Όταν μπαίνεις σε ταξί εκεί γύρω στις πέντε τα ξημερώματα, στο μεταίχμιο δηλαδή της νυχτερινής με την πρωινή βάρδια, ο οδηγός είναι είτε στα τελειώματα των αντοχών του (και βαρεμένος) είτε δεν έχει ακόμα αίσθηση των αντοχών του αφού είναι αγουροξυπνημένος (και βαρεμένος επίσης). Γενικά προτιμότερος είναι αυτός που τελειώνει τη βάρδια - αν και όχι ασφαλέστερος, αφού είναι πιθανό να έχει πιει πιο πολύ από σένα για να τη βγάλει (πόσους καφέδες να πιεις στο φινάλε πριν υποκύψεις στον πειρασμό να τους ανακατέψεις με λίγο «σπίρτο», έτσι, για να συμπορευτείς με τις ξέσαλες στρατιές της νύχτας )... Τουλάχιστον όμως αυτός δεν σε αντιμετωπίζει σαν ρεμάλι -μπον βιβέρ ρεμάλι έστω- που πρέπει να ανεχτεί ενώ κάνει τη θλιβερή δουλειά του («διακομιστής σαρκίων εν αποσυνθέσει»), όπως ο πρωινός. Υπάρχει μια συνενοχή και μια οικειότητα - μια κοινή φαντασίωση ντόλτσε βίτας (πού τα 'πινες ρε μπαγάσα...), κι αν δεν παρασυρθεί σε παραμυθένιες αφηγήσεις με νυμφομανείς καλόγριες και άλλες τέτοιες ιστορίες για αγρίους (σαν τον ταξιτζή που μου έδειξε τις προάλλες φωτογραφία «θεάς που είχε πάρει πριν λίγο», στην οποία μπορούσες να διακρίνεις στο κάτω μέρος τα γράμματα που έδειχναν ότι την είχε τραβήξει από περιοδικό!)... μια χαρά. Μπήκα λοιπόν την περασμένη Παρασκευή σ' έναν ταξιτζή στα τελειώματά του (με κάθε έννοια), ο οποίος μου έφτιαξε τη διάθεση πάνω που πήγαινε να με πάρει από κάτω, εκείνη την ώρα που παραμονεύει η μνησικακία και που η αυτοκαταστροφική ευφορία πάει να γίνει αυτολύπηση (άλλο ένα άσκοπο ξενύχτι, κλαψ, κλαψ, λες και υπάρχει άλλο είδος ξενυχτιού)... «Έχεις σκεφτεί ρε φίλε πόσες πολλές λέξεις έχουμε στη γλώσσα μας για το μεθυσμένο;» με ρωτάει ξαφνικά. Και ξεκινά έτσι ένα brainstorm, ένα πινγκ πονγκ συνωνύμων που κράτησε σ' όλη τη διαδρομή Συντάγματος- Π. Φαλήρου: λιώμα, ντίρλα, τέζα, σκνίπα, πίτα, αλοιφή, σκουπίδι, γκολ, κόκαλο, λάσπη, λιάδα, χώμα, πτώμα, κουδούνι, κούρβουλο... Πρέπει να είχαμε βρει καμιά τριανταριά μέχρι να πληρώσω, κι αυτός δεν το έβαζε κάτω.
«Στάχτη!» τον άκουσα να μου φωνάζει από το τιμόνι ενώ προσπαθούσα να ξεκλειδώσω την εξώπορτα του σπιτιού...
