Ίσως να ήταν η μυθιστορηματική αίθουσα του Ωνάσειου Ιδρύματος –ποτισμένη από τις αναμνήσεις, τα πολύτιμα αντικείμενα, τους εμβληματικούς πίνακες και τα βιβλία του Αριστοτέλη Ωνάση–, ίσως να ήταν η ίδια η φιγούρα του Πολ Όστερ, επιβλητική, ψηλή, με μια αύρα που κάλυπτε τον χώρο. Ίσως, πάλι, να έφταιγε η μπαρόκ εικόνα και άρθρωσή του: ένας παραπάνω τονισμός στα σύμφωνα και ένα ελαφρύ ψεύδισμα τον έκαναν να βγαίνει από κάποιο από τα βιβλία του. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι τη μορφή του διάσημου συγγραφέα που βρίσκεται αυτές τις ώρες στη χώρα μας δεν την ξεχνάς ποτέ. Ο Πολ Όστερ από κοντά είναι αυτός ακριβώς που έχεις φανταστεί: μια μυθιστορηματική φιγούρα που δεν θα παρασυρθεί σε καθημερινές αστειότητες για να σπάσει ο πάγος, ένας καθόλου μέσος άνθρωπος, παρότι απόλυτα κουλ, που επιβεβαιώνει με κάθε του μελετημένη φράση την προσωπική του μυθιστορία, ένας συγγραφέας που θα συνεχίσεις να έχεις για πάντα στο προσωπικό σου εικονοστάσι – και ακόμη περισσότερο όταν τον γνωρίζεις από κοντά. Λέει λιγότερα απ’ όσα κρύβει, κι αυτό φαίνεται όταν μιλάει για πράγματα που τον εξοργίζουν ή τον θαμπώνουν, χωρίς να αλλάζει στο παραμικρό τον τόνο της φωνής του. Φαίνεται εντυπωσιασμένος από την άφιξή του στην Ελλάδα, αλλά θα το καταλάβεις μόνο από τον τρόπο που θα δείξει το ενδιαφέρον του για τα βιβλία που στολίζουν τη βιβλιοθήκη του Ωνάσειου Ιδρύματος, ενώ δείχνει ενθουσιασμό με τις αναφορές στον Ρήγα ή την Ελληνική Νομαρχία κατά την ξενάγηση που του κάνει στα άδυτα του Ωνάση η εκτελεστική αντιδιευθύντρια της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών, Αφροδίτη Παναγιωτάκου.
Ο Πολ Όστερ δηλώνει, με κάποια αμηχανία, ότι είναι η πρώτη φορά που έρχεται στη χώρα μας – μάλλον δεν μπορεί να το πιστέψει ούτε ο ίδιος. Δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω για τη γνωστή υπόθεση με τη γείτονα χώρα που τον κήρυξε «ανεπιθύμητο» και δείχνει ιδιαίτερα εξοργισμένος με τον Ερντογάν, τον οποίο αποκαλεί «μικρό Πούτιν». «Ξέροντας από Τούρκους που μένουν στη Νέα Υόρκη ότι υπάρχει λογοκρισία στη χώρα, είχα αρνηθεί τότε να μιλήσω σε ένα κανάλι που ξέρω ότι ελέγχεται από την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα κάποιοι δημοσιογράφοι από μια άλλη εφημερίδα να θελήσουν να μάθουν το γιατί. Κι αυτό που είπα ήταν κάτι γνωστό τοις πάσι: ότι κάθε μέρα στην Τουρκία φυλακίζονται πολλά άτομα που τολμούν να εκφράσουν την αντίρρησή τους στο καθεστώς. Γι’ αυτό τον λόγο δεν θα ήθελα ποτέ να επισκεφθώ την Τουρκία, επειδή ξέρω ότι επικρατεί ανελευθερία. Και τότε ο Ερντογάν ήταν που έβγαλε μια ανακοίνωση στην οποία με αποκαλούσε “αδαή” και σε μια απίστευτη συνωμοσιολογική εκδοχή με συνέδεε με όλους τους ηγέτες της Ευρώπης που υποτίθεται ότι είναι φίλοι μου και σκοπό έχουν να τον εξοντώσουν».
«Στην Αμερική στην ηλικία των 65 σε θεωρούν τελειωμένο, αν και ευτυχώς οι σπουδαίοι λογοτέχνες καταθέτουν ακόμη έργο, παρότι έχουν περάσει τα 70 – από τον φίλο μου τον Ντελίλο έως τον Ροθ».
