Το διαμέρισμα της κ. Σκουμπουρδή στην οδό Ασκληπιού είναι ασφυκτικά γεμάτο με βιβλία, κυρίως Ιστορίας, και όλοι οι τοίχοι είναι καλυμμένοι από φωτογραφίες, πίνακες και αναμνηστικά που της θυμίζουν όλη της τη ζωή. Η κ. Σκουμπουρδή είναι ιστορικός τέχνης και ξεναγός με εμπειρία χρόνων και πλούσιο έργο. Είναι εκείνη που το 1982 θέσπισε τον θεσμό των «Δωρεάν Ξεναγήσεων», μαζί με το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων και το Σωματείο Ξεναγών, και εξακολουθεί να ασχολείται με τις δωρεάν ξεναγήσεις με τον ίδιο ενθουσιασμό.
Πάνω απ' όλα, όμως, είναι συγγραφέας με εξαιρετικές γνώσεις για την Αθήνα, με την οποία ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια. Η ιστορική και λαογραφική μελέτη της για την παλιά Αθήνα τής δίνει τη δυνατότητα να μιλάει γι' αυτήν για ώρες, αφηγούμενη ιστορίες που ακούγονται απίστευτες και αγγίζουν τα όρια του εξωφρενικού, αλλά είναι όλες αληθινές, γιατί έχει αναφορές με αποδείξεις για όλα αυτά τα απίστευτα που μας αναφέρει.
Από τα δέκα βιβλία που έχει γράψει (όλα για την Αθήνα, μεταξύ άλλων για την ιστορία, τα καφενεία και τα θέατρά της) τα εννιά είναι εξαντλημένα, ενώ το πιο πρόσφατο, το βιβλίο της για το Μοναστηράκι και την Πλάκα (εκδόσεις Πατάκη), είναι μια εξαντλητική μελέτη για την αρχαιότερη περιοχή της Ευρώπης που κατοικείται χωρίς διακοπή εδώ και 4.500 χρόνια, γραμμένη με έναν τρόπο ιδιαίτερα συναρπαστικό, ακριβώς όπως είναι και ο προφορικός λόγος της.
«Οι επιστήμονες, οι άνθρωποι που είχα την τιμή να το παρουσιάσουν, ο αείμνηστος Άγγελος Δεληβορριάς, ο Μανώλης Κορρές, η καθηγήτρια Λαογραφίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, Κατερίνα Κορρέ, και η διευθύντρια των Γενικών Αρχείων του Κράτους, η Μαριέττα Μινώτου, είπαν ότι πρέπει να διδαχτεί στα σχολεία, ότι είναι έργο αναφοράς» λέει περήφανα.
Είναι πολύ σημαντικό να πούμε ότι η Πλάκα είναι η αρχαιότερη γειτονιά του δυτικού πολιτισμού −εντοπίζουμε νεολιθικά ευρήματα, ενδείξεις κατοικιών και τάφων, τουλάχιστον το 4500 π.Χ.−, η οποία παρουσιάζει μια συνέχεια ζωής και λειτουργίας από τα νεολιθικά χρόνια έως τις μέρες μας.
«Η Ιστορία πρέπει να είναι γραμμένη με απλά λόγια, κατανοητά και να έχει και λίγο "σάλτσα", κανένα ανέκδοτο εποχής, καμιά ιστορία πιο ελαφριά, για να μην κουράζεις τον αναγνώστη με το ακαδημαϊκό μπλα μπλα. Ειδικά για τα νέα παιδιά, το βιβλίο πρέπει να είναι ευανάγνωστο για να τους τραβήξει το ενδιαφέρον, να μην απευθύνεται μόνο σε ιστορικούς και αρχαιολόγους, σε ειδήμονες, διότι αυτοί δεν το έχουν ανάγκη, έχουν τις δικές τους πηγές. Τα βιβλία μου θέλω να απευθύνονται στο ευρύ κοινό».
Το βιβλίο της για το Μοναστηράκι και την Πλάκα έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία για ιστορικό βιβλίο και, εκτός από εκδοτική επιτυχία, είναι ένας θησαυρός γνώσεων για την πιο ιστορική περιοχή της Αθήνας. Η κουβέντα μας ξεκίνησε από τις εμπειρίες της από τις ξεναγήσεις και κατέληξε να γίνει μια καθηλωτική εξιστόρηση της επί 2000 και πλέον χρόνια καταδυνάστευσης της Αθήνας από κατακτητές, που ξεκινάει το 146 π.Χ. και καταλήγει στην Αθήνα-πρωτεύουσα του απελευθερωμένου ελληνικού κράτους το 1834.
Το παρακάτω απόσπασμα είναι μόνο ένα μέρος μιας μαραθώνιας κουβέντας που έβαλε πολλά πράγματα στη θέση τους...
— Γιατί ονομάστηκε Πλάκα η συγκεκριμένη περιοχή;
Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι πρόκειται για μια αρβανίτικη λέξη που βγαίνει από το «πλιάκου», το οποίο σημαίνει «παλιός, γηραιός» − στο τέλος του 16ου αιώνα ήρθαν και κατοίκησαν στην περιοχή γύρω από την πλατεία Λυσικράτους προς του Μακρυγιάννη και τους Στύλους του Ολυμπίου Διός κάποιες οικογένειες Αρβανιτών, διωγμένες από τους Τούρκους της Αργοναυπλίας.
Η περιοχή αυτή είχε αδειάσει από τα μέσα του 12ου αι. και παρέμεινε άδεια επί σειρά αιώνων. Έτσι, οι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν στα παλιά σπίτια που υπήρχαν και ονόμασαν το κομμάτι «Πλιάκου Αθήνα», «παλιά Αθήνα». Σιγά-σιγά, ελληνοποιήθηκε η λέξη «πλιάκου», έγινε «πλιάκα» και επί το ελληνικότερον «πλάκα». Η ονομασία αυτή παρέμεινε για το κομμάτι που ξεκινά γύρω από την πλατεία Λυσικράτους, που είναι η κατεξοχήν Πλάκα, η καρδιά της, και επεκτείνεται στην ευρύτερη περιοχή της παλιάς Αθήνας.
