Το έργο ζωής του Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου «Ελληνικά έθνη κατά την Εποχή του Χαλκού» κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης σε μετάφραση από τα γαλλικά της Νατάσας Παπαδοπούλου.
Το βιβλίο με τίτλο «Ethnè grecs à l' Âge du Βronze» δημοσιεύτηκε αρχικά το 2009 από το Κέντρο Ερεύνης της Αρχαιότητος της Ακαδημίας Αθηνών και από το Κέντρο της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
Πρόκειται για μία από τις λίγες σημαίνουσες περιπτώσεις ελληνικής συμβολής στη διεθνή μελέτη του ινδοευρωπαϊκού προβλήματος, υπόδειγμα διεπιστημονικής έρευνας και σύνθεσης για όσους ενδιαφέρονται και μελετούν την εικόνα του παρελθόντος του ελληνικού κόσμου.
Ο Μ.Β. Σακελλαρίου (Πάτρα, 14/2/1912 - Αθήνα, 16/8/2014) έχει καταγραφεί ως ο σπουδαιότερος Έλληνας ιστορικός της αρχαίας Ελλάδας που ανέδειξε ο 20ός αιώνας.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών, στη Σορβόνη και στο Collège de France. Aνακηρύχθηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1939), Docteur des Lettres (Doctorat d' État, 1956).
Εργάστηκε ως ερευνητής στο Eπιστημονικό Ίδρυμα Eρευνών της Γαλλίας (CNRS, 1951-1954) και ως διευθυντής ερευνών στο Kέντρο Mικρασιατικών Σπουδών (1954-1959).
Τα είκοσι πέντε αυτά έθνη μελετώνται εδώ ως αυτοτελείς οντότητες αλλά και ως μέρος μιας ευρύτερης οντότητας, αυτής που κατά την ιστορική εποχή ανταποκρίνεται στο όνομα Έλληνες και που στα ομηρικά έπη αναφέρεται με τρία εναλλασσόμενα ονόματα: Αχαιοί, Δαναοί, Αργείοι.
Tο 1959 εξελέγη τακτικός καθηγητής της Aρχαίας Iστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, θέση από την οποία τον απομάκρυνε το 1967 η δικτατορία και όπου επανήλθε το 1974. Aπό το 1970 έως το 1975 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Lyon II. Συνταξιοδοτήθηκε το 1979.
Οι έρευνες του Μ.Β. Σακελλαρίου σχετικά με τα ελληνικά έθνη κατά την Εποχή του Χαλκού άρχισαν το 1958. Μελετώντας συστηματικά τη θέση των ελληνικών εθνών απέναντι στις πρωτοελληνικές ομάδες και τους προελληνικούς λαούς, είτε με ινδοευρωπαϊκή είτε με μεσογειακή καταγωγή, ο ιστορικός αντιλήφθηκε ότι υπάρχει κοινή προσέγγιση σε ό,τι αφορά τις πηγές, τη βιβλιογραφία, τα επιχειρήματα και τα συμπεράσματα.
Υπάρχουν δύο βασικές υποθέσεις: πρώτον, ότι μετά την εγκατάσταση των πρώτων Ελλήνων στον ελλαδικό χώρο διαμορφώθηκαν τα πρώτα έθνη, με ταυτοποιημένα εγγενή πολιτισμικά χαρακτηριστικά (εθνικό όνομα, θεότητες, ήρωες, διάλεκτοι, ανθρωπωνύμια και τοπωνύμια, μηνολόγια, ονόματα φυλών).
Και δεύτερον, ότι κάθε έθνος συνιστά ήδη από την Εποχή του Χαλκού μια αυτόνομη δομημένη οντότητα, μια πολιτική κοινωνία συγκροτημένη από ομάδες με κοινά πολιτισμικά στοιχεία.