Όλα αυτά βέβαια, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Όστερ, δεν θα είχαν καμία σημασία, αν δεν συνέβαιναν την ημέρα των γενεθλίων, του πριν από δύο χρόνια –«όταν έκλεινα τα 65»–, αφού η ηλικία είναι κάτι που τον απασχολεί τελευταία. «Στην Αμερική σε αυτή την ηλικία σε θεωρούν τελειωμένο, αν και ευτυχώς οι σπουδαίοι λογοτέχνες καταθέτουν ακόμη έργο, παρότι έχουν περάσει τα 70 – από τον φίλο μου τον Ντελίλο έως τον Ροθ». Ο ίδιος ομολογεί ότι έχει ήδη στα σκαριά ένα τεράστιο μυθιστόρημα, για το οποίο δεν θέλει να μας αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά φαίνεται ότι το θεωρεί το magnum opus του. Τον ρωτάω αν το μέγεθος του νέου του μυθοπλαστικού πονήματος –και όχι αυτοβιογραφικού, όπως μας έχει συνηθίσει τελευταία– έχει να κάνει με την εμμονή του Μεγάλου Αμερικανικού Μυθιστορήματος, αλλά δεν συμφωνεί. «Ποτέ δεν είχα αυτή την εμμονή» μου λέει χαρακτηριστικά.
Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Τα πρώτα του κείμενα που έκαναν εντύπωση ήταν αυτοβιογραφικά και άκρως αλληγορικά, επηρεασμένα από την επίδραση των Γάλλων υπερρεαλιστών, τους οποίους μετέφραζε με μανία, αφού είχε ζήσει για ένα μεγάλο διάστημα στη Γαλλία. Όχι όπως όλοι ονειρεύονται αλλά βγάζοντάς τα πέρα με ελάχιστα χρήματα και γράφοντας σαν τρελός, κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, απομονωμένος από τον κόσμο. «Ήταν τότε που σκέφτηκα να τα παρατήσω» ομολογεί στη σχετική ερώτηση αν σκέφτηκε ποτέ ότι πήρε λάθος πορεία στη ζωή του που αποφάσισε να γίνει συγγραφέας. «Αλλά πάντα ήξερα ότι αυτό είναι η μοίρα μου. Παρότι οι γονείς μου δεν είχαν σχέση με τη γραφή ή το διάβασμα, εμένα κάτι με ωθούσε πάντα προς τα εκεί». Έδειξε να συμφωνεί μαζί μου «ότι ο συγγραφέας δεν επιλέγει να γίνει συγγραφέας, αλλά μάλλον τον έχουν επιλέξει γι’ αυτόν το ρόλο». Είναι κάτι που για τον Πολ Όστερ «δεν χωράει σε λέξεις, ούτε σε εξηγήσεις, αφού δεν μαθαίνεις μια τέχνη που θα σου αποφέρει χρήματα, δεν είναι απόφαση καριέρας – και, το κυριότερο, ξέρεις ότι απαιτεί θυσίες. Γι’ αυτό και φροντίζω να αποτρέπω όποιον με ρωτάει για το αν πρέπει να γίνει συγγραφέας. Συγγραφέας γίνεσαι όταν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, όταν ξέρεις ότι οποιαδήποτε άλλη σου απόπειρα πάλι θα σε κάνει να επιστρέψεις σε αυτό. Κι εγώ οφείλω να ομολογήσω ότι είμαι απόλυτα ευτυχής που μπόρεσα να το κάνω επάγγελμα, παρότι στη συγγραφή δεν ταιριάζει μια τέτοια λέξη».