Βεβαίως, ο Καμπούρογλου, ο μέγιστος των αθηναιογράφων, θέλησε να δώσει μια ελληνοπρεπέστερη εκδοχή για την προέλευση της ονομασίας, ότι υπήρχε μια μεγάλων διαστάσεων μαρμάρινη πλάκα στη συμβολή των οδών Αδριανού, Κυδαθηναίων και Θέσπιδος, αλλά εκείνη την εποχή υπήρχαν πάμπολες μαρμάρινες πλάκες πεταμένες δεξιά-αριστερά από τα μνημεία που είχαν διαλυθεί και, κυρίως, από τους αρχαιοκάπηλους, επομένως δεν ήταν δυνατό μια πλάκα να δώσει την ονομασία της σε μια ολόκληρη γειτονιά.
Είναι πολύ σημαντικό να πούμε ότι η Πλάκα είναι η αρχαιότερη γειτονιά του δυτικού πολιτισμού −εντοπίζουμε νεολιθικά ευρήματα, ενδείξεις κατοικιών και τάφων, τουλάχιστον το 4500 π.Χ.−, η οποία παρουσιάζει μια συνέχεια ζωής και λειτουργίας από τα νεολιθικά χρόνια έως τις μέρες μας.
Ουσιαστικά, είναι η αρχαιότερη γειτονιά της Ευρώπης και η οδός Τριπόδων, που διέσχιζε την Πλάκα και έκανε μια μεγάλη ημιπεριφέρεια 850-900 μέτρων από την πάροδο του μουσικού θεάτρου μέχρι το Ελευσίνιο της Αρχαίας Αγοράς, που ήταν ο πιο στολισμένος δρόμος λόγω των χορηγικών μνημείων, ήταν η αρχαιότερη οδός της Ευρώπης, με συνεχή χρήση όμως εδώ και 6.500 χρόνια. Αυτό και μόνο είναι συγκλονιστικό και ενδιαφέρον για έναν μελετητή και περιπατητή.
— Είναι κάπως σαν την Αγορά της Ρώμης, όπου βλέπεις στρώματα πολιτισμού αιώνων...
Ακριβώς, μόνο που είναι πολύ μεταγενέστερες η Ρώμη και η Αγορά της. Η Πλάκα δεν είναι αρχαιολογικό μνημείο, είναι ζωντανή, είναι Ιστορία, λαογραφία, και δεν σταμάτησε ποτέ να υπάρχει, ακόμα και τα σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα, όταν μετά τα σκληρά μέτρα που πήρε ο Ιουστινιανός κατά του ελληνισμού ο πληθυσμός είχε πλέον συρρικνωθεί και οι λιγοστοί άνθρωποι που είχαν απομείνει στο άλλοτε ένδοξο άστυ είχαν περιοριστεί μέσα στο ρωμαϊκό τείχος. Ακόμα και τότε στην οδό Τριπόδων δεν σταμάτησε να υπάρχει ζωή.
— Είναι ελάχιστα πράγματα γνωστά για τον Μεσαίωνα στην Αθήνα.
Ναι, είναι μια θλιβερή εποχή. Η Αθήνα παρουσιάζει μια εικόνα παρακμής και διάλυσης γιατί εθεωρείτο η κατείδωλη πολις που ήταν καταδικαστέα, μια πόλη απαγορευμένη, με κακούς κατοίκους, που είχαν προκαλέσει την μήνιν των φιλορθοδόξων χριστιανών, οι οποίοι είχαν μια πολύ κακή θεώρηση των πραγμάτων.
Και είναι περίεργο, γιατί οι εθνικοί στην Ελλάδα ποτέ δεν κυνήγησαν τους χριστιανούς. Η αρχαία ελληνική θρησκεία δίδασκε ανεξιθρησκία και ανεκτικότητα υπό τον όρο ότι κάθε Έλληνας πολίτης θα σέβεται την παραδοσιακή λατρεία των Ελλήνων. Καθένας μπορούσε να πιστεύει και σε όποιον άλλο θεό ήθελε, και να τον διδάσκει ακόμα, φτάνει να μην ερχόταν σε ρήξη με την παραδοσιακή λατρεία των Ελλήνων.
Επομένως δεν είχαν κόντρες, και ακόμα και ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο «αποστάτης», όπως τον ονόμασε η Εκκλησία, δεν κυνήγησε τους χριστιανούς. Έβλεπε ότι παράλληλα με τη μικρή κοινότητα των χριστιανών υπήρχε η μεγάλη κοινότητα των εθνικών και προσπάθησε να ξαναδώσει την οικονομική ευρωστία στα αρχαία ελληνικά ιερά και να δυναμώσει πάλι την αρχαία ελληνική παιδεία και τη θρησκεία.
Δεν κυνήγησε ποτέ Έλληνας εθνικός κάποιον χριστιανό. Τους διωγμούς τούς έκαναν οι Ρωμαίοι. Οι Έλληνες που δεν ήταν χριστιανοί, όμως, κυνηγήθηκαν, ήταν απίστευτη η κατάσταση τότε με τον Ιουστινιανό κι αυτό είναι κάτι που δεν το μαθαίνουμε στα σχολεία.
Έχω υποστεί επιθέσεις από ανθρώπους που θίγονται όταν μιλάω στις ξεναγήσεις μου για τον Ιουστινιανό και όταν αναφέρομαι σε τέτοιου είδους θέματα, αλλά είμαι πολύ καλά προετοιμασμένη, διαβασμένη, δεν κάνω τυχαία ξεναγήσεις, απαντάω με χωρία και με στοιχεία.
Κάποτε έκαναν επιστολή στον δήμο ένας καθηγητής Θεολογίας και δύο κυρίες ζητώντας να με διώξουν από τον θεσμό –εμένα, που τον είχα ιδρύσει!− αλλά, φυσικά, ο δήμαρχος δεν έκανε καμία τέτοια κίνηση.
Δεν μπορώ να μιλάω με καλά λόγια γι' αυτό τον άνθρωπο που ήταν σφαγέας του ελληνισμού, γιατί πάνω απ' όλα είμαι Ελληνίδα και ύστερα όλα τ' άλλα. Η Αθήνα με τα μέτρα του Ιουστινιανού διαλύεται, συρρικνούται ο πληθυσμός και εγκαθίσταται εντός του τείχους.
— Πείτε μου για τον Ιουστινιανό.
