Είναι εξοικειωμένοι οι Έλληνες με το αστυνομικό μυθιστόρημα;
Όχι. Σε σχέση με την Ευρώπη και την Αμερική, σαφώς λιγότεροι αναγνώστες επιλέγουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Και η παραγωγή είναι μικρότερη.
— Πού οφείλεται αυτό;
Ένας λόγος είναι ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα ανθούσε μέσα από τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Ο Μαρής είχε μεγάλη πέραση και όταν βγήκαν τα αφηγήματά του σε βιβλία. Τότε ήταν ένα είδος για διασκέδαση.
— Δηλαδή, μια εφημερίδα «έπρεπε» να έχει στις σελίδες της μια αστυνομική ιστορία;
Οπωσδήποτε. Δεν υπήρχε περίπτωση να πουλήσει μια εφημερίδα μόνο με τις πολιτικές ειδήσεις.
Ο Μαρής έγραφε κάθε μέρα επί είκοσι πέντε χρόνια σε συνέχειες κι έτσι έφτιαξε έναν δικό του κόσμο, που ήταν αγαπητός κι ερχόταν σε αντιπαράθεση με την καθημερινότητα και την ιδεολογική διαμάχη μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Το κοινό του ήταν δεξιό. Ο ίδιος είχε σοσιαλιστικές πεποιθήσεις, αλλά οι Αριστεροί δεν τον διάβαζαν καθόλου, γιατί έγραφε για τους αντιπάλους.
— Σε μια περίοδο που και τα πραγματικά εγκλήματα έπιαναν πολύ χώρο στον Τύπο…
Βέβαια. Το εξώφυλλο της «Ακροπόλεως» είχε με μεγάλα γράμματα την αντικομμουνιστική προπαγάνδα και δίπλα πάντα κάτι για τη δολοφονία κάποιου μεσήλικα που έφαγε δηλητηριασμένο μπακαλιάρο. Μέσα, όμως, οπωσδήποτε έπρεπε να έχει είτε ένα αυτοτελές είτε σε συνέχειες αστυνομικό διήγημα. Μια περίοδο ήταν τα περιπετειώδη που είχαν δημοτικότητα: πειρατές, κλέφτες, αρματολοί και άλλα τέτοια παρόμοια. Τη δεκαετία του ’50 περάσαμε στα κατασκοπευτικά και τα αυστηρά αστυνομικά αγγλικού τύπου. Το ελληνικό κοινό, δηλαδή, διάβαζε αγγλικές αστυνομικές ιστορίες.
— Ο Μαρής τι άλλαξε;
Η εγχώρια παραγωγή ήταν βασισμένη στα δυτικά πρότυπα. Στη «Μάσκα» και στο «Μυστήριο» δημοσιεύονταν ξένες ιστορίες που σιγά-σιγά τις παράλλασσαν, βάζοντας κάποιους Ελληνοαμερικάνους ντετέκτιβ. Αυτές οι ιστορίες διαδραματίζονταν, όμως, στο εξωτερικό. Η πρωτοτυπία του Μαρή είναι πως, όταν γράφει το Έγκλημα στο Κολωνάκι, μεταφέρει αυτό το σκηνικό στην Αθήνα. Άλλαξε με λίγα λόγια τη σκηνογραφία.
— Το στυλ παρέμεινε το ίδιο;
Αυτό που έκανε είναι ότι πήρε το βασικό μοτίβο που είχε ο ελληνικός εμπορικός κινηματογράφος, τη σχέση πλούσιων και φτωχών και πώς μπορεί να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα, και πρόσθεσε το έγκλημα. Ο ελληνικός εμπορικός κινηματογράφος ήταν ένα είδος που είχε ενδιαφέροντες δεύτερους χαρακτήρες, αλλά ήταν αφελές και επαναλαμβανόμενο. Όταν, όμως, σε αυτό το αφελές θέμα βάλεις ένα έγκλημα και το στοιχείο της αγωνίας, τότε το κάνεις πιο ριζοσπαστικό. Ο Μαρής έγραψε κυρίως ερωτικά θρίλερ, υπογραμμίζοντας τη γυναίκα-φετίχ, που τη βλέπουν οι άντρες και τρέχουν τα σάλια τους.
