Συμφωνήσαμε να βρεθούμε σε ένα καφέ πολύ κοντά στην οδό Μεθώνης, τον δρόμο όπου έζησε κάποτε η Μαρία Πολυδούρη, στα Εξάρχεια, που και τότε, όπως τώρα, συγκέντρωνε τους ονειροπόλους και τους καλλιτέχνες. Η Ιωάννα Παππά υποδύεται την πρόωρα χαμένη ποιήτρια (όταν ήταν μόλις 28) με αφορμή έναν μονόλογο που έγραψε η Ρούλα Γεωργακοπούλου και σκηνοθετεί ο Θοδωρής Γκόνης, δημιουργώντας μια αποδομημένη, μοντέρνα παράσταση, η οποία μπορεί να μην παρακολουθεί τη ζωή της ποιήτριας σε ευθεία χρονική γραμμή αλλά ανιχνεύει τις μύχιες σκέψεις ενός ανθρώπου που έζησε με γενναιότητα και υπερηφάνεια.
Ανάλογης στόφας μού φαίνεται και η εξαιρετική ηθοποιός που κάνει ένα tour de force με αυτόν το ρόλο, για τον οποίο ιδιοσυγκρασιακά –ίσως και φυσιογνωμικά– είναι η ιδανική επιλογή. Το πρόσωπό της λάμπει με το που της το λέω και μου απαντάει: «Χαίρομαι που το λέτε, γιατί μελετώντας τη ζωή της από το βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου, τα ημερολόγιά της, τα ποιήματα, τη μελέτη της Χριστίνας Ντουνιά και συνεντεύξεις ανθρώπων που την είχαν γνωρίσει άρχισα να ανακαλύπτω πολλά κοινά με εμένα, τα οποία έγιναν ουσιαστικά τα πατήματά μου ώστε να μπω στη διαδικασία χτισίματος του χαρακτήρα. Πέρα από την αντιμετώπιση του κειμένου, ως ηθοποιός χρειάζομαι να δημιουργώ εικόνες. Είναι ο τρόπος που λειτουργώ. Η προσέγγισή μου έγινε από τα υπάρχοντα στοιχεία –κείμενα και αναφορές–, αλλά δεν υπήρχε η πρόθεση πιστής αντιγραφής. Περισσότερο τα χρησιμοποίησα για να μου ξεκλειδωθεί ένας κόσμος».
Της ομολογώ ότι βρήκα το κείμενο κάπως ερμητικό, σχεδόν προσωπικό της συγγραφέως, και νιώθει την ανάγκη να το υπερασπιστεί: «Έχει όντως περάσει από το προσωπικό της φίλτρο. Η γραφή της Ρούλας είναι πάρα πολύ συγκεκριμένη και νομίζω ότι ο αυτός ο τρόπος βοήθησε ώστε να ενισχυθούν όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που δεν έχουν ταυτιστεί απαραίτητα και άμεσα με το πρόσωπο της Πολυδούρη. Συνήθως γνωρίζουμε τους καλλιτέχνες από το έργο τους, το οποίο μας αφήνει μια αίσθηση για την προσωπικότητά τους, που όμως δεν είναι ανάγκη να συνάδει και με την πραγματικότητα».
Η μυθοποίηση της Πολυδούρη, ακόμα και όσο βρισκόταν εν ζωή, είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις. Η Παππά τι από τα δύο προσέγγισε; Τον μύθο ή το πραγματικό πρόσωπο; Μου απαντάει: «Επειδή έπρεπε να πορευτώ με ένα συγκεκριμένο κείμενο, δεν μπορούσα να πατήσω πολύ στον μύθο. Φυσικά, τον χρησιμοποίησα συμπληρωματικά για τη δική μου προσέγγιση ως ηθοποιού και για την ανάγκη που είχα να 'ρθω πιο κοντά σε αυτό που έχω πλάσει για κάποιον που έχει αποκτήσει έναν πολύ συγκεκριμένο μύθο. Δούλεψα συνδυαστικά με αυτούς τους δύο κόσμους, της Ρούλας Γεωργακοπούλου σε σχέση με την Πολυδούρη και της Πολυδούρη σε σχέση με τον μύθο της».
