Ο κορωνοϊός ζει στο διαμέρισμά μου τις τελευταίες 15 μέρες. Πέφτει για ύπνο λίγα εκατοστά μακριά απ' το προσκεφάλι μου και ξυπνά πλάι μου. Ανασαίνω την ανάσα του. Μέχρι τώρα, ήμουν πάντα διστακτικός να αποκαλέσω «σπίτι» αυτό το διαμέρισμά μου εδώ στην Κατάνια.
Τα τελευταία δέκα χρόνια έχω γυρίσει τη Μέση Ανατολή απ' άκρη σ' άκρη φωτογραφίζοντας τις πόλεις, τους κατοίκους τους και τις συγκρούσεις που μαίνονται σ' αυτή την περιοχή εδώ και δεκαετίες. Σπίτι μου ήταν οι δρόμοι της Βαγδάτης, της Μοσούλης, του Αμμάν, του Χαρτούμ και της Τεχεράνης.
Θεωρούσα πάντα αυτά τα 50 τετραγωνικά μέτρα περισσότερο ως pied-à-terre, ως προσωρινό κατάλυμα, ως ένα μέρος που βρίσκονται τα ρούχα μου και το φωτογραφικό μου αρχείο. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι μετά την απελπισία των προσφυγικών καταυλισμών στο Ιράκ ή τους μαζικούς τάφους στο Σιντζάρ ή το ασθενοφόρο που συνέλεγε τα πτώματα των νεκρών Κούρδων στη βόρεια Συρία –όλα αυτά που είδα και κατέγραψα με τη φωτογραφική μου μηχανή– θα είχα να αντιμετωπίσω το θέμα που ασφυκτικά μονοπωλεί την παγκόσμια επικαιρότητα, εδώ στο μικρό μου διαμέρισμα.
Έχω φωτογραφίσει πολλούς ανθρώπους την ώρα που υποφέρουν, τώρα όμως έπρεπε να στρέψω τον φακό στη φρίκη που ζούσε η Μάρτα, καθώς η κατάστασή της χειροτέρευε καθημερινά.
Ζω με τον Covid-19 από τα μέσα Μαρτίου. Μόλυνε τη μητέρα μου, τη σύντροφό μου –την πολεμική ανταποκρίτρια Μάρτα Μπελινγκρέρι– και άλλους οικείους μου, για κάποιο λόγο όμως εγώ την έχω γλιτώσει. Αποφάσισα να το ερμηνεύσω ως επιθυμία του ιού να τον φωτογραφήσω από μια διαφορετική οπτική γωνία.
Ούτε οι γιατροί μπορούσαν να εξηγήσουν αυτή την επιδεικτική αδιαφορία της ασθένειας προς το πρόσωπο μου. Το αρχικό τεστ ήταν αρνητικό, αλλά ο γιατρός μου είπε ότι μπορεί να ήταν «ψευδώς αρνητικό», ειδικά αφού παρουσίαζα συμπτώματα: η θερμοκρασία μου κυμαινόταν από τους 37,3 ως τους 37,7 βαθμούς για πολλές μέρες.
Τελικά αποφάσισα να πιάσω την φωτογραφική μου μηχανή και να κάνω κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ πριν. Έχω φωτογραφίσει πολλούς ανθρώπους την ώρα που υποφέρουν, τώρα όμως έπρεπε να στρέψω τον φακό στη φρίκη που ζούσε η Μάρτα, καθώς η κατάστασή της χειροτέρευε καθημερινά.
Ο γιατρός πρότεινε επίσης να παραγγείλουμε ένα οξύμετρο δακτύλου από το φαρμακείο. Αυτή η μικρή συσκευή έγινε ο καλύτερός μας φίλος: «Αν δείχνει πάνω από 95, όλα καλά. Αν πέσει στο 92 πρέπει να πάτε στο νοσοκομείο». Το δικό μου επίπεδο έδειχνε 99 και της Μάρτα 98. Εκείνη όμως δεν φαινόταν να πηγαίνει καθόλου καλά. Μου είπε ότι ένιωθε σα να φορούσε κορσέ με τα κορδόνια σφιχτά μέχρι ασφυξίας.
Οι φίλοι μας φέρνουν τρόφιμα και τα αφήνουν στην εξώπορτα. Κάνουμε το καλύτερο προσπαθώντας να οργανώσουμε τις μέρες μας: μετράμε τη θερμοκρασία μας, πίνουμε τον φρεσκοστυμμένο χυμό μας, ξαναμετράμε τη θερμοκρασία μας, βάζουμε το δάχτυλο στο οξύμετρο, παίρνουμε τηλέφωνο τον γιατρό. Είδα και τη μάνα μου στο νοσοκομείο μέσω Skype. Φαίνεται να αναπνέει καλύτερα. Ανταλλάξαμε χαμόγελα, αλλά το δικό μου ήταν πολύ ζορισμένο.
Ο γιατρός μου είπε να ξανακάνω το τεστ. Το έκανα. Αρνητικό και πάλι. Λες να έχω ανοσία; Οι μέρες σέρνονταν στο διαμέρισμα, ασπρόμαυρες σαν τις φωτογραφίες μου. Κάποιες φορές φανταζόμαστε προσπαθώντας να χαμογελάσουμε, ότι είμαι ασυμπτωματικός επειδή ο ιός εγώ είμαι ο ίδιος.
Ακόμα κι ένα μικρό χαμόγελο όμως τελικά φαίνεται ότι βγαίνει σε καλό. Η μητέρα μου βγήκε από το νοσοκομείο αλλά θα περάσουν βδομάδες μέχρι να μπορέσω να τη δω. Η Μάρτα αναπνέει κανονικά ξανά, το ίδιο κι εγώ. Πολύ θα ήθελα να έχω φωτογραφήσει τη χώρα μου μέσα σ' αυτή την κατάσταση συναγερμού, τη μάχη των γιατρών στην πρώτη γραμμή, την Ιταλία να έχει γονατίσει πολεμώντας έναν αόρατο εχθρό. Αντί να τον αναζητήσω εγώ όμως, μια μέρα του Μαρτίου, ο εχθρός ήρθε ο ίδιος και μου χτύπησε την πόρτα.
Με στοιχεία από τον Guardian
σχόλια