Ο Ιουστινιανός έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές, αλλά το χειρότερο μέτρο που έλαβε ήταν η απαγόρευση της διδασκαλίας της ελληνικής παιδείας. Αυτό σημαίνει ότι από το 527 μ.Χ. έως το 1830 θεωρητικά, οπότε ελευθερωνόμαστε, δεν υπάρχουν συστηματικά σχολεία και για δεκατρείς αιώνες είμαστε αναλφάβητοι και απληροφόρητοι. Δεν περάσαμε ποτέ Διαφωτισμό, Αναγέννηση, τίποτε απολύτως. Μόνο επί Τουρκοκρατίας είχαν λειτουργήσει ελάχιστα σχολεία από κάποιους φωτισμένους δασκάλους πλούσιους, γιατί μόνο πλούσιες οικογένειες μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό να σπουδάσουν και όταν επέστρεφαν έστηναν περιστασιακά σχολειά και μάθαιναν γράμματα τα αθηναιόπουλα.
Άλλο αισχρό μέτρο του Ιουστινιανού ήταν η απαγόρευση της χρήσης των ονομασιών «Ελλάς» και «Έλλην». Η Ελλάς λεγόταν «Ρωμανία», αποτελούσε ένα μικρό τμήμα, ελαχιστότατο, της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων που λεγόταν Ρωμανία και μας ονόμασε όλους τους Έλληνες Ρωμιούς. Το «Ρωμιός» ήταν ένας προσδιορισμός υποτιμητικός και υποδεέστερος του Ρωμαίου πολίτου. Δεν ήμασταν καν Ρωμαίοι πολίτες, ήμασταν Ρωμιοί.
Επίσης, απαγόρευσε τη χρήση του ελληνορωμαϊκού χιτώνα και υποχρέωσε τους Έλληνες, μετά από 2.500 χρόνια ελληνοπρεπούς ντυσίματος, το οποίο είχαν υιοθετήσει και οι Ρωμαίοι και όλοι οι ελληνίζοντες, να ντυθούν σύμφωνα με τους άλλους λαούς των Βαλκανίων. Έτσι, μας προέκυψε η φουστανέλα, που είναι βαλκανική, συγκεκριμένα αλβανική.
Το πιο δύσκολο μέτρο, όμως, ήταν το ότι σε τρεις μήνες Έλληνες και ελληνίζοντες έπρεπε να βαπτιστούν χριστιανοί. Όταν είσαι οπαδός μιας θρησκείας επί 2.500 χρόνια και ξαφνικά πρέπει να δεχτείς μια δογματική μονοθεϊστική θρησκεία με απαγορεύσεις, φόβο προς τον Θεό −τον οποίο δεν είχαν ποτέ οι αρχαίοι Έλληνες−, που ουσιαστικά βασίζεται σε ιουδαϊκές, εβραϊκές αρχές, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα.
Είμαι χριστιανή ορθόδοξη, αλλά δεν μπορεί να τα βλέπεις αυτά και να μη θυμώνεις. Γιατί έπρεπε επί δεκατρείς αιώνες να είμαστε ηλίθιοι αγράμματοι; Μας ήθελαν αγράμματους προφανώς για να γινόμαστε βορά κάθε επίδοξου κατακτητή. Και τώρα ηλίθιους θέλουν, για να μην ξέρουν τι ψηφίζουν, να μην ξερουν τι υποστηρίζουν, και να μας έχουν παίγνια. Αυτό με θυμώνει πάρα πολύ ως Ελληνίδα.
Κλείνοντας για τον Ιουστινιανό, να πω ότι ήταν ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο, Σλάβος της νότιας Γιουγκοσλαβίας, και ίσως από τότε να υπήρχε κόντρα μεταξύ Σλάβων και Ελλήνων. Αυτός ο άνθρωπος απ' τη μια βασιζόταν σε εθνικούς, σε Έλληνες, για να στήσει τα δύο σπουδαία έργα για τα οποία είναι γνωστός, την Αγία Σοφία (ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος που την έφτιαξαν ήταν Έλληνες εθνικοί) και τις Νεαρές, την περίφημη νομοθεσία που βασίζεται στην αρχαία ελληνική (οι νομικοί του ήταν επίσης Έλληνες εθνικοί), και από την άλλη βάλλει με μίσος κατά των Ελλήνων και των ελληνιζόντων.
Μάλιστα, γύρω στο 570-580 μ.Χ. έχουμε και επιδρομές Αβαροσλάβων, επομένως οι λιγοστοί άνθρωποι της Αθήνας κλείνονται μέσα στο ρωμαϊκό τείχος και θα κάνουν πολλούς αιώνες να ξαναβγούν από κει.
Μια μικρή ανάκαμψη είχαμε όταν ο Κώνστας, ο αυτοκράτορας, πορευόμενος προς Ιταλία, πέρασε από δω και επειδή διαχείμασε στην Αθήνα με στρατό μισθοφόρων που είχαν χρήματα, από το φθινόπωρο του 662 ως την άνοιξη του 663 κινήθηκε λίγο χρήμα − μετά οι άνθρωποι ξανακλείστηκαν στα τείχη.
Η επόμενη ανάκαμψη ήταν στα 1018 μ.Χ., όταν ο Βασίλειος Β' ο Μακεδών που η Ιστορία επονομάζει Βουλγαροκτόνο, έρχεται στην Αθήνα για να τη βγάλει από το σκοτάδι του Μεσαίωνα και να γιορτάσει τα επινίκιά του από τις μάχες κατά των Βουλγάρων. Μαζί του κουβαλάει χρυσά αφιερώματα στην Παναγιά την Αθηνιώτισσα, που είναι ο Παρθενώνας.
Τα χρόνια εκείνα ανακάμπτει η Αθήνα, αλλά ανακάμπτει και όλη η αυτοκρατορία γιατί ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος ήταν πολύ σπουδαίος αυτοκράτορας. Θεωρείται από τους καλύτερους που πέρασαν, αν όχι ο καλύτερος. Επί των ημερών του αυξήθηκε σε έκταση η αυτοκρατορία και έφτασε στη μεγίστη έκταση που είχε ποτέ αυτοκρατορία: προς Βορρά ως τον Δούναβη, προς Ανατολάς ως τη Μεσοποταμία, προς Νότο όλη η Βόρεια Αίγυπτος.
