Όλη η ζωή είναι ένας αγώνας να πεθάνουνε υγιείς.
Κι εγώ, όπως όλοι, είμαι αντλία κενού. Η μουσική μπαίνει μου χωρίς να με ρωτάει. Και ξέρω και δεν ξέρω, κατά βάθος, γιατί έγραψα ένα βιβλίο - ως εξελθών της γαστρός, τα εν γαστρί ου μνημονεύεις. Δεν ξέρω.
Έγραψα το μυθιστόρημα για τον Μάρκο, για να χαρώ τη μοναξιά μου.
Δηλαδή, ό,τι κάνει η νύχτα με τη νύχτα.
Έγραψα για το νοσηρό, το παγιδευμένο πάθος του Μάρκου για την Ζιγκοάλα και για το συρίγγιο αυτής της ιστορίας, θέλοντας δι' αυτού να μιλήσω για τα δικά μου άφεγγα μέρη, τις αναδιπλώσεις της μνήμης, τα σκοτεινά μου νερά.
Βέβαια ο Μάρκος είχε τρία gigabyte αρχίδια κι εγώ μπροστά του είμαι μούχλας - οι περισσότεροι από μας. Ίσως γι' αυτό. Ήθελα να είμαι παρίας στην παρέα του, στην Ξακουστή Τετράδα του Πειραιώς. Να τους κουβαλώ -αόρατος- τους καφέδες και να τους ακούω να μιλούν. Να κλέβω τα αστεία τους, τις μαγκιές, τα πάθη, τις ιδιοτροπίες, τις πενιές.
Να μπανίζω τις γυναίκες τους. Τα μπούτια της Ζιγκοάλας. Γι' αυτό και η όρασή μου στο βιβλίο είναι όχι κινηματογραφική, όπως υποστηρίζουν κάποιοι (διότι τέτοια δεν υπάρχει), αλλά ηδονοβλεπτική, εκστατική, απομυζητική. Και όραση δέους - σχεδόν θρησκευτική, ορισμένες φορές. Ταυτόχρονα, ή σε εναλλαγή, δουλεύει το λεπίδι της ειρωνείας των πραγμάτων. Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας. Και αλλού τα πράγματα, αντί να καλυτερεύουν, συνεχώς βελτιώνονται.
Επινόησα το δικό μου Μάρκο και τα άλλα πρόσωπα, ελλειπτικά,
λοξά, πυκνά, με ταχείς ρυθμούς κι άλλοτε ραχατλίδικους, έτσι ώστε στην αφήγηση το κενό, που λέγαμε, να είναι σχήμα.
Φωταγώγησα τον Μάρκο από το 1932 ως το 1940, που περνάει από την ανωνυμία στη δόξα και μετά βρίσκει στον τοίχο του Πολέμου: η Ζιγκοάλα του τρώει το συκώτι, άλλες γυναίκες τον παρηγορούν, οι άσχετοι τον πολεμούν, οι φίλοι τον στηρίζουν. Τα Πάθη.
Αλλά μέσα σε αυτό τον Μάρκο ζούνε και οι δικές μου εξάρσεις, η δική μου κατάθλιψη. Όλα τα διαφυγόντα κέρδη. Μεταποιημένα, μετωνυμικά, συνδυασμένα έτσι ώστε μετεμψυχωμένα να είναι δικά του ή το αντίστροφο. Πληγές, χαρές, παραφροσύνη, γλέντια, η Τέχνη, οι διπολικές γυναίκες, οι άλλες γυναίκες, οι εμμονές του περίγυρου. Ο ιρασιοναλισμός, η ασημένια υποκουλτούρα, τα μεγάλα ξέφωτα, οι φίλοι, η αγωνία του γραψίματος. Όλα εξ αδιαιρέτου.
Η μουσική μπαίνει μέσα μας χωρίς να μας ρωτάει.
Και ό,τι γράφω ξεκινάει απ' τη σάρκα, απ' τα σκοτάδια μου, από μια νύχτα -ήμουν μικρός- που δεν θυμάμαι πια. Ίσως ήταν μια νύχτα που άκουσα το «Αφότου εγεννήθηκα φωτιά με τριγυρίζει» να βγαίνει μέσα απ' τον εξαερισμό του Grand Hotel.
Τέτοια τραγούδια δεν ξαναγράφονται.
σχόλια