Στον ελληνικό κινηματογράφο, πάντως, πλούσιοι και φτωχοί συμβιβάζονται στο φινάλε. Στον Μαρή συμβαίνει κάτι παρόμοιο;
Όχι, με τίποτα. Στον Μαρή υπάρχει το εξής σχήμα: μία, όπως την έλεγε, «πολυτελής» γυναίκα και τριγύρω διάφοροι ζιγκολό που προσπαθούν να μπούνε στην καλή κοινωνία. Πολλές φορές γίνονται και ζιγκολό της «πολυτελούς» κυρίας αλλά και της μετρέσας του πλούσιου. Σε αυτό το πάρε-δώσε συμβαίνει κάποιο έγκλημα και αυτός που θέλει να μπει στην καλή κοινωνία την πατάει. Συνήθως, δεν είναι καλό το φινάλε γι’ αυτούς, αφού τις περισσότερες φορές ο ζιγκολό είναι που κάνει και το έγκλημα. Χαρακτηριστικό του Μαρή είναι ότι ακολουθούσε τους κανόνες, αλλά ορισμένες φορές έκανε εξαιρέσεις. Εκεί που νόμιζες ότι ξέρεις ποιος έκανε το έγκλημα, σου εμφάνιζε κάποιον άλλον. Το σημείο, όμως, όπου διατηρεί τη σχέση του με το ελαφρό θέαμα είναι ότι ανάμεσα στους κακούς και πρόστυχους χαρακτήρες θα υπάρχει κι ένα νεαρό ζευγάρι που θα τα φτιάξει και θα έχουμε κι ένα κάποιο happy end. Ενώ υπάρχουν στοιχεία νουάρ μυθιστορήματος, εάν κάνεις ένα άθροισμα στο έργο του, δεν είναι ένας κατεξοχήν συγγραφέας νουάρ μυθιστορημάτων.
— Tι σημαίνει «πολυτελής» γυναίκα;
Μια γυναίκα ντυμένη όπως τα φιγουρίνια των γυναικείων περιοδικών της εποχής. Πρέπει να φοράει νάιλον κάλτσες και τακούνια, που ήταν τα αντικείμενα-φετίχ της εποχής.
— Οι ήρωες του Μαρή γέννησαν κάποια ποπ κουλτούρα; Ήθελε να ντύνεται π.χ. κάποιος σαν τον αστυνόμο Μπέκα;
Σαν τον Μπέκα δεν νομίζω. Ο Μπέκας ήταν μια καρικατούρα μικροαστισμού. Συνέχεια τον περιγράφει σαν να είναι επαρχιακός μπακάλης. Στο μόνο που μπορείς να ταυτιστείς είναι ότι ενώ όλοι οι άλλοι μπορεί να την πάταγαν ερωτικά και να ξεφτιλίζονταν, εκείνος γύρναγε ήσυχος και αλώβητος στη γυναικούλα του και στο σπιτάκι του. Μπορεί, βέβαια, να ταυτιστεί κανείς με αυτόν που θα κοιτάξει μέσα από την κλειδαρότρυπα μια ωραία γυναίκα.
Πολλά ταλέντα συγγραφικά πάνε προς την τηλεόραση, και τα σίριαλ, που παλιότερα ήταν άχρηστα και δυσφημούσαν την αστυνομική λογοτεχνία, έχουν ανέβει πολύ. Τα τελευταία χρόνια έχει συμβεί το αντίστροφο και τα βιβλία είναι τυποποιημένα και μέτρια σε σχέση με τις τηλεοπτικές σειρές.
— Ο δημοσιογράφος Μακρής;
Ο Μακρής είναι το alter ego του Μαρή. Καταρχάς, Μακρής ήταν το πατρικό όνομα της γυναίκας του Μαρή. Επίσης, το Γιάννης Μακρής και το Γιάννης Μαρής μοιάζουν. Για να μην το παρακάνει, στα μυθιστορήματα τον έλεγε Μακρή σκέτο. Τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά είναι διαφορετικά: είναι ψηλός, ξανθός, γυμνασμένος. Ο Μαρής τον περιγράφει σαν έναν sportsman διανοούμενο. Βέβαια, δεν χρησιμοποιεί πάντα αυτούς τους δύο χαρακτήρες. Συχνά μιλά σε πρώτο πρόσωπο και ήρωας του βιβλίου είναι ένας νεαρός που μπλέκει σε μια περιπέτεια και συχνά αυτός είναι και ελαστικής ηθικής.