Η Μαρία Πολυδούρη υπήρξε μία γυναίκα πολύ μπροστά από την εποχή της, πάρα πολύ απελευθερωμένη, στα όρια της υπερβολικής τόλμης. Υπέρμαχος της χειραφέτησης των γυναικών, είχε από νωρίς ανάλογες παροτρύνσεις από το οικογενειακό της περιβάλλον, με πρότυπο μια πολύ δυναμική μητέρα κι έναν πατέρα που την ωθούσε να αγωνίζεται για τα γυναικεία ζητήματα. Έχασε και τους δύο όταν ήταν 18 χρονών, αφού πρώτα είχε χάσει και τον αδελφό της. Μια γυναίκα μεγάλης καλλιέργειας και αντίληψης που βρέθηκε στην Ελλάδα του 1920 εντελώς έκθετη. «Η ακραία συμπεριφορά της οφείλεται, νομίζω, ακριβώς στο ότι είχε μείνει τελείως μόνη στον κόσμο. Δεν θεωρούσε ότι λογοδοτούσε σε κάποιον – όχι ότι ένιωθε την ανάγκη πριν, απλώς ένας άνθρωπος που μένει ορφανός αποδεσμεύεται λίγο πιο εύκολα από συμβάσεις» εξηγεί η ηθοποιός. Και συμπληρώνει όσον αφορά την Πολυδούρη και τη σχέση της με τον θάνατο που την καταδίωκε και τη στοίχειωνε από τόσο νωρίς: «Από πολύ μικρή της άρεσαν πάρα πολύ τα μοιρολόγια και όποτε περνούσε έξω από ένα σπίτι που είχαν κηδεία, στην Καλαμάτα, καθόταν απ' έξω και τα άκουγε, με αποτέλεσμα να αργεί να επιστρέψει σπίτι της. Την έβλεπε η μητέρα της λυπημένη και της έλεγε "μα, γιατί πας, αφού λυπάσαι και αρρωσταίνεις;" κι εκείνη μουρμούριζε "θέλω να λυπάμαι". Είχε μια τάση προς την κατανόηση της έννοιας του θανάτου, που ενείχε και μια ερωτική διάθεση απέναντί του, μπορούμε να πούμε».
#quote#
Στην Καλαμάτα υπάρχει οδός Πολυδούρη, ο τίτλος του έργου της Ρούλας Γεωργακοπούλου, συντοπίτισσας της ποιήτριας. Ρωτάω την Παππά αν συνεργάστηκε με τη συγγραφέα. Μου λέει: «Ήρθε σε πρόβα τη δεύτερη κιόλας εβδομάδα. Για μένα ήταν πάρα πολύ διαφωτιστική η συνάντηση μαζί της. Ήθελα να μάθω τον τρόπο που είχε σκεφτεί τον μονόλογο. Είναι πολύ χρήσιμο όταν ο συγγραφέας είναι εν ζωή. Από εκείνη τη στιγμή της συνάντησή μας ήρθα πολύ πιο κοντά στο κείμενο. Αμέσως θεώρησα ότι εξαρτάται πολύ από μένα και τον Θοδωρή Γκόνη να αποκωδικοποιήσουμε το κείμενο ώστε η αφήγησή μας για το πρόσωπο της Πολυδούρη να είναι καθαρή προς το κοινό».
Η Αθήνα απογοήτευσε την Πολυδούρη όταν ήρθε να σπουδάσει στη Νομική Σχολή για να μάθει να υπερασπίζεται άπορες γυναίκες, όπως έλεγε. Τη βρήκε πάρα πολύ συντηρητική. Μετά τον επεισοδιακό για τον ψυχισμό της έρωτα με τον ομότεχνό της Κώστα Καρυωτάκη παντρεύτηκε έναν πετυχημένο δικηγόρο, για να τον εγκαταλείψει σχεδόν αμέσως. Η Παππά αφηγείται: «Δεν νομίζω ότι ένιωθε πως ανήκε εκεί – είχε μια τάση προς την μποέμικη ζωή. Χώρισε κι έφυγε για το Παρίσι όπου αφέθηκε σε καταχρήσεις, ζούσε στα άκρα, με μια τάση αυτοκαταστροφής. Γύρισε στην Ελλάδα πάρα πολύ άρρωστη. Είχε φυματίωση, την ασθένεια των μελαγχολικών και των ευαίσθητων. Μπήκε στο Σωτηρία κι επειδή ήταν πολύ υπερήφανη, δεν δεχόταν καμία βοήθεια οικονομική, παρόλο που βρισκόταν σε απόλυτη ανέχεια. Ήταν πάρα πολύ υπερήφανος άνθρωπος και δεν ήθελε να φανεί ότι ήταν καταβεβλημένη. Το δωμάτιό της στο νοσοκομείο ήταν κέντρο διερχομένων, γιατί πάρα πολύς κόσμος ήθελε να τη γνωρίσει – είχε πολλούς θαυμαστές και πολλοί ήταν ερωτευμένοι μαζί της. Κάπνιζε κι έπινε, ενώ της είχαν πει ότι έπρεπε να κοιμάται και να μην πίνει καθόλου. Εκεί μέσα, πάντως, έγραψε τα πιο ουσιαστικά ποιήματά της».