Και δεν είχαμε πιάσει καν τις περιφράσεις και τους ευφημισμούς για το μεθύσι. Θυμάμαι κάποτε ένα φροντιστή της ΑΕΚ που έλεγε για τον Μίροσλαβ Οκόνσκι (Πολωνός παιχταράς με αδυναμία στη βότκα) ότι σε κάποιες προπονήσεις ήταν φανερό ότι «τελούσε εν πλήρει ευθυμία»... Ο ταρίφας αυτός πάντως δεν ήταν ο πρώτος που μου έχει ελαφρύνει τη διάθεση τέτοια ώρα που αρχίζει να βαραίνει το «τέταρτο» (ή δέκατο τέταρτο) ποτήρι, το ποτήρι της οργής που έλεγε κι ο Μπουτάρης σε μια συνέντευξή του - αυτό που ακολουθεί τα ποτήρια της χαλάρωσης, του κεφιού και της λήθης. Ένας συνάδελφός του μού είχε πει κάποτε το εξής ιδιοφυές και σουρεαλιστικό: «Σκέψου τι καλύτερα που θα ήταν να είχαμε λέει πρώτα το χανγκόβερ και τη φρίκη της επόμενης μέρας και μετά να ακολουθούσε το μεθύσι της χθεσινής νύχτας. Μια χαρά θα ήμασταν!» Ένας άλλος πάλι, πριν χρόνια, μου είχε εκμυστηρευτεί ότι όταν ήταν στην Αυστραλία επισκέφτηκε τους Ανώνυμους Αλκοολικούς, αλλά όταν κλήθηκε να συμπληρώσει το κλασικό εισαγωγικό τεστ διέγραψε απ' όλες τις ερωτήσεις τη λέξη «ποτό» και την αντικατέστησε με τη λέξη «γυναίκες», με συνέπεια να διαμορφωθεί το ερωτηματολόγιο ως εξής:
Χάνεις χρόνο από τη δουλειά σου εξαιτίας των γυναικών; Κάνουν οι γυναίκες τη ζωή σου στο σπίτι δυστυχισμένη; Επηρεάζουν οι γυναίκες τη φήμη σου; Έχεις νιώσει ποτέ ντροπή μετά από πολλές γυναίκες; Είχες ποτέ οικονομικές δυσκολίες εξαιτίας των γυναικών; Έχουν μειωθεί οι φιλοδοξίες σου εξαιτίας των γυναικών; Σου προκαλούν οι γυναίκες δυσκολίες στον ύπνο; Θέτουν οι γυναίκες σε κίνδυνο την επαγγελματική σου σταδιοδρομία; Είχες ποτέ απώλεια μνήμης εξαιτίας των γυναικών; Έχεις νοσηλευτεί ποτέ σε νοσοκομείο ή ίδρυμα εξαιτίας των γυναικών;
Εντάξει, εντάξει, ξέρω (εκ πείρας δυστυχώς) ότι το ζήτημα δεν είναι αστείο. Ξέρω επίσης ότι το πραγματικό λιώμα δεν περιλαμβάνει ούτε χαρά ούτε χαβαλέ. Ως λαός μπορεί να μην πίνουμε με τον βάναυσο και απελπισμένο τρόπο που πίνουν οι Βρετανοί π.χ., αλλά το 'χουμε το θέμα μας με το ποτό. Υποτίθεται ότι γύρω στους 1.200.000 (σύμφωνα με πρόσφατη σχετική μελέτη) έχουν «πρόβλημα» με το αλκοόλ, με ιδιαίτερη έξαρση στους εφήβους. Αναρωτιέμαι αν διδάσκεται ακόμα στο μάθημα των Νέων Ελληνικών στο Γυμνάσιο το ποίημα του Βάρναλη Πάλι μεθυσμένος είσαι, που το διαβάζαμε στην τάξη και γελούσαμε με νόημα. Και τις Τρίτες το βράδυ, την ώρα που ο αδελφός μου κι ο πατέρας μου έβλεπαν το γουέστερν στην άλλη συσκευή, εγώ έβλεπα με τη μάνα μου το σίριαλ Επιστροφή στο Μπρέιντσχεντ (από το βιβλίο του Evelyn Waugh). Πολλά ψυχαναλυτικά συμπεράσματα μπορεί να εξαγάγει κανείς για το άτομό μου απ' αυτή την πληροφορία, το βέβαιο όμως είναι ότι κάπως έτσι πρέπει να άρχισε η έλξη προς το αλκοόλ, ενώ δηλαδή άκουγα στην τηλεόραση (το θυμάμαι σαν τώρα) τον αφηγητή/πρωταγωνιστή Τσαρλς (Τζέρεμι Άιρονς) να λέει:
«Με ρώτησε πάλι ο Σεμπάστιαν το πρωί "πρέπει να μεθάμε κάθε βράδυ;" Ναι, έτσι νομίζω του είπα. "Κι εγώ το ίδιο" μου είπε αυτός...»
σχόλια