— Τον ενδιέφεραν οι χαρακτήρες περισσότερο ή η πλοκή;
Οι χαρακτήρες. Το δυνατό σημείο του Μαρή ήταν οι εισαγωγές του. Με τρεις-τέσσερις κουβέντες έφτιαχνε το πλαίσιο και τσιμπούσε τον αναγνώστη. Μετά δεν τον ένοιαζε να φτιάξει την τρομερή πλοκή. Αν τον κράταγε από την αρχή, μετά το μόνο που χρειαζόταν ήταν να εμφανίζει ενδιαφέροντες και πρωτότυπους δευτερεύοντες χαρακτήρες που είναι και αντιπροσωπευτικοί πραγμάτων που δεν φαίνονται στις εφημερίδες. Επίσης, εξαιτίας της συχνότητας της γραφής, γινόντουσαν και λάθη. Ξέχναγε και άλλαζε τα ονόματα. Μια φορά είχε αλλάξει το όνομα του θύματος από Νικολαΐδη σε Αγγελίδη και αναγκάστηκε να προχωρήσει σε διόρθωση μετά από κάποιες συνέχειες.
— Επειδή αυτά γραφόντουσαν σε δεξιά μαζικά μέσα ενημέρωσης, όπως η «Απογευματινή» και η «Ακρόπολις», προσπαθούσε να περάσει μέσα από τις ιστορίες κρυφά νοήματα στους νοικοκυραίους της εποχής; Να προσέχουν, ας πούμε, τις γυναίκες τους από τους ζιγκολό;
Δεν νομίζω. Ο Μαρής έγραφε πράγματα που θα κρατούσαν σε αγωνία το κοινό κι επίσης θα τσιγκλούσαν τα μικροαστικά αντανακλαστικά, που από τη μία τα ικανοποιούσε και από την άλλη τα αποκάλυπτε. Η «Ακρόπολις» και η «Απογευματινή» ήταν δύο καθαρά δεξιές εφημερίδες με παρά πολύ έντονο τον αντικομμουνισμό, αφού ήταν και στον απόηχο του Εμφυλίου. Κάποιος που τότε μπορεί να είχε μια κεντρώα θέση, γι’ αυτές τις εφημερίδες ήταν συνοδοιπόρος του κομμουνισμού. Τι έκανε, όμως, ο Μαρής; Δεν έκανε την παραμικρή πολιτική αναφορά. Ενώ ο αναγνώστης διάβαζε τα βαριά κι ασήκωτα, μόλις έφθανε στη σελίδα του Μαρή έμπαινε σ’ έναν άλλο κόσμο. Ο Μαρής έγραφε κάθε μέρα επί είκοσι πέντε χρόνια σε συνέχειες κι έτσι έφτιαξε έναν δικό του κόσμο, που ήταν αγαπητός κι ερχόταν σε αντιπαράθεση με την καθημερινότητα και την ιδεολογική διαμάχη μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Το κοινό του ήταν δεξιό. Ο ίδιος είχε σοσιαλιστικές πεποιθήσεις, αλλά οι Αριστεροί δεν τον διάβαζαν καθόλου, γιατί έγραφε για τους αντιπάλους.
Στη συνέχεια, όταν άρχισαν να βγαίνουν τα βιβλία του, το κοινό του διευρύνθηκε. Επειδή ο ίδιος δεν είχε την παραμικρή αντικομμουνιστική αιχμή μέσα στα κείμενά του, αυτό το μοντέλο αποκάλυψης του μικροαστισμού ξεκίνησε να αρέσει σε κάποιο ευρύτερο κοινό. Έτσι, συνέβη το καταπληκτικό να είναι εξίσου αποδεκτός από το αριστερό και από το δεξιό κοινό. Αυτό το πέτυχε ακολουθώντας τη συνταγή που υπήρχε τότε και ήθελε εξορισμένη την πολιτική από το αστυνομικό μυθιστόρημα.