Μπορεί η εποχή μας να την επανεκτιμήσει; «Οι ποιητές και οι συγγραφείς αφήνουν ένα έργο που ταξιδεύει στον χρόνο και κάνει κύκλους. Οπότε, η αξία του κάθε καλλιτεχνικού έργου επαναπροσδιορίζεται, κάτι που έχει να κάνει με τα ζητούμενα κάθε εποχής και την ανάγκη των δημιουργών κάθε φορά να αξιοποιήσουν το υλικό που ήδη έχει κατατεθεί».
Η παράσταση ελάχιστα φωτίζει τον θρυλικό έρωτα της Πολυδούρη με τον Καρυωτάκη. Πρόκειται για μια απόπειρα να απεγκλωβιστεί επιτέλους η ποιήτρια από την ταύτισή της με τον αυτόχειρα της Πρέβεζας; Ακούω την εξής εξήγηση: «Ήταν ζητούμενο. Είχαμε την πρόθεση να εμπεριέχεται ως αίσθηση παρά να υπογραμμίζεται, περισσότερο στο πλαίσιο της γενικότερης ματαίωσης της ζωής της, ότι ήταν κι αυτό ένα μεγάλο κομμάτι της. Πιστεύω ότι η γνωριμία της με τον Καρυωτάκη και το έργο του, ακριβώς επειδή είχαν την κοινή ανάγκη της ποίησης και πέρα από τον έρωτά τους, της αποκάλυψε έναν τρόπο ζωής που η ίδια επιθυμούσε να ακολουθήσει. Αυτή είναι η προσωπική μου εκτίμηση από την ανάγνωση των ποιημάτων της και την αυτοκαταστροφική, αλυσιδωτή εξέλιξη των γεγονότων της ζωής της, για την οποία στάθηκε αφορμή, μετά τους απανωτούς θανάτους και την ήδη βεβαρημένη ψυχολογική κατάσταση, ένας ανεκπλήρωτος έρωτας».
Μέσα στο σχεδόν μοντέρνο σκηνικό νοσοκομείου, μια νέα γυναίκα ντυμένη με ένα κομψό ολόσωμο μαγιό της δεκαετίας του '20 μιλάει κοιτάζοντας κατάματα το κοινό, ξεδιπλώνοντας μια «καταραμένη» ζωή που θα μπορούσε να ανήκει σε μια γυναίκα του σήμερα, και όχι απαραίτητα στην Μαρία Πολυδούρη. Η Ιωάννα Παππά καταλήγει:
«Όντως, το ρεαλιστικό κομμάτι δεν είναι σαφές. Είναι μη χώρος, μη χρόνος. Μία Μαρία Πολυδούρη που μπορεί να είναι λίγο πριν από τον θάνατό της αλλά και να έχει ήδη πεθάνει και να κάνει μετά από λίγα χρόνια απολογισμό, κοιτώντας προς τα πίσω με ψυχραιμία. Κι ένας μονόλογος είναι μια δύσκολη διαδικασία, πολύ μοναχικός δρόμος. Απαιτεί καθ' ολοκληρίαν τον εαυτό σου, από τον οποίο πρέπει να αντλήσεις το καλύτερο στη διαδικασία των προβών και να φτάσεις σε ένα αποτέλεσμα που να μπορείς να υποστηρίξεις μπροστά στο κοινό με αυτοπεποίθηση και τόλμη».
σχόλια