ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΡΗΝΗ έρχεται το σίλφιο και δέρματα, από τον Ελλήσποντο σκουμπρί και κάθε είδους παστό ψάρι, από τη Θεσσαλία χόνδρος και βοδινά παΐδια... γουρούνια και τυρί από τις Συρακούσες, από την Αίγυπτο καραβόπανα και πάπυρος, από τη Συρία λιβάνι, από την Κρήτη κυπαρίσσι, ελεφαντοστούν από τη Λιβύη, από τη Ρόδο σταφίδες και σύκα, από την Εύβοια αχλάδια και μήλα, από τη Φρυγία σκλάβοι, από την Αρκαδία μισθοφόροι, δούλοι από τις Παγασές, βαλανίδια και αμύγδαλα από την Παφλαγονία, χουρμάδες και σιμιγδάλι από τη Φοινίκη, χαλιά και πολύχρωμα μαξιλάρια από την Καρχηδόνα» Ερμίππου Φορμοφόροι (Αθήναιος Δειπν. 1.27 e-f).
Χρώματα, εικόνες, ήχοι, φωνές, μυρωδιές και κίνηση. Αγκυροβόλια και κατάρτια. Φόρτωμα και ξεφόρτωμα. Άνθρωποι, εμπορεύματα, συναλλαγές, δείγματα, αγοραπωλησίες.
Ο κόσμος του λιμανιού, του μεγαλύτερου εμπορικού και ναυτιλιακού κέντρου της Μεσογείου τον 5ο αι. π.Χ., του Πειραιά.
Κοντά στις γραμμές του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, λίγο πριν από το τέρμα του και στη σημερινή είσοδο του Πειραιά για κάποιον που έρχεται από την Αθήνα σώζονται και εντυπωσιάζουν για το μέγεθός τους οι δύο κύριες πύλες της οχύρωσης.
Εκεί, στην «αντικρινή στεριά», ετυμολογία του τοπωνυμίου από την αρχαιότητα, πέρα από το έλος των προσχώσεων των ποταμών Κηφισού και Ιλισσού, στην άγονη και πετρώδη πειραϊκή χερσόνησο όπου λίγοι και φτωχοί γεωργοί καλλιεργούσαν στις πλαγιές της Μουνιχίας (Καστέλλας) με το οχυρωμένο ιερό της Μουνιχίας Αρτέμιδος και ψαράδες άπλωναν τα δίχτυα τους στις ακτές της Ζέας, χρειάστηκε ένα όραμα κι ένα φωτισμένο μυαλό για να αλλάξει η Ιστορία.
Ο Θεμιστοκλής (493 π.Χ.), αναγνωρίζοντας την πλεονεκτική γεωγραφική θέση της πειραϊκής χερσονήσου με τα τρία φυσικά λιμάνια, αποφάσισε να ιδρύσει εκεί το επίνειο της Αθήνας, αφήνοντας το έως τότε λιμάνι του Φαλήρου. Ο Πειραιάς διαθέτει ένα ωραίο και μεγάλο λιμάνι, τον Κάνθαρο ή Μέγα λιμένα (κεντρικό λιμάνι), πρόσφορο για τις εμπορικές δραστηριότητες και σε θέση συνάντησης των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων της Μεσογείου, σε κοντινή απόσταση από την Αθήνα. Διαθέτει και δύο μικρότερα λιμάνια, της Ζέας (Πασαλιμάνι) και της Μουνιχίας (Τουρκολίμανο), ικανά να προσφέρουν αμυντική ασφάλεια στο μεγάλο λιμάνι.
Η απόφαση ήταν καθοριστική: η Αθήνα «ανοίγεται» στη θάλασσα, γεννιέται μια νέα πόλη, ο Πειραιάς, και δημιουργείται η μεγάλη ναυτική αυτοκρατορία. Τρεις στάθηκαν οι βασικοί άξονες ίδρυσης της πόλης: οχυρώσεις-ναύσταθμος-εμπόριον. Η ισχύς της αθηναϊκής ναυτικής ηγεμονίας.
Αμέσως μετά τα Μηδικά ξεκινά η κατασκευή της οχύρωσης (493 π.Χ.), ενός έργου που προκαλούσε εντύπωση στον εισερχόμενο μέσω της Αμαξιτής οδού ή διαμέσου του διαδρόμου των Μακρών Τειχών (458/7 έως 446/5 π.Χ.) ή σε κάποιον που προσέγγιζε τον Πειραιά από τη θάλασσα.
Κοντά στις γραμμές του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, λίγο πριν από το τέρμα του και στη σημερινή είσοδο του Πειραιά για κάποιον που έρχεται από την Αθήνα σώζονται και εντυπωσιάζουν για το μέγεθός τους οι δύο κύριες πύλες της οχύρωσης. Η πύλη που κατασκευάστηκε πρώτη, ο Αστικός Πυλών (493 π.Χ.), περικλείεται από τις οδούς Πύλης, Ομηρίδου Σκυλίτση και Κολοκοτρώνη, και μέσα από αυτήν περνούσε η αμαξιτή οδός, ο κύριος δρόμος για την Αθήνα. Η πύλη προστατευόταν από πύργους, οι οποίοι αρχικά χτίστηκαν ωοειδείς αλλά μετατράπηκαν σε ορθογώνιους κατά την ανακατασκευή των τειχών από τον Κόνωνα το 394 π.Χ.
Τριάντα χρόνια μετά τη διάνοιξη της πρώτης πύλης κι αφού κατασκευάστηκε ο διάδρομος των Μακρών Τειχών και το διαμέσου τείχος που κτίστηκε από τον Περικλή, συνεχιστή της πολιτικής του Θεμιστοκλή και ηγέτη (446 π.Χ.), συνέδεσε την Αθήνα με το επίνειό της και μετέτρεψε τον Πειραιά σε απόρθητο φρούριο. Σε αυτό κατέφυγαν οι Αθηναίοι κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Έτσι, χρειάστηκε η διάνοιξη μιας δεύτερης πύλης: η πύλη διαμέσου των Μακρών Τειχών, που σήμερα βρίσκεται στα αριστερά του εισερχομένου στον Πειραιά, στις οδούς 34ου Συντάγματος Πεζικού και Ζαννή, μοιάζει με το αθηναϊκό Δίπυλο με μικρότερες διαστάσεις. Τις δύο πύλες συνδέει τμήμα του βόρειου τείχους στην οδό Κόδρου.
Η τρίτη πύλη της αρχαίας οχύρωσης που σώζεται και στέκεται επιβλητική κι αγέρωχη στη βορειοδυτική πλευρά του λιμανιού, στο αραξοβόλι των επιβατηγών καραβιών για την Κρήτη, σε φυσικό βραχώδες ύψωμα, στον λόφο Καστράκι της Δραπετσώνας, είναι η πύλη της Ηετιώνειας. Η πύλη, με δύο ισχυρούς κυκλικούς πύργους (αναστηλωμένους σήμερα) και βαθιά σκαμμένη στον βράχο τάφρο παράλληλα με το τείχος, ήλεγχε την είσοδο προς το λιμάνι και ταυτόχρονα το τείχος σφράγιζε τον προλιμένα. Με ένα στενό πέρασμα μόλις 1,5 μ. και το κενό βάθους 5 μ. της τάφρου, η πρόθεση για εισβολή στην πύλη απέβαινε μάταιη.
Στην Πειραϊκή διατηρείται το τείχος της ακτής με τους πύργους της κατασκευής του Κόνωνα το 394 π.Χ. Το θαλάσσιο τείχος τρέχει μαζί με τα δαντελωτά ακρογιάλια για 2,5 χλμ. και πολλοί από τους πύργους είναι αναστηλωμένοι. Το τείχος περιέκλειε ολόκληρη τη χερσόνησο στην ξηρά και τη θάλασσα μέχρι την είσοδο του λιμανιού, που έκλεινε με αλυσίδα.
Στη νοτιοανατολική πλευρά της χερσονήσου ο ναύσταθμος, το θεμέλιο της ναυτικής δύναμης της Αθήνας, αναπτύχθηκε κυρίως στα λιμάνια της Ζέας και της Μουνιχίας, που καλύφθηκαν από τους νεώσοικους, τα υπόστεγα των τριήρεων. Οι τριήρεις, το βασικό όπλο του στόλου, κατά τη διάρκεια του χειμώνα και σε περιόδους που δεν γίνονταν εκστρατείες, σύρονταν μέσα στους νεώσοικους. Ήταν υπόστεγα με ξύλινη δίρριχτη κοινή στέγη που χωρίζονταν με κιονοστοιχίες. Ανάμεσά τους υπήρχε κρηπίδα σκαλιστή στον βράχο ή κτιστή, με ξύλινο πάτωμα και αυλάκι για την καρίνα του πλοίου για την ανέλκυση και καθέλκυση.
«Ταυροπόλη δόκιμος και εντελής», «Θρασεία», «Λόγχη», «Στρατηγίς», «Κρατίστη», είναι μερικά από τα ονόματα των τριήρεων και η κατάσταση στην οποία βρισκόταν το πλοίο, σύμφωνα με τις επιγραφικές μαρτυρίες από τις ανασκαφές των νεώσοικων του ναύσταθμου. Λείψανα των νεώσοικων διατηρούνται σήμερα στη συμβολή των οδών Ακτή Μουτσοπούλου και Σηραγγείου στο Πασαλιμάνι, ενώ διακρίνονται τα ίχνη τους και μέσα στη θάλασσα, δίπλα στην προκυμαία, στο Πασαλιμάνι.
Το μεγαλειώδες κτίριο του ναύσταθμου, του οποίου σώζεται η βόρεια είσοδος (οδός Υψηλάντου 170), είναι η Σκευοθήκη του Φίλωνος. Το κτίριο ήταν μια τεράστια αποθήκη διαστάσεων 130x18 μ., με διπλή είσοδο στις δύο στενές πλευρές που χωρίζεται με διπλή πεσσοστοιχία σε τρία κλίτη. Εδώ αποθηκεύονταν τα κρεμαστά σκεύη (πανιά, σκοινιά, κάβοι) των τριήρεων. Η σκευοθήκη κατασκευάστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Φίλωνα Εξηκεστίδου από το 347/6 π.Χ. και ολοκληρώθηκε το 323/2 π.Χ. Το κτίριο θαυμάστηκε στην αρχαιότητα καταρχάς για τη λιτότητα και την αρμονία των αναλογιών του, αλλά κυρίως για την αίσθηση της δημοκρατικής διαφάνειας, μια και το κεντρικό κλίτος χρησίμευε ως διάδρομος ώστε κάθε πολίτης να μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιθεωρεί το περιεχόμενο του ναύσταθμου.
Ο πολεοδομικός σχεδιασμός της νέας πόλης ανατέθηκε στον Ιππόδαμο τον Μιλήσιο που, με βάση την εφαρμογή της πυθαγόρειας θεωρίας των αριθμών στη χάραξη των δρόμων και των ελεύθερων χώρων, την οριοθέτηση των λειτουργιών, την ίση κατάτμηση των κλήρων και την ομοιομορφία των κατοικιών, πέτυχε την εξιδανίκευση του αστικού τοπίου (470-460 π.Χ). Οι κάτοικοι ζούσαν σε μια πόλη με ευθύγραμμους δρόμους και κεντρικές πλατείες, με δημόσια κτίρια και ναούς και σπίτια ομοιόμορφα. Η ύδρευση επιτυγχανόταν μέσω συστήματος δεξαμενών, το ίδιο και η αποχέτευση κατά μήκος των δρόμων. Οι αρχές της ισονομίας και της ισοπολιτείας ήταν η ίδια η πόλη. Στο κέντρο του Πειραιά σώζονται σήμερα δύο αρχαία οικοδομικά τετράγωνα επί της οδού Ηρώων Πολυτεχνείου και στην πλατεία Τερψιθέας. Τα ιερά, οι αγορές και το Διονυσιακό Θέατρο της πόλης δεν σώζονται σήμερα. Σώζεται όμως το ελληνιστικό θεατράκι της Ζέας πλάι στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά.
Το λιμάνι εφοδιάζει την Αθήνα με τα βασικά συστατικά της ύπαρξής της: σιτάρι για τη διατροφή του πληθυσμού, ξυλεία για την κατασκευή των πλοίων, μεταλλεύματα και δούλους.
Καθημερινά ξεφορτώνονται τουλάχιστον έξι μεγάλα πλοία φορτωμένα σιτάρι στη μεγάλη αποβάθρα του Εμπορίου, το «Χώμα», ενώ η αποθήκευση και η διακίνηση του μεγαλύτερου σε αξία και όγκο είδους, των σιτηρών, γινόταν στη Μακρά Στοά ή Αλφιτοπώλιδα (θεμέλιο της οποίας αποκαλύφθηκε στη συμβολή των οδών Ακτή Ποσειδώνος και Γούναρη), τη μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες πέντε στοές που κύκλωναν το λιμάνι.
Απέναντι στον μεγάλο μόλο, το «Διάζευγμα», βρισκόταν το «Δείγμα», όπου δειγμάτιζαν τα εμπορεύματα υπό την «επίβλεψη» του αγάλματος του Ποσειδώνα. Εκεί ήταν στημένες και οι στήλες με τους νόμους που σχετίζονταν με το εμπόριο. Εκεί γίνονταν οι τραπεζικές συναλλαγές. Αυτή ήταν η εμπορική ζώνη του λιμανιού, το Εμπόριον. Στον Πειραιά ασκούσαν τα καθήκοντά τους και οι μισοί από τους αγορανόμους, αστυνόμους, μετρονόμους και σιτοφύλακες που όριζε η Αθήνα.
Λάδι, κρασί, ήλεκτρο, ελεφαντόδοντο, υφάσματα, αρώματα, πρώτες ύλες. Εισαγωγές-εξαγωγές. Πλούτος. Ο πληθυσμός αυξήθηκε γοργά, άνθρωποι απ' όλο τον τότε γνωστό κόσμο συρρέουν στον Πειραιά. Έμποροι, μέτοικοι και ξένοι, ναυτικοί, πλοιοκτήτες, τεχνίτες, δούλοι και κωπηλάτες αποτελούν το πολύχρωμο μωσαϊκό του πληθυσμού που κινείται στο λιμάνι. Η δραστηριότητά τους συνδέεται με το εμπόριο και τον ναύσταθμο. Οι επιγραφές των επιτύμβιων σημάτων του Μουσείου Πειραιά μαρτυρούν την καταγωγή τους: Φοινίκη, Κύπρος, Πόντος, νησιά, ανατολική Μεσόγειος, μικρασιατικά παράλια, Θράκη. Η ευμάρεια φαίνεται από την πολυτέλεια των μνημείων, όπως του Ιστριανού μετοίκου Νικηράτου Πολυξένου και του γιου του. Η κοινωνία του λιμανιού είναι ιδιόμορφη, ξένοι και μόνιμα εγκατεστημένοι συνδιαλέγονται. Οι επιρροές είναι εμφανείς, ακόμη και στην ανοχή και συμμετοχή στις ξένες λατρείες και γιορτές. Η κοινωνία του Πειραιά είναι πολυπολιτισμική, προοδευτική και δημοκρατική.
Ο Πειραιάς αποτέλεσε το κέντρο του μεσογειακού εμπορίου και ταυτόχρονα στρατιωτικό κέντρο της αθηναϊκής ναυτικής δύναμης για παραπάνω από έναν αιώνα. Η παρακμή του ξεκινά ήδη από τα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας. Η καταστροφή του έρχεται από τον Σύλλα το 86 π.Χ. Προσπάθειες αναγέννησης του επίνειου έγιναν τόσο από τον Καίσαρα και τον Αύγουστο, αλλά κυρίως από τον Αδριανό και τη δυναστεία των Αντωνίνων (2ος αι. μ.Χ.). Στα μεταβυζαντινά χρόνια, εκτός από τη Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα, το Τελωνείο και ένα μόνο σπίτι, το μεγάλο ταφικό λιοντάρι (σήμερα στη Βενετία) που βρίσκεται στην είσοδο του λιμανιού δίνει το όνομά του στον Πειραιά: Πόρτο Λεόνε ή Πόρτο Δράκο.
Η Ιστορία της Αθήνας και του Πειραιά είναι κοινή, οι πόλεις συνδέονται και συμπορεύονται, δημιουργούν, ακμάζουν - παρακμάζουν και, προπαντός, χαράσσουν την Ιστορία της ανθρωπότητας.
ΠΗΓΕΣ
Παπαχατζής Ν.Δ., Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις - Αττικά, Εκδοτική Αθηνών, 1994 / Σταϊνχάουερ Γ., Τα μνημεία και το Αρχαιολογικό Μουσείο του Πειραιά, Εκδόσεις Τουμπής-ΤΑΠ, 1998 / Σταϊνχάουερ Γ., Μαλικούτη Μ., Τσοκόπουλος Β., Πειραιάς: Κέντρο ναυτιλίας και πολιτισμού, Εκδόσεις Έφεσος, 2000
σχόλια