— Εσείς, οι πιο σύγχρονοι συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, πώς τον αντιμετωπίζετε τον Γιάννη Μαρή;
Ως «πατριάρχη» ή ως υπερεκτιμημένο;
Εγώ κάθισα κι έγραψα μια μελέτη γιατί εκτιμούσα ότι δεν είναι γνωστός. Υπάρχει αρκετός μύθος γύρω του, απ’ όπου κι αν τον δεις. Ούτε κακογράφο μπορείς να τον πεις, ούτε καταπληκτικό λογοτέχνη. Από τη μια μπορείς να πεις ότι ήταν ο πρόδρομος του κοινωνικού μυθιστορήματος, από την άλλη ότι ήταν αντιδραστικός. Δεν είναι τίποτε απ’ όλα αυτά. Εγώ τον βλέπω ως έναν συγγραφέα που έχει γούστο να τον διαβάζει κανείς για την εποχή του και μπορείς να κάνεις ένα συγγραφικό νταραβέρι μαζί του. Το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα που έγραψα ήταν το Χαμένο Παιχνίδι, που ήταν μια αναφορά στο χαμένο παιχνίδι του αστυνομικού μυθιστορήματος τύπου Γιάννη Μαρή. Σίγουρα ήταν ο πρώτος που έκανε συστηματικά αυτήν τη δουλειά, αλλά πρέπει να τον βάλεις στην εποχή του.
— Aπό ποια άποψη όμως τον χαρακτηρίζετε «ελαφρό»;
Είναι ένα ελαφρό ανάγνωσμα με νουάρ στοιχεία. Αυτό ήταν που είχε και τότε πέραση στην Ελλάδα, αλλά κάποια στιγμή ο κόσμος το βαρέθηκε.
— Γιατί το βαρέθηκε; Πώς και χάθηκε το είδος;
Ένας από τους βασικούς λόγους ήταν ότι εμφανίστηκε η τηλεόραση. Αντί να διαβάζει κανείς το καθημερινό του σίριαλ, το έβλεπε. Ύστερα, μετά τη δικτατορία, επικράτησε μια απέχθεια για οτιδήποτε αστυνομικό. Επανήλθε όταν πέρασε το αστυνομικό μυθιστόρημα σε ένα πιο διανοουμενίστικο κοινό, πιο περιορισμένο, που κατά πλειοψηφία είχε αριστερές ανησυχίες. Γι’ αυτόν το λόγο έγινε πιο πολιτικό, με αποκαλύψεις διαφθοράς και άλλα τέτοια. Δεν ήταν ομαλή η μετάβαση από το παλιό στο νέο αστυνομικό μυθιστόρημα. Παλιότερα ήταν ένα είδος που απευθυνόταν σ’ ένα ευρύ κοινό και στη συνέχεια σε ένα μικρότερο, που περιμένει και άλλα πράγματα. Στο εξωτερικό τι ισχύει αυτήν τη στιγμή; Πολλά ισχύουν, γι’ αυτό είναι και δύσκολο να το παρακολουθήσεις και να κάνεις μια στατιστική. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι την περασμένη δεκαετία έγιναν πιο καλά έργα στην τηλεόραση παρά στο βιβλίο. Οι συγγραφείς γράφουν τα καλύτερά τους σενάρια για την τηλεόραση. Δηλαδή, υπάρχει το «Wire» και το «Killing». Στο τελευταίο ο κεντρικός ήρωας είναι καλύτερος από οποιονδήποτε άλλο έχει κυκλοφορήσει σε αστυνομικό μυθιστόρημα τα τελευταία δέκα χρόνια.
Πολλά ταλέντα συγγραφικά πάνε προς την τηλεόραση, και τα σίριαλ, που παλιότερα ήταν άχρηστα και δυσφημούσαν την αστυνομική λογοτεχνία, έχουν ανέβει πολύ. Τα τελευταία χρόνια έχει συμβεί το αντίστροφο και τα βιβλία είναι τυποποιημένα και μέτρια σε σχέση με τις τηλεοπτικές σειρές.
— Ποιο έργο του Μαρή να διαβάσω στις διακοπές;
Το Διακοπές στη Μύκονο. Αμερικάνικο νουάρ σε ένα σκηνικό Μυκόνου. Επίσης, είναι δύσκολο να ονομάσεις ένα έργο του Μαρή. Άλλαζε συνέχεια τους τίτλους. Πολλές ιστορίες έχουν βγει με τρεις-τέσσερις τίτλους. Ενδιαφέρον επίσης είναι αυτό που βγήκε τώρα στην Άγρα, "Ο 13ος Επιβάτης".
Ιnfo: Η μελέτη του Ανδρέα Αποστολίδη, «Ο κόσμος του Γιάννη Μαρή», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα. Επίσης, από τον ίδιο εκδοτικό επανακυκλοφόρησε φέτος ο «13ος Επιβάτης» του Γιάννη Μαρή.
Η συνέντευξη δόθηκε στον Σταύρο Διοσκουρίδη για το τεύχος 302 της έντυπης LIFO
σχόλια