Υπάρχει μια εικόνα ανάκαμψης γιατί ασφαλίζονται τα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και για πολλά χρόνια κατά τη διάρκεια του 11ου αι. δεν τολμά κανείς να σηκώσει κεφάλι και να τα απειλήσει. Καθώς οι άνθρωποι της Αθήνας νιώθουν ασφαλέστεροι, βγαίνουν δειλά-δειλά έξω από τα τείχη για πρώτη φορά και δεν είναι διόλου τυχαίο ότι τα βυζαντινά εκκλησάκια του 11ου αι. που έχουμε στην Αθήνα και στην ευρύτερη αττική ύπαιθρο συμπίπτουν με τα χρόνια κατά τα οποία διοικεί ο Βασίλειος Β'.
Όμως, περί τα μέσα του 12ου αι. αρχίζουν πάλι οι πειρατικές επιδρομές και ξανακλείνονται οι άνθρωποι μέσα στο τείχος. Δεν θα βγουν πια ως την ώριμη οθωμανική κατάκτηση. Θα μεσολαβήσουν δύσκολα χρόνια, περίπου δυόμισι αιώνες φραγκοκρατίας στην Αθήνα, και στη συνέχεια θα έρθουν οι Τούρκοι, στις 4 Ιουνίου 1456.
— Οι Φράγκοι ήταν δύσκολοι κατακτητές. Πού είχαν εγκατασταθεί;
Πάνω στην Ακρόπολη ήταν η διοίκησή τους και είχαν απλωθεί και κάτω. Δεν ήταν πάντα οι ίδιοι Φράγκοι που περνούσαν κατά καιρούς, από τους πρώτους σταυροφόρους που ήρθαν, τους Ντελαρός και Ντεμπριέν και μετά. Όλοι, όμως, ήταν πλιατσικολόγοι και μας θεωρούσαν υποδεέστερους, ότι ήμασταν μπάσταρδοι απόγονοι των Ελλήνων. Θεωρούσαν ότι δεν ήμασταν Έλληνες.
Όμως, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπήρξε και μια καλή εποχή για μας, γιατί στις 15 Μαρτίου του 1311, στη μάχη της Κωπαΐδας, κατανίκησαν οι Καταλανοί, οι Αλμογάβαρες μισθοφόροι, όλως τυχαίως τον γαλλικό στρατό των σταυροφόρων και έγιναν πλέον οι κύριοι του μεγαλύτερου κομματιού της ηπειρωτικής Ελλάδας, με έδρα πάλι την Ακρόπολη των Αθηνών.
Αυτοί, που είχαν και μια δεύτερη πρωτεύουσα, τη «Νέαι Πάτραι», τη σημερινή Υπάτη, ήταν επίσης αχρείοι και πλιατσικολόγοι, αλλά, ευτυχώς για μας, είχαν πολύ μορφωμένους βασιλείς με έδρα τους την Ισπανία, την Αραγωνία. Όλοι αυτοί οι βασιλείς είχαν ουμανιστική παιδεία και γνώριζαν την αξία της Ακροπόλεως, του Παρθενώνα και των μνημείων.
Μεταξύ αυτών ήταν και ο Πέτρος Γ' ο Θερομονιός, όπως τον αποκαλεί η Ιστορία, γιατί αγαπούσε πάρα πολύ τα πανηγύρια, τις γιορτές. Αυτός, λοιπόν, εκδίδει στις 11 Σεπτεμβρίου 1380 μια εντολή που λέει ότι πρέπει να διαφυλαχθούν τα μνημεία της Ακροπόλεως των Αθηνών με μεγάλο σεβασμό, διότι η Ακρόπολις είναι το ωραιότερο στολίδι στον κόσμο.
Επομένως, οι πλιατσικολόγοι δεν τολμούσαν να κάνουν κάτι εις βάρος των μνημείων, αλλά παρέμειναν στην Ελλάδα. Κάποιοι παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν κυρίως στην περιοχή της Βοιωτίας.
Στη συνέχεια, έρχονται οι Φλωρεντίνοι, που ήταν έμποροι, πιο πολιτισμένοι, οι Ατζαγιόλι, κυρίαρχοι της Αθήνας από το 1387 έως την άφιξη των Τούρκων το 1456. Αυτοί δεν κατέστρεψαν, απλώς μας κοιτούσαν υποτιμητικά και μας θεωρούσαν μπάσταρδους. Τα 240 χρόνια φραγκοκρατίας δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη εποχή.
Σημειωτέον ότι ούτε η λεγόμενη βυζαντινή εποχή, δηλαδή η ρωμαϊκή κατάκτηση, ήταν ευχάριστη και εύκολη τα τελευταία χρόνια. Να πω εδώ ότι το Βυζάντιο είναι ένας όρος μεταγενέστερος της Άλωσης, που μας βολεύει να τον χρησιμοποιούμε −οι ελληναράδες δεν το δέχονται αυτό−, με επιβολή πολύ σκληρής φορολογίας σε όλους τους Έλληνες, κατεξοχήν στους Αθηναίους.
Υπάρχουν μαρτυρίες σπουδαίων ιστορικών, του Μιχαήλ Ψελλού ας πούμε από την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος γράφει επανειλημμένως επιστολές στον εκάστοτε Ρωμαίο αυτοκράτορα και τον εκλιπαρεί να φανεί ήπιος και πιο ευεργετικός προς τους Αθηναίους και να χαμηλώσει την πολύ σκληρή φορολογία, διότι οι Αθηναίοι υπήρξαν χαρισματικός λαός που πρόσφερε πολλά στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Ζητούσε να υπάρχει ένα ειδικό καθεστώς για την πόλη της Αθήνας, αλλά, φυσικά, δεν τον άκουσε κανείς. Ήταν τόσο πολύ σκληρή η φορολογία που οι άνθρωποι είχαν φτάσει στα όριά τους. Ανάμεσα στους σκληρούς φόρους που είχε επιβάλει η ρωμαϊκή διοίκηση ήταν και ο φόρος που λεγόταν «προσκυνητίκιον».
