφεύγουν ή τους χρησιμοποιούν στους ρόλους που τους έχουν ετοιμάσει στα μέτρα τους, αλλά στην εκκλησία, στα μπαρ και στο κρεβάτι τους μπορούν επιτέλους να είναι οι «διαλεχτοί στους μύριους», όπως λέει και το απόσπασμα από το «Άσμα Ασμάτων» που επαναλαμβάνουν συχνά στις προσευχές τους.
Κατά τα άλλα, όμως, «ονειρεύονταν πως είναι ασφαλείς – και το ίδιο ονειρευόμουν κι εγώ. Δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν ότι βρίσκονται αντιμέτωποι μ' έναν αιώνιο και πανταχού παρόντα κίνδυνο, αφού ήταν κι αυτοί, όπως όλοι οι άνθρωποι, ο Λόγος που έγινε σάρκα. Νόμιζαν, λοιπόν, ότι μισούσαν τους λευκούς επειδή δεν ήταν μαύροι, αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως κι εκείνοι τρόμαζαν τους λευκούς, επειδή οι μαύροι δεν είναι λευκοί. Τα πρόσωπα και οι φωνές τους αντανακλούσαν την υπόσχεση για τη Γη της Επαγγελίας, όμως κανείς μας δεν βλέπει ποτέ το πρόσωπό του και ο τραγουδιστής σπανίως ακούει τι τραγουδάει. Είχαν αρχίσει να γαμάνε – στο φλεγόμενο, εξωτερικό χείλος του έρωτα».
Αυτή «η αναμέτρηση του βίαιου, ανατρεπτικού πάθους με την αθωότητα είναι μια φαντασίωση κοινή σε όλους τους ανθρώπους» και συνιστά το βασικό υλικό της γοητείας, γνώριμο στη μαύρη κοινότητα. Πόσο μάλλον όταν φτάνει να χαρακτηρίζει τον ίδιο τον Μπόλντουιν, ο οποίος δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται με απόλυτο πάθος για έναν δικαιότερο κόσμο, πέρα από τα σύνορα.
Το σίγουρο είναι, πάντως, πως με όση χαμέρπεια κι αν βομβαρδίζει το μυθιστόρημά του, όσο σκληρές κι αν φαίνονται οι άκρως βιωματικές περιγραφές της καθημερινότητας, άλλο τόσο θετικές και γεμάτες τρυφερότητα είναι οι εσωτερικές του σκέψεις. Σχεδόν συναρμόζουν ιδανικά με το άλλο βιβλίο, το Δεν είμαι ο νέγρος σου, επίσης από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση Ισμήνης Θεοδωροπούλου, που, παρότι έμεινε ημιτελές, δεν έπαψε να προκαλεί, να οδηγεί και να εμπνέει, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το συναρπαστικό ντοκιμαντέρ του Ραούλ Πεκ που έφτασε μέχρι τα Όσκαρ και, με βασικό αφηγητή τον Σάμιουελ Τζάκσον, εμπλέκει μοναδικά προσωπικά βιώματα με τις εμβληματικές φιγούρες των Μάλκολμ Χ, Μέντγκαρ Έβερς και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Μπορεί, λοιπόν, ο Μπόλντουιν να υπήρξε ενεργός σε όλους τους ξεσηκωμούς των μαύρων –τόσο στις ταραχές του Χάρλεμ τη δεκαετία του '60 όσο και αλλού–, αλλά ποτέ δεν δέχτηκε την ταμπέλα του στρατευμένου ακτιβιστή όπως και καμία άλλη ταμπέλα μπορούσε να αμαυρώσει την ανεξίτηλη ελευθερία του. «Το πάθος είναι τρομακτικό» λέει σε κάποιο απόσπασμα του Κουαρτέτου και μοιάζει να καταγράφει το μότο της ίδιας του της ζωής, «μπορεί να σε συγκλονίσει, να σε αλλάξει, να σε βουλιάξει σαν τον άνεμο που τρανεύει από τον βυθό της θάλασσας και σε σαρώνει καθώς πλέεις μονάχος στο βαρκάκι της θνητότητάς σου». Ευτυχώς, δεν είμαστε όλοι οι θνητοί ίδιοι και κάποιοι μαύροι συγγραφείς γεννήθηκαν για να υπερέχουν από τους λευκούς ομοτέχνους τους, βγάζοντάς τους από το ψεύτικο βάθρο της ματαιότητάς τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια