Ο ΣΟΛΩΝ ΚΑΙ Ο ΧΡΥΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ χάρισαν στην Αθήνα το δώρο της δοξαστικής αθανασίας μαζί με την άδικη λήθη όσων σπουδαίων αιώνων προηγήθηκαν. Γιατί οκτακόσια χρόνια πριν από την ανέγερση του Παρθενώνα, η Αθήνα ήταν ήδη ένα ισχυρό βασίλειο και η Ακρόπολη ο τόπος κατοικίας του πρώτου άνακτα και της δυναστείας του, αν πιστέψουμε τη δική της μυθολογία και τα ευρήματα των ανασκαφών.
Η αθηναϊκή γενεαλογία των βασιλέων ξεκινά με τον μυθικό Κέκροπα, που η ελληνιστική γραμματεία τοποθετούσε τον 16ο αιώνα π.Χ., δηλαδή την εποχή της εκρηκτικής εμφάνισης των πρώτων Μυκηναίων ηγεμόνων της Πελοποννήσου. Η πεποίθηση των αρχαίων Αθηναίων για τη διφυή μορφή του πρώτου βασιλιά τους, που ήταν μισός άνθρωπος και μισός φίδι, φανερώνει τον βαθμό της φαντασίας με την οποία έντυσαν τη γέννηση ενός έθνους και αποτρέπει κάθε διάθεσή μας να την πάρουμε στα σοβαρά.
Τα ίχνη των λαξευμάτων που εντοπίστηκαν στον βράχο μεταξύ του Ερεχθείου και του Παρθενώνα φανερώνουν τις τροχιές ορισμένων τοίχων που θα συγκρατούσαν την εξέδρα του μυκηναϊκού μεγάρου ή, κατ’ άλλους, του ίδιου του ανακτόρου.
Γύρω στο 1400 π.Χ., σύμφωνα με την αθηναϊκή γενεαλογία, βασιλιάς ήταν ο Ερεχθέας, προπάππους του Αιγέα. Ήταν γνωστός για τη θυσία μιας κόρης του (κατόπιν χρησμού βεβαίως) προκειμένου να εξασφαλίσει τη νίκη στον πόλεμο με τους Ελευσίνιους. Αυτός καθιέρωσε τη λατρεία της Αθηνάς, μετονόμασε την πόλη από Κεκροπία σε Αθήνα και ίδρυσε τα Παναθήναια. Η μεταγενέστερη γραμματεία τον τίμησε με πάμπολλες αναφορές, η πόλη τον περιέλαβε στους επώνυμους ήρωές της, ο δήμος του έστησε ανδριάντα χίλια χρόνια μετά, ενώ μια χαμένη σήμερα τραγωδία του Ευριπίδη φέρεται να τον είχε για κεντρικό της ήρωα.
Οι ανασκαφικές έρευνες στην Ακρόπολη μεταξύ των ετών 1885-1890 από τους Παναγή Καββαδία και Georg Kawerau, καθώς και τα σκάμματα της δεκαετίας του 1950 που ανοίχτηκαν για την επέκταση του Μουσείου της Ακρόπολης, αποκάλυψαν, μεταξύ άλλων, έναν μεγάλο αριθμό θραυσμένων λειψάνων της Mυκηναϊκής Eποχής (1600-1075 π.Χ.). Τα πολύτιμα, όσο και αποσπασματικά ευρήματα, υποδεικνύουν ότι από το 1400 ως το 1200 π.Χ. στην κορυφή του βράχου βρισκόταν εγκατεστημένη η διοικητική ελίτ της πόλης, οι συνοικίες της οποίας πρέπει να εκτείνονταν από τον σταθμό του Μοναστηρακίου στον βορρά ως την αρχή του Κουκακίου στον Νότο. Τα ίχνη των λαξευμάτων που εντοπίστηκαν στον βράχο μεταξύ του Ερεχθείου και του Παρθενώνα φανερώνουν τις τροχιές ορισμένων τοίχων που θα συγκρατούσαν την εξέδρα του μυκηναϊκού μεγάρου ή, κατ’ άλλους, του ίδιου του ανακτόρου.
Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά από την πρώτη γενιά των ηγεμόνων της Ακρόπολης, καθώς τα περισσότερα σωζόμενα λείψανα αφορούν τους μεταγενέστερους μυκηναϊκούς αιώνες (1350-1200 π.Χ.), όταν ο Βράχος περιτειχίστηκε με κυκλώπειο τρόπο και διαμορφώθηκε το βαθύ πηγάδι με τη χτιστή σκάλα στη βόρεια κλιτύ. Από τα χρόνια γύρω στο 1400 π.Χ. μπορούμε να στοιχειοθετήσουμε λιγοστές ιστορίες που προκύπτουν από τα σποραδικά ευρήματα του Βράχου, καθώς και από δύο ξεχωριστούς τάφους. Ιστορίες πλούτου, κύρους, ισχύος και ομορφιάς ορισμένων ανώνυμων ανθρώπων που θα είχαν διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στις μέρες τους.
Το χρυσό «Δαχτυλίδι του Θησέα»
Το χρυσό σφραγιστικό «Δαχτυλίδι του Θησέα» (αρ. ευρ. ΕΑΜ 19356) παραδόθηκε από την τελευταία κάτοχό του στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο το 2004. Αναφέρεται ότι βρέθηκε τη δεκαετία του 1950 στην περιοχή των Αναφιώτικων, όπου απορρίπτονταν χωρίς τάξη τα μπάζα της επέκτασης του Μουσείου Ακροπόλεως, και δεν έχει εκτεθεί ακόμα στο ελληνικό κοινό. Αν η μαρτυρία είναι αληθινή, τότε αυτό το πολύτιμο δαχτυλίδι, που χρονολογείται τα χρόνια λίγο πριν από το 1400 π.Χ., αποτελεί ένα πολύτιμο προσωπικό αντικείμενο ενός άνδρα ή μιας γυναίκας που θα ανήκε στην πρώτη ηγεμονική γενιά της μυκηναϊκής Αθήνας. Στη σφραγιστική επιφάνεια του δαχτυλιδιού απεικονίζεται σκηνή ταυροκαθαψίων, με τον άλτη να πηδάει πάνω από τον ταύρο. Την παράσταση πλαισιώνουν καθιστό λιοντάρι και δέντρο, κατά το συνήθειο των Μυκηναίων καλλιτεχνών να μην αφήνουν κενά. Η απεικόνιση των ταυροκαθαψίων, ενός αθλήματος των πανίσχυρων ανακτόρων της μινωικής Κρήτης, σε ένα αντικείμενο κύρους του Αθηναίου βασιλιά (ή της συζύγου του) σφραγίζει τη διαδοχή ενός παλαιότερου και εγνωσμένου συμβόλου διάκρισης από τους νέους άρχοντες.
Επιπλέον, το «Δαχτυλίδι του Θησέα», καθώς και ένα σύγχρονο θραύσμα λίθινου αγγείου με το ίδιο θέμα πάλι από την Ακρόπολη, αναβιώνουν με έναν αναπάντεχο τρόπο τη σύνδεση του μύθου με τα αρχαιολογικά ευρήματα. Σύμφωνα με την παράδοση της πόλης, ο πρώτος βασιλιάς-συνοικιστής, ο Θησέας (τρισέγγονος του βασιλιά Ερεχθέα), καθυπόταξε την άγρια δύναμη του Μινώταυρου και του πανίσχυρου βασιλιά Μίνωα της Κρήτης και απελευθέρωσε μια για πάντα την υποταγμένη Αθήνα. Η υιοθέτηση του θέματος αυτού σε ένα βασιλικό δαχτυλίδι της πρώτης αθηναϊκής ελίτ –αν δεν είναι απολύτως συμπτωματική– συνδέει νοηματικά τη γέννηση της συντεταγμένης πόλης της Αθήνας με την κατάργηση της υπερπόντιας εξάρτησης και με την αρπαγή ενός πανάρχαιου μινωικού συμβόλου.
Η «Κυρά της Αγοράς»
Το 1939, στη διάρκεια της ανασκαφής της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αρχαία Αγορά, βρέθηκε ένας λαξευτός μυκηναϊκός τάφος που κανείς δεν είχε πειράξει για 34 αιώνες.
Στον υπόγειο θάλαμό του, που ήταν μεγάλος σαν δωμάτιο, βρέθηκαν τα κατάλοιπα της ταφής μιας πλούσιας Αθηναίας. Για άγνωστο λόγο η σορός της είχε αφαιρεθεί από την αρχαιότητα, αλλά τα περισσότερα κτερίσματα έμειναν στη θέση τους. Σε αυτά περιλαμβάνονταν μεγάλοι ζωγραφιστοί αμφορείς από τα καλύτερα κεραμικά εργαστήρια της Αθήνας, ένας οξυπύθμενος αμφορέας που είχε ταξιδέψει από τη Συροπαλαιστίνη, μυροδοχεία του πιο διακοσμημένου μυκηναϊκού ρυθμού και ορισμένα έξοχα έργα μικροτεχνίας: μια κυλινδρική κοσμηματοθήκη από ελεφαντοστό με ανάγλυφους γρύπες που επιτίθενται σε ελάφι, μια όμοια μικρότερη με ανάγλυφους αργοναύτες, τρεις οστέινες περόνες για να στηρίζουν τα μαλλιά και τα ρούχα της, ένα χάλκινο λυχνάρι για να βλέπει στο σκοτάδι κι ένας καθρέφτης για να αποτυπώνει την ομορφιά της στον αιώνα. Τα σχεδόν 100 διακοσμητικά φύλλα χρυσού σε σχήμα ρόδακα και κρινοπάπυρου θα ήταν ραμμένα στα ακριβά της ρούχα. Η «Κυρά της Αγοράς» φαίνεται πως έζησε και πέθανε τα χρόνια γύρω από το 1400 π.Χ. και τιμήθηκε την ώρα της ταφής ως πλούσια και όμορφη από εκείνους που τη φρόντισαν.
Η «Κυρά του Κουκακίου»
Ο πρώτος μυκηναϊκός θαλαμωτός τάφος που βρέθηκε ποτέ στην Αθήνα εντοπίστηκε το 1930 στην οδό Αγλαύρου στο Κουκάκι, κατά τη διάρκεια εκσκαφικών εργασιών θεμελίωσης οικοδομής.
Αν και συλήθηκε και καταστράφηκε από τους εργάτες του συνεργείου, ορισμένα ευρήματά του διασώθηκαν και κατέληξαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα περισσότερα από αυτά μελετήθηκαν τη δεκαετία του 1970, ωστόσο τέσσερα χάλκινα αντικείμενα εντοπίστηκαν και παρουσιάστηκαν το 2010, εγείροντας για πρώτη φορά το ζήτημα της ερμηνείας της ενοίκου του τάφου, που έμεινε αφανής για 34 αιώνες. Ελλείψει σκελετικών καταλοίπων, τα ίδια τα κτερίσματα σκιαγραφούν το πορτρέτο μιας ακόμη γυναίκας, διακεκριμένης και κομψής, στην οποία δωρήθηκαν οκτώ χρυσά φύλλα σε σχήμα ρόδακα που ήσαν ραμμένα στα ρούχα της, χρυσές χάντρες διαφόρων σχημάτων, ένα χρυσό δαχτυλίδι, ένας σφραγιδόλιθος με παράσταση λιονταριού και τέσσερα χάλκινα εργαλεία καλλωπισμού: ένα μαχαιράκι, ένα ζεύγος τριχολαβίδων (τα σημερινά τσιμπιδάκια), ένα ξυράφι κι ένας καθρέφτης. Η «Κυρά του Κουκακίου» έζησε και πέθανε στα χρόνια γύρω από το 1400 π.Χ. και τιμήθηκε την ώρα της ταφής ως πλούσια και όμορφη από εκείνους που τη φρόντισαν.
Η «Κυρά της Αγοράς», η «Κυρά του Κουκακίου» και ο κάτοχος του «Δαχτυλιδιού του Θησέα» έζησαν πριν από 34 αιώνες στην Αθήνα και, όπως φαίνεται, γνωρίζονταν μεταξύ τους. Ήσαν μέλη της πρώτης γενιάς της μυκηναϊκής ελίτ της πόλης, αλλά πιθανότατα διέμεναν σε διαφορετικές γειτονιές. Η «Κυρά της Αγοράς» πρέπει να κυκλοφορούσε στην Ακρόπολη, όπως και ο άνθρωπος του δαχτυλιδιού. Η «Κυρά του Κουκακίου» πιθανότατα διέμενε στον «οικισμό του Ιλισσού», όπως ονομάστηκε η θέση με τα κατάλοιπα των μυκηναϊκών σπιτιών στη δυτική όχθη του ρέματος, κάτω από το σημερινό Κουκάκι. Οι δύο γυναίκες ήσαν οι Ωραίες των Αθηνών, που έζησαν και θάφτηκαν η μία στη βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης και η άλλη στη νότια, με το μέγαρο στη μέση να τις χωρίζει και το πολύτιμο δαχτυλίδι να μαγνητίζει το ερεθισμένο βλέμμα τους κάθε φορά που κινούνταν μπροστά τους φορεμένο από τον άρχοντα ή την πρώτη κυρία του Βράχου
ΠΗΓΕΣ
Ιακωβίδης Σ.Ε., Η μυκηναϊκή Ακρόπολις των Αθηνών, Αθήνα, 1962 / Immerwahr S.A., Early burials from the Agora Cemeteries, Princeton, New Jersey 1973, σ. 6-10 / Papazoglou-Manioudaki L., «The Gold Ring said to be from the Acropolis of Athens», στο Δανιηλίδου Δ. (επιμ.), ΔΩΡΟΝ, Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Σπύρο Ιακωβίδη, Αθήνα 2009, σ. 581-598 / Paschalidis C., «Reflections of eternal beauty. The unpublished context of a wealthy female burial from Koukaki, Athens and the occurrence of mirrors in mycenaean tombs», στο Nosch M.-L., Laffineur R. (επιμ.) / KOSMOS. Jewellery, adornment and textiles in the Aegean Bronze Age, Proceedings of the 13th International Aegean Conference, University of Copenhagen, Danish National Research Foundations’ Centre for Textile Research, 21-26 April 2010 (AEGAEUM 33), Liège 2012, σ. 547-557 & σ. 139-141
σχόλια