Συγγραφέας γίνεσαι όταν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, όταν ξέρεις ότι οποιαδήποτε άλλη σου απόπειρα πάλι θα σε κάνει να επιστρέψεις σε αυτό. Κι εγώ οφείλω να ομολογήσω ότι είμαι απόλυτα ευτυχής που μπόρεσα να το κάνω επάγγελμα, παρότι στη συγγραφή δεν ταιριάζει μια τέτοια λέξη
Είναι κοινό μυστικό στον χώρο των υστερικών «οστερικών» τι τράβηξε για να τα καταφέρει: το ότι έγραφε στην αρχή με το ψευδώνυμο Πολ Μπέντζαμιν ιστορίες για το μπέιζμπολ, το οποίο κατά τα άλλα λατρεύει, για να βγάλει λεφτά (περιπέτειες που αφηγείται με τρόπο απολαυστικό στο Hand to Mouth). Ωστόσο, ο ίδιος επιμένει ότι τα βιβλία του δεν είναι αυτοβιογραφικά, κι είναι αλήθεια ότι η αλληγορία υπερτερεί ακόμα κι όταν κάποιος πρωταγωνιστής του, όπως συμβαίνει στην Τριλογία της Νέας Υόρκης, καταλήγει να ονομάζεται Πολ Όστερ. Το παιχνίδι της ταυτότητας είναι κυρίαρχο σε αυτή την περίπτωση, όπως και στα υπόλοιπα υπέροχα δυστοπικά που έγραφε τη δεκαετία του ’80, όπως το In the country of last things και το ονειρικό Moon Palace. «Περισσότερο θεωρώ τον εαυτό μου story teller παρά μυθιστοριογράφο. Δεν μου αρέσει να μου λένε ότι οι πρωταγωνιστές μου μοιάζουν με “εννοιολογικούς χαρακτήρες”, στοn βαθμό που αυτό που με ενδιαφέρει είναι να μπορούν να φαντάζουν απόλυτα αληθινοί. Και εκεί φαίνεται η ικανότητα του μυθιστοριογράφου: το να μπορεί να πείθει ότι η ιστορία του υπάρχει στ’ αλήθεια. Γι' αυτό είναι υπέροχα τα ανέκδοτα, γιατί πρέπει να πείσεις και να προκαλέσεις το γέλιο του άλλου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Αυτό είναι που πρέπει να καταφέρει κι ένας συγγραφέας». Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση είναι δύσκολο να διακρίνεις μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, αφού το φανταστικό μπορεί να μοιάζει πιο αληθινό και από το πραγματικό. «Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των παραμυθιών. Ένα παραμύθι, όσο απίθανο, τρομακτικό και υπερβολικό κι αν είναι πρέπει να πείσει ότι ισχύει στ’ αλήθεια, ότι οι περιπέτειές του συμβαίνουν πραγματικά στα μάτια των παιδιών, αλλά και των μεγάλων. Το πραγματικό είναι πάντα παραμυθένιο. Δείτε για παράδειγμα το Mr Vertigo» λέει ο Όστερ, θυμίζοντάς μας ένα από τα πιο όμορφα βιβλία του, όπου ο δωδεκάχρονος πρωταγωνιστής του μαθαίνει να περπατάει πάνω στο νερό και παρασύρεται από έναν επιβλητικό, μυστηριώδη και τρομακτικό άνδρα που του υπόσχεται ότι θα του μάθει να πετάει. Ίσως, από την άλλη, το συγκεκριμένο μυθιστόρημα να είναι μια αλληγορία για την ίδια την Αμερική του Μεσοπολέμου, λίγο πριν από το Κραχ, σε εποχές που οι λαμπερές εικόνες υπερτερούσαν. «Σήμερα στην Αμερική βρισκόμαστε στο χειρότερο σημείο από ποτέ. Οι μισοί κάτοικοι της χώρας έχουν περάσει στο στάδιο της παράνοιας και οι υπόλοιποι είναι σε τόσο χαμηλό διανοητικό επίπεδο, που το μόνο που μπορεί να περιμένεις είναι το χειρότερο. Δυστυχώς, ο Ομπάμα, ένας έξυπνος άνθρωπος με αντίληψη και όραμα για τη χώρα, θα την πληρώσει, αφού οι Ρεπουμπλικάνοι τον μισούν. Το έχω ξαναπεί: η λογική τους δεν διαφέρει από αυτή των τζιχαντιστών». Κι αυτή είναι η απτή πραγματικότητα για τον Πολ Όστερ, ο οποίος παραμένει ιδανικά αιθεροβάμων: «ένας συγγραφέας δεν μεγαλώνει ποτέ», αλλά παρεμβαίνει ως ενήλικας όποτε χρειαστεί, «παρότι επίσης δεν μπορεί να είναι κομματικά ή πολιτικά προσδιορισμένος, αφού βρίσκεται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας και δουλειά του είναι να ακυρώνει τις βεβαιότητες. Η σταλινοποίηση δεν ταιριάζει στη συγγραφή». Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας ξέρει να αφηγείται υπέροχες ιστορίες, να φτιάχνει ανατρεπτικές αφηγήσεις ακόμη και με ελάχιστες λέξεις, να μπαίνει στο μυαλό σου και να το τινάζει στον αέρα. Κι αυτό ο ακαταμάχητος κύριος Όστερ το καταφέρνει με το παραπάνω.
σχόλια