Τι ήταν αυτό; Κατά διαστήματα ο πραίτωρ, σαν να λέμε ο νομάρχης, που είχε την έδρα του κυρίως στη Θήβα, ποτέ στην Αθήνα, έκανε κέφι ένα weekend, ένα ταξιδάκι αναψυχής, στην Αθήνα. Μάζευε, λοιπόν, όλη την κουστωδία του, αγόραζε κι ένα ασημένιο καντήλι ή ένα ασημένιο θυμιατήρι κι ερχόταν στην Αθήνα τάχα για να προσκυνήσει την Παναγιά την Αθηνιώτισσα, τον Παρθενώνα. Μόλις έφτανε, πρόσφερε στην Παναγία το ασημένιο του πράγμα και μετά έμενε μία εβδομάδα, πίνοντας και γλεντώντας με τους αυλικούς του − πέρναγε ζωή και κότα.
Όταν γύριζε πίσω στην έδρα του, έστελνε μια εντολή στην πόλη των Αθηνών και τους ζήταγε ειδικό φόρο, επιπλέον των άλλων, το λεγόμενο προσκυνητίκιον, να του πληρώσουν δηλαδή όλα τα έξοδα του ταξιδιού του, ακόμα και το ασημένιο αφιέρωμα που έφερε στον Παρθενώνα!
Κι επειδή δεν είχαν οι άνθρωποι λεφτά, όπως και τώρα που μας έχουν ξεζουμίσει και δεν έχουμε άλλη δυνατότητα εισφοράς, δεν είχαν τι να δώσουν. Πούλαγαν ό,τι είχαν για να πληρώσουν τους φόρους της χρονιάς, έτσι οι περισσότεροι δεν είχαν τίποτα να πουλήσουν για να πληρώσουν και το προσκυνητίκιο. Και τότε τι έκανε αυτός ο άθλιος ο πραίτωρ;
Έστελνε τους ανθρώπους του κι έκαναν κατάσχεση όλων των ζώων του κτήματος, του κήπου του ανθρώπου που δεν είχε να πληρώσει, ακόμα και σκυλιά, κότες, κοκόρια, κατσίκες, ό,τι είχε. Τα μετέφεραν σε έναν άλλο χώρο, τα μάντρωναν και υποχρέωναν τον άνθρωπο να βρει λεφτά να αγοράσει τα ζώα του, αν ήθελε να τα πάρει πίσω, γιατί ήταν πια ιδιοκτησία του πραίτορα. Μιλάμε για αισχρές καταστάσεις. Από τους Ρωμαίους στους Φράγκους δεν ήταν και μεγάλες οι αλλαγές, όλοι έπιναν το αίμα των Αθηναίων και οι Φράγκοι τους υποτιμούσαν κι από πάνω.
Στατιστικά, οι χειρότεροι δυνάστες που πέρασαν ποτέ και έκαναν τον ελληνικό λαό να μαρτυρήσει ήταν οι Ενετοί τελικά, οι χριστιανοί.
— Στο βιβλίο του «Ελλάδα 1453-1821, Οι άγνωστοι αιώνες» ο David Brewer αναφέρει ότι απ' όλους τους δυνάστες οι Οθωμανοί ήταν οι πιο ήπιοι.
Είναι αλήθεια. Όταν έρχονται οι Τούρκοι, νιώθουν ευνοημένοι οι Αθηναίοι, γιατί ο Μωάμεθ Β' ο Πολιορκητής που ήρθε στα τέλη Αυγούστου του 1458 είχε ελληνική παιδεία, μιλούσε τέλεια την ελληνική γλώσσα (η μητριά του ήταν κατά το ήμισυ Πόντια από τη μάνα της, της οικογένειας των Καντακουζηνών) και έδωσε προνόμια στους Αθηναίους.
Η Αθήνα είχε κατακτηθεί από τους Τούρκους από τις 4 Ιουνίου του 1456, αλλά η παρουσία τους ήταν πολύ διακριτική. Η αλήθεια είναι ότι για τους Αθηναίους δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα στην καθημερινή τους ζωή, αλλά, αν είχαμε την πολυτέλεια να επιλέξουμε μεταξύ δυναστών, θα λέγαμε ότι καλύτερα περάσαμε με τους Αλμογάβαρες, τους Καταλανούς δηλαδή, και με τους Τούρκους, παρά με τους Ρωμαίους διοικητές και τα προσκυνητίκια και τους Φράγκους.
— Μπορούμε να μιλάμε για καλούς και κακούς κατακτητές;
Όλοι οι κατακτητές είναι το ίδιο, δεν υπάρχει καλός και κακός, αλλά ο Μωάμεθ ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος, όπως όλοι οι σουλτάνοι, πολύ μορφωμένος. Ήρθε στην Αθήνα και ήταν εκστασιασμένος που πατούσε τα χώματα της πόλεως που κατείχε τη δόξα κατά την αρχαιότητα. Επιπλέον, εκτιμούσε πολύ τα μνημεία των Αθηνών. Έτσι, πρόσφερε ιδιαίτερα προνόμια στους Αθηναίους, μεταξύ των οποίων και ελαφρύνσεις στη φορολόγηση. Ο Παρθενώνας στις μέρες του έγινε και πάλι ορθόδοξη εκκλησία, γιατί επί δυόμισι αιώνες, επί φραγκοκρατίας, ήταν καθεδρικός ναός δυτικού δόγματος.
Αυτό κολάκευσε τους Αθηναίους, αλλά παρέμεναν πολύ κουμπωμένοι με τους Τούρκους (ξέρουμε ότι μόνο 11 οικογένειες Τούρκων υπήρχαν εκείνη την εποχή στην Αθήνα), γιατί είχαν περάσει πολλά και αρχικά ήταν πολύ επιφυλακτικοί. Όταν όμως τους έκανε τον Παρθενώνα ορθόδοξη εκκλησία, όπως παλιά, έγινε κάτι σαν σωτήρας τους, μετά από τόσους αιώνες κατάκτησης.
Βέβαια, στη συνέχεια ο Παρθενώνας θα γίνει τζαμί, δεν ξέρουμε πότε ακριβώς, προς το τέλος του 15ου αιώνα, όταν πεθαίνει ο Μωάμεθ −πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του 1480− και δεν υπάρχει ο συναισθηματισμός που είχε με την πόλη της Αθήνας, η ιδιαίτερη δική του σχέση.
Έχει μεσολαβήσει και ο πρώτος ενετοτουρκικός πόλεμος, όπου οι Αθηναίοι συνέδραμαν του Ενετούς, γιατί ήμασταν και αφελείς. Κάθε φορά που γινόταν ένας πόλεμος παίρναμε το μέρος των Ενετών γιατί τους βλέπαμε σαν ελευθερωτές, μετά αυτοί λεηλατούσαν και από πάνω μας την έπεφταν και οι Τούρκοι. Στατιστικά, οι χειρότεροι δυνάστες που πέρασαν ποτέ και έκαναν τον ελληνικό λαό να μαρτυρήσει ήταν οι Ενετοί τελικά, οι χριστιανοί.
— Πώς ήταν η Αθήνα επί Μωάμεθ;
Η Αθήνα ευημερεί επί Μωάμεθ. Οι ανιστόρητοι Έλληνες έχουμε μάθει να λέμε «400 χρόνια σκλαβιάς». Αμ δεν είναι 400, είναι πάνω από 2.000 χρόνια, βγάζουν έξω τη ρωμαιοκρατία. Μιλάμε για «βυζαντινή εποχή», πώς τη βγάζεις έξω εκείνη την περίοδο; Κατακτητές ήταν οι άνθρωποι, ρήμαζαν τον λαό, τον καταπίεζαν με φορολογίες αισχρές – εδώ, όμως, εμπλέκεται η Εκκλησία βλέπεις...
Αλλά οι Αθηναίοι και οι Έλληνες γενικότερα ήμασταν επισήμως υπό κατάκτηση από το 146 π.Χ. που οι Ρωμαίοι κατέλαβαν όλο τον ελληνικό χώρο και δεν απελευθερωθήκαμε ως το 1830. Αλλάζαμε μόνο κατακτητές. Στην αρχή είχαμε τους Ρωμαίους (που έγιναν χριστιανοί στην πορεία), οι οποίοι έπιναν το αίμα των Ελλήνων, στη συνέχεια είχαμε δυόμισι αιώνες φραγκοκρατίας και τέσσερις αιώνες τουρκοκρατίας.
Οι πρώτοι δύο αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας είναι πολύ καλοί για την Αθήνα, δηλαδή οι Αθηναίοι χαίρουν ειδικών προνομίων που είχε δώσει ο Μωάμεθ και οι υπόλοιποι δυνάστες Τούρκοι, οι σουλτάνοι, τα σέβονται. Ευημερεί ο κόσμος. Το πρώτο διάστημα, επίσης, δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι κίνδυνοι, πολύ σπάνια εμφανίζονται πλέον στην Αθήνα πειρατές και επιδρομείς, οπότε οι άνθρωποι έχουν ηρεμία, έχουν τις εκκλησίες τους και χτίζουν αβέρτα καινούργιες.
Οι Τούρκοι είναι ιδιαίτερα ανεκτικοί μαζί τους. Έτσι κι αλλιώς μειοψηφία Τούρκων υπάρχει στην Αθήνα και παρόλο που η σαρία, η νομοθεσία των Τούρκων, επίσημα απαγόρευε το στήσιμο εκ βάθρων εκκλησιών −τους επιτρέπει, κατόπιν ειδικής άδειας, μόνο να επιδιορθώνουν εκκλησάκια−, κανείς δεν ενοχλεί τους Αθηναίους που φτιάχνουν νέους ναούς.
Σκέψου ότι τα περισσότερα εκκλησάκια που σώζονται σήμερα είναι αυτής της εποχής, της οθωμανικής κατάκτησης. Οι Τούρκοι είναι τόσο ανεκτικοί και διπλωμάτες που δεν θέλουν να δημιουργήσουν προβλήματα, έτσι κανείς δεν καρφώνει στον σουλτάνο τους νέους ναούς που εμφανίζονται. Είναι πάμπολλες οι εκκλησίες που χτίζονται ακόμα και μέσα στο ιστορικό κέντρο και στην ευρύτερη αττική ύπαιθρο.
Στο κλίμα αυτό της ανεκτικότητας οι άνθρωποι βγαίνουν έξω από τα ρωμαϊκά τείχη για πρώτη φορά μετά από αιώνες −πλέον οριστικά−, ζωντανεύει ξανά η περιοχή του Ψυρρή, το ιστορικό κέντρο γεμίζει από κόσμο και για πρώτη φορά μετά τα χρόνια του Αδριανού έχουμε μια εικόνα ευημερίας στην πόλη.
Τον 16ο και στις αρχές του 17ου αι., που είναι περίοδοι ευημερίας, η Αθήνα πλησιάζει τους 17.000 κατοίκους, επομένως θεωρείται η τέταρτη κατά σειρά πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από άποψη πληθυσμού μετά την Κωνσταντινούπολη, την Αδριανούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Πάλι οι Τούρκοι είναι λιγοστοί, αλλά υπάρχει φρουρά Τούρκων πάνω στην Ακρόπολη. Περί τα 2.000 άτομα μαζί με τις οικογένειές τους και κάποιοι που ζουν κάτω, κοντά στο Τσαρσί, δηλαδή στην επάνω πλευρά της οδού Άρεως, στην περιοχή του Ριζόκαστρου, και δευτερευόντως στις ανατολικές παρυφές της Πλάκας.
Τον 17ο αιώνα έχουμε πολλές πληροφορίες για την ευημερία της Αθήνας, γιατί έχουμε πολλούς περιηγητές ξένους που έρχονται και γράφουν. Έτσι, μαθαίνουμε ότι λειτουργούν υποτυπώδη σχολειά για τα αθηναιόπουλα, κυρίως από μοναχούς, όπου διδάσκουν άνθρωποι μορφωμένοι από οικογένειες οικονομικά εύρωστες που έστειλαν τα παιδιά τους να σπουδάσουν στο εξωτερικό και αυτά, καθώς δεν έχουν να ανησυχούν για τα προς το ζην, έρχονται εδώ για να στήσουν σχολεία και να διδάξουν. Το θεωρούσαν καθήκον τους.
— Εκείνη την περίοδο καταστρέφεται ο Παρθενώνας...
Ναι, το 1687, στις 22 του Σεπτέμβρη, έρχεται στην Αθήνα ο Φραντσέσκο Μοροζίνι με μεγάλο μισθοφορικό στρατό, ο οποίος για λόγους κύρους θέλει να καταλάβει έστω και για λίγους μήνες το κάστρο της Αθήνας, το ονομαστό, έτσι, για να πει «έγινα κύριος και των Αθηνών», λόγω του ένδοξου αθηναϊκού παρελθόντος.
Επί πέντε μέρες βομβαρδίζει τον Παρθενώνα, διότι έχει την πληροφορία ότι οι Τούρκοι έχουν φυλάξει την πυρίτιδά τους εκεί. Δυστυχώς, ήταν αληθινή αυτή η πληροφορία και την πέμπτη μέρα της πολιορκίας, το σούρουπο της Παρασκευής της 26ης Σεπτεμβρίου, ένα βλήμα από τα τέσσερα κανόνια βρίσκει τον στόχο του, πέφτει επάνω στη στέγη του Παρθενώνα (το βουζιοβόλο ήταν στημένο κάτω, στην αυλή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, εκεί όπου σήμερα είναι η ταβέρνα του Ψαρρά) και ανατινάζει το μνημείο. Καταλαμβάνει έτσι την πόλη των Αθηνών ως τις 20 Μαρτίου, οπότε φεύγει.
Μια πεντάμηνη κατάκτηση που προκάλεσε πολλά προβλήματα, εκτός από την καταστροφή του Παρθενώνα. Στην προσπάθειά του, δε, να στείλει τα σουβενίρ στη σύγκλητο της Βενετίας, τέσσερις μέρες πριν φύγει, στις 15 Μαρτίου του 1688, ανέβηκε στην Ακρόπολη και έβαλε να κατεβάσουν τα δύο αγάλματα των πρωταγωνιστών του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα, τα καλύτερα έργα της ωριμότητας του Φειδία, την Αθηνά και τον Ποσειδώνα.
Στην άγαρμπη προσπάθεια να τα κατεβάσουν, τα έριξαν κάτω και κατακερματίστηκαν. Έτσι καταστράφηκαν τα καλύτερα φειδιακά έργα, από τα καλύτερα αγάλματα που έπλασε ποτέ ανθρώπινο χέρι. Πήρε κάποια κομμάτια και έφυγε γιατί δεν μπορούσε να κρατήσει το κάστρο. Έτσι επανήλθαν οι Τούρκοι, αυτήν τη φορά άγριοι και εκδικητικοί. Πολλές οικογένειες Αθηναίων έφυγαν οριστικά από την πόλη γιατί φοβήθηκαν την εκδίκηση των Τούρκων.
Αυτό συνέβαινε κάθε φορά: επειδή οι Έλληνες έβλεπαν τους ξένους ως ελευθερωτές τούς βοηθούσαν (αυτό συνέβαινε πάντα με τους Ενετούς) και μετά γύριζαν πίσω οι Τούρκοι και τους έπιναν το αίμα.
Πρέπει να πούμε ότι λόγω της μεγάλης διπλωματίας και ανεκτικότητας του σουλτάνου, οι Αθηναίοι έχαιραν προνομιακής μεταχείρισης. Έτσι, κάθε φορά που συνέβαινε κάτι δυσάρεστο στην Αθήνα οι Αθηναίοι σχημάτιζαν μια ομάδα, όπως οι Αρχαίοι, και την έστελναν στην Υψηλή Πύλη για να διαμαρτυρηθεί. Και πρέπει να πουμε ότι ο εκάστοτε σουλτάνος πάντοτε δικαίωνε τους Αθηναίους, χωρίς να καλοεξετάσει αν έφταιγαν ή όχι (πάντα έφταιγαν οι Τούρκοι, είναι η αλήθεια), και αποκεφάλιζε τους Τούρκους που δημιουργούσαν προβλήματα ή τους έδιωχνε.
Ήταν πάντοτε ευνοϊκά διατεθειμένος ο σουλτάνος έναντι των Αθηναίων. Βεβαίως, για να μην τρελαθούμε κιόλας, ήμασταν υπό κατάκτηση, δεν ήταν ρόδινη η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας. Σε έναν αιώνα έχουν καταγραφεί έξι παιδομαζώματα, μπορεί και παραπάνω, από τα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, στα μέσα περίπου του 16ου αι., ως τα μέσα του 17ου. Όταν οι Τούρκοι ήθελαν στρατό για να κάνουν επεκτατικούς πολέμους έκαναν παιδομάζωμα.
Στο βιβλίο του ο Brewer αναφέρει ότι δεν στρατολογούσαν όλα τα παιδιά διά της βίας, μερικές φορές οι ίδιοι οι πατεράδες πρόσφεραν το παιδί τους για στρατολόγηση και κάποιες φορές ένα δεύτερο παιδί προτεινόταν να πάει μαζί με το πρώτο, ίσως για συντροφιά. «Σύμφωνα με τον Μαρτίνο Κρούσιο, τον ιστορικό του πατριαρχείου», γράφει, «πολλοί Έλληνες παρέδιναν τα παιδιά τους με την ελπίδα πως αν η πορεία τους ήταν επιτυχημένη, θα βοηθούσαν την αληθινή οικογένεια και κοινότητά τους. Το ντεβσιρμέ ήταν τουλάχιστον ένας τρόπος να ξεφύγουν από τον μόχθο της αγροτικής δουλειάς και στην καλύτερη περίπτωση ίσως ανοιγόταν "ο δρόμος για τη δόξα"».
Δεν το πιστεύω αυτό, αλλά θα το ψάξω. Η εποχή της ανέχειας δεν είναι επί Τουρκοκρατίας, είναι αμέσως μετά την απελευθέρωση − πολύ δύσκολη εποχή. Ήμασταν πάντα υπό κατάκτηση, αλλά δεν πιστεύω ότι οι γονείς ήθελαν να δώσουν τα παιδιά τους, εγώ δεν το έχω βρει πουθενά αυτό.
Τα πράγματα, όταν έγινε η Αθήνα πρωτεύουσα, ήταν εξαιρετικά δύσκολα για τα μεσαία και τα κατώτατα στρώματα. Φυσικά, υπήρχε η υψηλή κοινωνία που δεν καταλάβαινε από κρίση, όπως σε κάθε εποχή άλλωστε.
— Πείτε μου για τις συνθήκες στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Πώς ζούσαν οι άνθρωποι;
Ήταν εξαιρετικά δύσκολες οι συνθήκες, φοβερή η οικονομική δυσπραγία. Το 1834 που γίνεται η Αθήνα πρωτεύουσα, την 1η Δεκεμβρίου, η Ελλάς ξεκινάει την κρατική λειτουργία της υπό χρεοκοπία επειδή χρωστάμε τα δάνεια της Αγγλίας και τα 60.000.000 φράγκα στις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (καθεμία έδωσε από 20) − έπρεπε να τα ξεχρεώνουμε. Ελάχιστα είχαν ξεχρεωθεί, ουσιαστικά τα είχαν κατασπαταλήσει οι αντιβασιλείς. Είχε γίνει πολύ κακή επιλογή στα πρόσωπα των αντιβασιλέων που είχαν έρθει με τον Όθωνα, ήταν μπάτε σκύλοι αλέστε. Ακόμα και οι ίδιοι οι Βαυαροί και οι Γερμανοί που ήταν φιλέλληνες τους κατακρίνουν, έβλεπαν τι τραβούσαν εδώ οι κακόμοιροι οι Έλληνες. Η οικονομική δυσπραγία ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην έξωση του Όθωνα το 1862.
Δεν είμαι φιλομοναρχική, κάθε άλλο, αλλά ο Όθων ήταν μέγας φιλέλλην και λάτρης της Ελλάδας και των Ελλήνων γιατί και αυτός και ο πατέρας του, ο Λουδοβίκος, αγάπησαν με πάθος την Ελλάδα και της πρόσφεραν πολλά.
Ήταν πραγματικά φιλέλληνες, γιατί συνηθίζουμε να λέμε φιλέλληνες κάποιους Άγγλους και Γάλλους οι οποίοι αγαπούσαν τους αρχαίους Έλληνες και αναφέρονταν με πολύ κολακευτικά λόγια σ' αυτούς. Αντιθέτως, αναφέρονταν με πολλή περιφρόνηση στους νεότερους, γιατί εμάς μας θεωρούσαν μπάσταρδους, ότι δεν είμαστε άξιοι, ότι είμαστε αγράμματοι, ηλίθιοι, ανίκανοι, λαμόγια, χίλια δύο.
Αυτοί οι δύο, λοιπόν, αγάπησαν τον νεοέλληνα με όλα του τα κουσούρια. Και μέχρι που πέθαναν ζούσαν με το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας, της Μεγάλης Ιδέας, ήταν οι κατεξοχήν υποστηρικτές της ιδέας που έλεγε ότι η Αθήνα είναι η προσωρινή πρωτεύουσα και σίγουρα θα μεταφέραμε την έδρα στην Πόλη. Η ιδέα αυτή έσβησε οριστικά στα 1922 βέβαια.
Μέχρι το τέλος τους ήθελαν να προσφέρουν στην Ελλάδα όλως μυστικά. Ο Όθωνας είχε βάλει όρο μέχρι τον θάνατό του να μη βγει στα φόρα ότι έστελνε όλη του την επιχορήγηση από το γαλλικό κράτος στην Ελλάδα, ζώντας μια φτωχή, σε πλήρη λιτότητα ζωή, προσφέροντας τα λεφτά του για τις επαναστάσεις της Κρήτης. Ο δε πατέρας του, ο Λουδοβίκος, είπε, όταν μιλούσε στον Δεληγιάννη μια φορά, «να μεταφέρετε στον λαό σας ότι θα είμαι πάντα στο πλευρό του, όποτε με χρειαστείτε».
Είχαν μεγάλη αγάπη και εκτίμηση προς τους νεοέλληνες και ίσως ήταν οι μοναδικοί που δεν μας θεωρούσαν μπάσταρδους. Η δυσπραγία υπήρχε, οι Έλληνες ζούσαν πολύ άσχημα και νόμιζαν ότι εάν διώχναμε τον βασιλιά θα έρχονταν καλύτερες μέρες, αλλά μετά προέκυψαν τα χειρότερα. Διότι η επόμενη μοναρχία που μας ήρθε καπάκι ήταν πολύ χειρότερη, γιατί, αν μη τι άλλο, ο Όθωνας ήταν ανιδιοτελής, ρομαντικός και δεν έκανε τίποτα εις βάρος της Ελλάδας.
Ο άλλος, ο Γεώργιος Α', ήταν οργανωμένος φιλοβρετανός, τον είχαν φέρει υπό όρους και δούλευε για τα συμφέροντά του και τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας. Δεν ήταν ανιδιοτελής, όπως οι άλλοι, και τα πράγματα δυσκόλεψαν. Μετά ήρθαν τα χειρότερα, νόμιζαν ότι θα γλιτώσουν από τη μοναρχία και θα πάνε όλα καλά και τελικά ήρθε έναν άθλιο δημαγωγό, τον Δημήτριο Βούλγαρη, ο οποίος αιματοκύλισε την Αθήνα − σκοτώθηκαν κάπου 200 άνθρωποι κατά τα Ιουνιακά του 1863. Πούλαγε μούρη και πνεύμα ελευθερωτή.
Τα πράγματα, όταν έγινε η Αθήνα πρωτεύουσα, ήταν εξαιρετικά δύσκολα για τα μεσαία και τα κατώτατα στρώματα. Φυσικά, υπήρχε η υψηλή κοινωνία που δεν καταλάβαινε από κρίση, όπως σε κάθε εποχή άλλωστε. Πρέπει να πούμε, κλείνοντας, ότι προς τιμήν του ο Όθωνας είχε επιβάλει στο ανάκτορο λιτότητα για τον ίδιο και τους αυλικούς, δεν επέτρεπε την παραμικρή σπατάλη.
Χαρακτηριστικά, όταν η αδερφή του Τσαμαδού κάποια χρονιά την 25η Μαρτίου εμφανίστηκε με μια χρυσοκέντητη μαντίλα για τη δοξολογία στην Αγία Ειρήνη, την έστειλε πίσω να αλλάξει και της είπε «δεν μπορείς να προκαλείς το δημόσιο αίσθημα, να είσαι ντυμενη με βαρύτιμα πράγματα και οι άλλοι να μην έχουν να φάνε...».
Το βιβλίο της κ. Σκουμπουρδή «Μοναστηράκι - Πλάκα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
σχόλια