Ανακοινώθηκε, λοιπόν, πριν από λίγες μέρες η καλοκαιρινή συναυλία των Bauhaus στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της 40ής (πάνω-κάτω) επετείου από την ίδρυση της απείρως εμβληματικής –για τη σκοτεινή ματαιοδοξία της μετα-πανκ διασποράς– μπάντας. Μετά «βαΐων και κλάδων» (αν και οι γιρλάντες θα ήταν πιο ταιριαστές εν προκειμένω, λόγω του απαράμιλλου επικήδειου ύφους που τους είχε χαρακτηρίσει) υποδέχτηκαν την είδηση οι πολυάριθμοι, και κάθε ηλικίας πλέον, φίλοι του γκρουπ στη χώρα μας, το οποίο θα εμφανιστεί στην Αθήνα με την αρχική, αυθεντική του σύνθεση 37 ολόκληρα χρόνια μετά από εκείνη την «ιστορική» συναυλία στο αλήστου μνήμης (ως λούμπεν/vintage χώρο συναυλιών) γήπεδο Σπόρτινγκ ένα Σάββατο τον Μάιο του 1983.
Ήταν η πρώτη μου «επίσημη» συναυλία (δυστυχώς, είχα χάσει το συγκλονιστικό τριήμερο Birthday Party/The Fall/New Order στον ίδιο μαρτυρικό χώρο έναν χρόνο πριν) ως συνειδητοποιημένου και με κλεισμένα τα 14, «ώριμου» πλέον μετα-πανκ/new wave εφήβου και όλη εκείνη η μέρα έμοιαζε με ένα τελετουργικό μύησης σε κάποιο ανώτερο επίπεδο νεανικής ύπαρξης.
Θυμάμαι το ρίγος έξω από το Σπόρτινγκ (είχαμε κατασκηνώσει από νωρίς στον οικείο από γηπεδικές εξορμήσεις Άγιο Ελευθέριο) όταν ακούσαμε από μέσα το γκρουπ στο sound check να δοκιμάζει το εισαγωγικό ριφ του «Ziggy Stardust». Θυμάμαι και να τσακώνομαι με φίλο φίλου επειδή δεν έβρισκε καμία αντίφαση στο να του αρέσουν εξίσου οι Bauhaus και οι AC/DC. (Αχ, οι φραξιονιστικές πολυτέλειες της πρώιμης νεότητας...)
Πού να φανταζόμουν τότε ότι οι Bauhaus θα επέστρεφαν τέσσερις δεκαετίες μετά, στα βάθη του μέλλοντος, με σκοπό να ξαναπούν τραγούδια και στίχους που έγραψαν στα είκοσί τους για να λιώσουν ευπαθείς δεκατριάχρονους.
Από την ίδια τη συναυλία θυμάμαι ελάχιστα πράγματα. Ήταν τέτοιο το δέος και η συγκίνηση, που μόνο με υπερβατικούς και αφηρημένους όρους μπορεί να ανακληθεί εκείνη η εμπειρία. Η ανάμνηση έχει γίνει με τα χρόνια σαν πολαρόιντ που τραβήχτηκε κάποτε σε συνθήκες άγριου κεφιού, αλλά τώρα η εικόνα που παρουσιάζει (το μέρος, τα πρόσωπα, η περίσταση) μοιάζει πολύ μακρινή, θολή και απροσπέλαστη.
Μου έχει μείνει έντονα, όμως, κάτι που δεν είχε να κάνει με την εμφάνιση του συγκροτήματος στη σκηνή. Κάποια στιγμή, είχα αποκοπεί από την παρέα μου και είχα βρεθεί μπροστά, στην πρώτη γραμμή, όπου έπεφτε το παραδοσιακό «πανκ» ξύλο της αρκούδας με ιδιαίτερη θέρμη από το αθηναϊκό κοινό, που είχε στερηθεί το πανκ στην πρώιμη εκδοχή του και προσπαθούσε άγαρμπα να αναπληρώσει.
Εκεί, λοιπόν, μέσα στον στρόβιλο της κλοτσοπατινάδας, με περιέσωσε από τα χειρότερα ένας ψηλός (μου φαινόταν τότε), επιβλητικός (μου φαινόταν τότε), 20χρονος (μου φαινόταν τότε, τελικά ήταν 18χρονος πρωτοετής νομικής, όπως καταδέχτηκε –εμένα, έναν σπόρο– να μου πει μετά) «θεός» με κοντά μαλλιά και biker δερμάτινο, που στην πλάτη είχε στάμπα τους Bauhaus.
Αυτός ο τύπος, που, αν και «ανώνυμος», έγινε τότε αυτομάτως το νέο μεγάλο μου ίνδαλμα, με είχε από κοντά και υπό την προστασία του σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια της συναυλίας, επιτρέποντάς μου να βλέπω από πολύ προνομιακή θέση τον τραγουδιστή (Peter Murphy) λουσμένο στην ώχρα και τον κιθαρίστα (Daniel Ash) να χρησιμοποιεί δοξάρι στις χορδές για τους ελεγειακούς τόνους του τραγουδιού «Hollow Hills».
Λίγο καιρό μετά, το συγκρότημα διαλύθηκε, κάνοντάς με να πιστέψω τότε ότι, αντίθετα από το γνωστό αρχαίο απόφθεγμα («ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή»), η τέχνη είναι εφήμερη και ό,τι να 'ναι, ενώ η ζωή απέραντη, όπως μοιάζει να είναι αν είσαι 15.
Πού να φανταζόμουν τότε ότι οι Bauhaus θα επέστρεφαν τέσσερις δεκαετίες μετά, στα βάθη του μέλλοντος, με σκοπό να ξαναπούν τραγούδια και στίχους που έγραψαν στα είκοσί τους για να λιώσουν ευπαθείς δεκατριάχρονους. Αν είμαι σε καλή διάθεση, μπορεί να πάω (δεν μπορώ να δω από τώρα τόσο μακριά, οι δίχως όριο προβολές τελειώνουν με τη νεότητα). Μπορεί ως διά μαγείας να κλείσει κι ένας κύκλος έτσι. Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, πάντως, τι να απέγινε εκείνος ο τύπος και αν δικαίως τον είχα θεοποιήσει εκείνο το σημαδιακό βράδυ μέσα στην εκστατική μου προσήλωση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO