Ο Edward Hopper θεωρείται παγκοσμίως ένας από τους πιο σπουδαίους και αγαπητούς εικαστικούς του 20ού αιώνα. Είναι γνωστός κυρίως για τη ζωγραφική του που απεικονίζει σκηνές της καθημερινής ζωής στις πόλεις την περίοδο 1920-1960. Μερικά από αυτά τα έργα του έχουν αγαπηθεί τόσο πολύ, που δεν υπάρχει πλέον μέτρο σύγκρισης της δημοφιλίας και της αναγνωρισιμότητάς τους.
Τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτές τις συνθέσεις του παίζει η διαβόητη «αποξένωση» του ανθρώπου των μεγαλουπόλεων – εκείνη η βύθισή του σε μια βαθιά, ήρεμη και διαρκώς «εσωτερικευμένη», άηχη απελπισία. Κι αυτή η απελπισία προκαλείται από τις πολλές, ποικίλες, μικρές και μεγάλες αιτίες που επιβεβαιώνουν ότι η μοναξιά είναι ένα πεπρωμένο για όσους επιπλέουν στην ανωνυμία του πλήθους. Με άλλα λόγια, είναι έργα που πείθουν τον θεατή ότι δεν είναι καθόλου απίθανο η ζωή να συνεχίζεται μεν, αλλά χωρίς αυτός που τη ζει να ξαναγίνει αποδέκτης και πομπός αγάπης.
Επειδή ο κόσμος αγαπά τόσο πολύ αυτή την πλευρά του Hopper, αμελεί συχνά να κοιτάξει με προσοχή μια άλλη «οικογένεια» έργων του που είναι τοπιογραφίες. Αυτή είναι η αλήθεια, στην Ευρώπη τουλάχιστον. Και είναι άξιο απορίας το ότι δεν είχε υπάρξει μέχρι στιγμής κάποια έκθεση που σκοπός της θα ήταν να δικαιώσει στα μάτια του πλατύτερου κοινού τα «παραμελημένα» έργα του Hopper, που ατενίζουν με επιμονή και ένταση το αμερικανικό τοπίο.
Εδώ και δύο βδομάδες και μέχρι τις 17 Μαΐου o πολιτιστικός οργανισμός (ίδρυμα) Fondation Beyeler αναπληρώνει αυτό το κενό, παρουσιάζοντας μια πλούσια επιλογή τοπίων του Hopper, από τα οποία τα περισσότερα είναι λάδια σε καμβά και πλαισιώνονται με ακουαρέλες και σχέδια.
Όπως συμβαίνει με όλα τα έργα ζωγραφικής του Hopper, έτσι και οι τοπιογραφίες του είναι διαποτισμένες με μελαγχολία και μοναχικότητα. Συχνά μεταφέρουν μια αίσθηση παραδοξότητας και ανησυχίας που μερικές στιγμές θα μπορούσε να αγγίζει ακόμα και τα όρια του τρόμου. Επειδή όλα αυτά υπάρχουν στα έργα του, θεωρείται μείζων διαμορφωτής της έννοιας «μελαγχολική Αμερική».
Η ιδέα γι' αυτή την έκθεση γεννήθηκε όταν το ίδρυμα Beyeler απέκτησε, ως μόνιμο δάνειο, το έργο με τον τίτλο «Ο γρανίτης του Cape Ann» που ο Hopper ζωγράφισε το 1928. Το έργο αυτό για αρκετές δεκαετίες ανήκε στη συλλογή Ροκφέλερ και δημιουργήθηκε την εποχή που ο Hopper γνώριζε όλο και μεγαλύτερη αναγνώριση από την κριτική και τον κόσμο.
Το ίδρυμα Beyeler εγκαινιάστηκε το 1982 από ένα από τα διασημότερα ζευγάρια στον χώρο της εμπορίας σύγχρονης τέχνης, τον Ernst και τη Hildy Beyeler. Δημιουργήθηκε για να επιμελείται και να παρουσιάζει την εξαιρετικά αξιόλογη συλλογή τους.
Το 1997 το ίδρυμα απέκτησε δικό του μουσείο, το οποίο σχεδίασε ο αρχιτέκτων Renzo Piano και βρίσκεται στο χωριό Riehen που απέχει ελάχιστα από τη Βασιλεία. Εκεί εκτίθεται πλέον μόνιμα η συλλογή Beyeler και οργανώνονται κάθε χρόνο περιοδικές εκθέσεις που προσελκύουν επισκέπτες απ' όλο τον κόσμο. (Επιπλέον, είναι πολύ περήφανοι που το μουσείο τους είναι ανοικτό όλες τις μέρες της εβδομάδας. Αυτό είναι το σωστό, άλλωστε. Τα μουσεία θα έπρεπε να έχουν ωράριο όμοιο με εκείνο των σταθμών Πρώτων Βοηθειών.)
Σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη, στην ιστορία της τέχνης ο όρος «τοπιογραφία» υποδηλώνει μια απεικόνιση της φύσης τόσο παγιωμένη ώστε να αποτελεί μια διαρκή αντιδιαστολή με την πραγματική φύση, η οποία είναι συνεχώς μεταβαλλόμενη. Και επειδή ακριβώς η μεταβλητότητα της φύσης είναι η μόνη αλήθεια της, δεν μπορεί ποτέ πραγματικά να σταθεροποιηθεί ως εικόνα. Έτσι, κάθε απεικόνιση της φύσης στη ζωγραφική, όσο κι αν αναπαριστά πιστά ένα πραγματικό τοπίο, αποτελεί πάντα μια εξιδανίκευσή του.
Για τον λόγο αυτό το ζητούμενο κάθε φορά σε μια τοπιογραφία είναι να σταθεί κάποιος στην εξιδανίκευση που περιέχει και η οποία οφείλει, κάθε φορά, να είναι πιο γοητευτική και ελκυστική από την πιστότητα της αναπαράστασης. Υπ' αυτό το πρίσμα ο Hopper καθιέρωσε μια ξεχωριστή, δική του προσέγγιση σε αυτό το θεματογραφικό είδος της ζωγραφικής, για το οποίο υπήρξαν περίοδοι στην ιστορία της τέχνης κατά τις οποίες μεσουρανούσε όσο κανένα άλλο.
Αντίθετα, λοιπόν, από την ακαδημαϊκή παράδοση της τοπιογραφίας, τα έργα του Hopper μοιάζουν σαν να μην έχουν όρια. Μπορεί να νιώθει κάποιος ότι δείχνουν κάτι το άπειρο, αλλά ταυτόχρονα δεν παύουν να μοιάζουν σαν να απεικονίζουν ένα μικρό μόνο τμήμα από κάτι που θα συνιστούσε ένα πελώριο σύμπαν. Συχνά οι τοπιογραφίες του περιλαμβάνουν και κάποιον αντίκτυπο της ανθρώπινης δραστηριότητας στη φύση. Είναι κάτι που συμβαίνει πάντα με πολύ ευαίσθητο και πολυσήμαντο τρόπο. Το πιο συνηθισμένο είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα να αποδίδεται με αγροικίες. Αλλού πάλι εμφανίζονται σιδηροδρομικές γραμμές ή δρόμοι που ορίζουν στη σύνθεση μια ανάπτυξή της κατά τον οριζόντιο άξονα και εκφράζουν την ανθρώπινη επιδίωξη να κατακτά μεγάλες, ανοικτές εκτάσεις.
Τις περισσότερες φορές τον Hopper τον γοητεύει το φως μιας πολύ φωτεινής μεσημεριανής λιακάδας ή το βελούδινο φέγγος της ώρας που σβήνει το δειλινό. Οι απέραντοι ουρανοί, καθώς και οι διαφορετικές αποχρώσεις και ατμόσφαιρες που δημιουργεί το φως μεταφέρουν κι αυτά στον θεατή την αίσθηση του αχανούς που γεννά η φύση. Στις τοπιογραφίες του Hopper πολύ συχνά σχηματίζει κάποιος την εντύπωση ότι ολόκληρη η σύνθεση εμπλέκεται σε μια απροσδόκητη –ίσως και λίγο ύποπτη‒ συναλλαγή με κάτι το αόρατο για τον θεατή, το οποίο βρίσκεται εκτός του κάδρου της εικόνας.
Ένα παράδειγμα αποτελεί το έργο του 1950 με τίτλο «Πρωί στο Cape Code», όπου μια γυναίκα κοιτάζει έξω από το παράθυρο ενός σπιτιού. Το πρόσωπό της λούζεται από το φως του ήλιου, ενώ εκείνη κοιτάζει κάτι που ο θεατής δεν μπορεί να δει, επειδή βρίσκεται εκτός της περιοχής που αναπαριστά ο πίνακας. Τι θα μπορούσε να είναι άραγε; Αυτό είναι κάθε φορά το ερώτημα που αναδύεται. Στις τοπιογραφίες του Hopper ό,τι είναι ορατό έχει και ένα υποκειμενικό αόρατο αντίβαρο, του οποίου ο ορισμός εναπόκειται στον θεατή.
Όπως συμβαίνει με όλα τα έργα ζωγραφικής του Hopper, έτσι και οι τοπιογραφίες του είναι διαποτισμένες με μελαγχολία και μοναχικότητα. Συχνά μεταφέρουν μια αίσθηση παραδοξότητας και ανησυχίας που μερικές στιγμές θα μπορούσε να αγγίζει ακόμα και τα όρια του τρόμου. Επειδή όλα αυτά υπάρχουν στα έργα του, θεωρείται μείζων διαμορφωτής της έννοιας «μελαγχολική Αμερική».
Επίσης, η αίσθηση του τεράστιου και απεριόριστου φυσικού χώρου που πρότεινε με τις τοπιογραφίες του είχε τεράστια επίδραση στον κινηματογράφο. Τρεις πολύ γνωστές και δημοφιλείς ταινίες, που θεωρείται ότι παρουσιάζουν το φυσικό τοπίο μέσα από την αισθητική που διαμόρφωσε ο Hopper με τις τοπιογραφίες του, είναι οι εξής: «Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων» του Alfred Hitchcock (1959), «Παρίσι, Τέξας» του Wim Wenders (1984) και «Χορεύοντας με τους λύκους» του Kevin Costner (1990). Η λίστα με ανάλογα παραδείγματα ταινιών θα μπορούσε να μην τελειώσει ποτέ.
Και επειδή είναι τόσο μεγάλη η επιρροή του Hopper στο σινεμά, το Ίδρυμα Beyeler ανάθεσε στον Wim Wenders να δημιουργήσει μια ταινία μικρού μήκους, ταξιδεύοντας στην Αμερική για να αναζητήσει το «πνεύμα των έργων του». Η ταινία έχει τίτλο «Δύο ή τρία πράγματα που γνωρίζω για τον Edward Hopper» και έχει γυριστεί με τεχνολογία 3D. Ο Wenders λέει ότι αποτελεί μια πολύ προσωπική αναφορά του στον ζωγράφο και ότι αυτή προέκυψε από «ποιητική πύκνωση βιντεοσκοπημένου υλικού».
Το τρέιλερ είναι πραγματικά εντυπωσιακό και επιβεβαιώνει όλα τα παραπάνω. Όσοι θα έχουν την τύχη να επισκεφτούν την έκθεση θα μπορέσουν να δουν εκεί και την ταινία, που προβάλλεται καθημερινά.
"Two or Three Things I Know about Edward Hopper" by Wim Wenders / Trailer
Ο Hopper γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου του 1882 στο Nyack, μια κωμόπολη που βρίσκεται περίπου 31 χιλιόμετρα βόρεια από το Manhattan, στην όχθη του ποταμού Hudson, και θεωρείται πλέον προάστιο της Νέας Υόρκης. Την εποχή εκείνη η οικονομία του βασιζόταν κυρίως στα τοπικά ναυπηγεία και η μεγάλη σημασία που είχαν για την πόλη έκανε τον Hopper να λέει ότι θα γίνει ναυπηγός μεγαλώνοντας.
Η οικογένειά του ήταν μεσοαστική και οι γονείς του μορφωμένοι. Χάρη στην παρότρυνση του πατέρα του, ο Hopper απέκτησε μεγάλο ενδιαφέρον για την αγγλική, γαλλική, ρωσική και γερμανική λογοτεχνία. Χάρη στην ενθάρρυνση της μητέρας του εκείνος και η μία και μοναδική αδελφή του ακολούθησαν την καλλιτεχνική τους φύση και καλλιέργησαν το ταλέντο τους. Η εντυπωσιακή ικανότητα του Hopper στο σχέδιο είχε φανεί από τότε που ήταν μόλις πέντε ετών.
Ωστόσο, και επειδή η ζωή ενός ζωγράφου δεν ήταν ποτέ και πουθενά εύκολη, o Hopper, τελειώνοντας το σχολείο, γράφτηκε το 1899 σε σχολή εικονογράφων με στόχο να αποκατασταθεί επαγγελματικά σε εφημερίδες και περιοδικά. Όμως, έναν χρόνο αργότερα έγινε η μετεγγραφή στη Σχολή Καλών Τεχνών της Νέας Υόρκης. Πολύ γρήγορα αναγνωρίστηκε και εκεί το ταλέντο του.
Παρ' όλα αυτά, από το 1905 και για 20 συναπτά έτη εργάστηκε πράγματι ως εικονογράφος για να εξασφαλίζει τα προς το ζην. Δεν τον ευχαριστούσε αυτή η δουλειά, επειδή εκτελούσε παραγγελίες άλλων και δεν σχεδίαζε ελεύθερα.
Τον Οκτώβριο του 1906 ταξίδεψε για πρώτη φορά στο Παρίσι και έμεινε εκεί για έναν χρόνο περίπου. Είχε την τύχη να μπορεί να συναναστραφεί όλους τους αβανγκάρντ καλλιτέχνες και διανοούμενους της εποχής. Ωστόσο, προτιμούσε να κάνει παρέα μόνο με έναν πρώην συμφοιτητή του που βρισκόταν εκεί. Παρ' όλα αυτά, παρακολουθούσε την εικαστική κίνηση στην πόλη και ζωγράφιζε σκηνές των παρισινών δρόμων, ακολουθώντας το στυλ και τη χρωματική παλέτα του ιμπρεσιονισμού.
Τα επόμενα χρόνια επέστρεψε άλλες δύο φορές στο Παρίσι. Τη δεύτερη φορά, το 1909, επισκέφτηκε και την εξοχή γύρω από την πόλη, όπου ανακάλυψε το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς στην τοπιογραφία ως ένα πανίσχυρο μέσο έκφρασης.
Το 1913 παρουσίασε το έργο του «Ιστιοπλοΐα» στη διεθνή έκθεση σύγχρονης τέχνης της Νέας Υόρκης που σήμερα είναι γνωστή ως «Τhe Armory Show». Απ' όλες τις εκθέσεις στις οποίες είχε συμμετάσχει μέχρι τότε, ήταν η πρώτη φορά που πουλήθηκε έργο του (ακόμα χειρότερα, δεν πούλησε κανένα άλλο έργο τη δεκαετία που ακολούθησε). Την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκε στη Washington Square North, στο Μανχάταν, μια περιοχή γεμάτη συγγραφείς, καλλιτέχνες και διανοούμενους, αλλά και πάλι προτίμησε να ζει αποτραβηγμένος απ' όλα.
Η δεκαετία του 1920 ήταν αυτή κατά την οποία το έργο του έγινε περισσότερο γνωστό, κυρίως γιατί η επίσημη κριτική αναφερόταν σε αυτό συχνά‒ και εκθειαστικά. Το 1924, σε ηλικία 42 ετών παντρεύτηκε την Josephine Verstille Nivison, που ήταν επίσης καλλιτέχνις. Η αγαπημένη τους δραστηριότητα ήταν να πηγαίνουν εκδρομές και να ζωγραφίζουν τοπία.
Η δεκαετία του 1950 ήταν εκείνη της απόλυτης αποθέωσής του. Οι τίτλοι, οι τιμές και οι διακρίσεις που δέχτηκε τότε έφταναν με τόσο καταιγιστικό ρυθμό, που έδειχναν σαν να ήθελαν να αντισταθμίσουν την αδιαφορία που γνώρισε εκείνος και το έργο του στην αρχή της καριέρας του.
Ο Hopper πέθανε σε ηλικία 84 ετών το 1967. Όσα έργα του τού ανήκαν κληροδοτήθηκαν στο Whitney Museum of American Art, στη Νέα Υόρκη ‒ υπερέβαιναν τα 3.000. Η επιλογή του Μουσείου Whitney σχετίζεται με το ότι οι ιδρύτριες του Gertrude Vanderbilt Whitney και Juliana Force υποστήριζαν τον Hopper και συνέλεγαν έργα του ήδη από τη δεκαετία του 1910.
Είναι σαφές ότι η συμβολή του Whitney Museum of American Art υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία της τωρινής έκθεσης, μια και χάρη στον πλούτο της δικής του συλλογής κυρίως συγκεντρώθηκε ο διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός των 65 έργων του Hopper, της περιόδου μεταξύ 1909 και 1965, που εκτίθενται στο μουσείο του Ιδρύματος Beyeler.
Edward Hopper
Fondation Beyeler
26 Ιανουαρίου – 17 Μαΐου 2020