Στο βιβλίο περιλαμβάνονται είκοσι πέντε ελληνικά έθνη που διαμορφώθηκαν στον ελλαδικό χώρο μεταξύ της άφιξης των Πρωτοελλήνων (πριν από το 1900 π.Χ.) και του τέλος της Εποχής του Χαλκού (περ. 1100 π.Χ.) και μαρτυρούνται πρώτη φορά από τον Όμηρο στον «Κατάλογο των πλοίων» της Ιλιάδας: Άβαντες, Αθαμάνες, Αινιάνες, Αιολείς, Αιτωλοί, Αρκάδες, Αχαιοί, Βοιωτοί, Γραικοί, Δόλοπες, Δωριείς, Έλληνες, Επειοί, Θεσσαλοί, Ίωνες, Κεφαλλήνες, Λαπίθες, Λοκροί, Μάγνητες, Μινύες, Μυρμιδόνες, Περαιβοί, Φθίοι, Φλεγύες και Φωκείς.
Τα είκοσι πέντε αυτά έθνη μελετώνται εδώ ως αυτοτελείς οντότητες αλλά και ως μέρος μιας ευρύτερης οντότητας, αυτής που κατά την ιστορική εποχή ανταποκρίνεται στο όνομα Έλληνες και που στα ομηρικά έπη αναφέρεται με τρία εναλλασσόμενα ονόματα: Αχαιοί, Δαναοί, Αργείοι.
Ο συγγραφέας επιχειρεί να εντοπίσει και να τεκμηριώσει την ύπαρξη των ελληνικών αυτών εθνών με βάση τα γραπτά και πολιτισμικά τους ίχνη, καθώς και δεδομένα ιστορικά, γλωσσολογικά, ονοματολογικά, μυθολογικά και αρχαιολογικά, καταγράφοντας συστηματικά τις κατευθύνσεις των διαδρομών που ακολούθησαν, τον ρυθμό των μετακινήσεων ή των κατακτήσεών τους, το εύρος των κινήσεών τους από πλευράς χώρου και χρόνου, καθώς και τον βαθμό της γεωγραφικής τους διασποράς ή της διάσπασής τους.
Τι θα μπορούσε να είναι ένα ελληνικό έθνος πριν από το τέλος της Εποχής του Χαλκού;
• Τα ομηρικά έπη αντανακλούν μια εικόνα του έθνους. Για παράδειγμα, η ομηρική πολιτική κοινωνία εμφανίζεται να έχει έναν βασιλιά (βασιλεύς), ένα συμβούλιο γερόντων (αρχοί, βασιλείς, βουληφόροι, ηγήτορες) και μια συνέλευση (αγορή).
• Το σύνολο των μελών του έθνους χωριζόταν σε έναν ορισμένο αριθμό φρατριών ή φυλών. Αυτός ο τύπος οργάνωσης ανταποκρινόταν κατεξοχήν σε συνθήκες ποιμενικής κτηνοτροφίας. Όλα τα πρωτοελληνικά στοιχεία θα είχαν ασχοληθεί με τη νομαδική ποιμενική κτηνοτροφία στις στέπες βορειοανατολικά του Εύξεινου Πόντου και κατά τη διάρκεια των μεταναστευτικών τους κινήσεων προς τις χώρες όπου επέλεξαν να εγκατασταθούν οριστικά.
• Υπήρχαν μυθικές μορφές που μπορούσαν να συσχετιστούν με ένα συγκεκριμένο έθνος. Το όνομα Αχιλλεύς έχει κοινή ρίζα με το θεωνύμιο «Αχαιός» και το εθνικό όνομα «Αχαιοί». Αν και θνητός ήρωας στην ελληνική γραμματειακή παράδοση από την εποχή της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας», τον Αχιλλέα τον τιμούσαν ως θεό που εμφανιζόταν με υδάτινα και θαλάσσια γνωρίσματα.
Η θεία φύση του Αχιλλέα είναι προγενέστερη της μορφής του θνητού ήρωα των επών. Οι Αχαιοί ετυμολογικά συνδέονται με ονόματα ποταμών π.χ. Αχελώος και το θέμα αχ-, ινδοευρωπαϊκό ak-, σημαίνει «νερό».
Ας πάρουμε ως δείγμα της μεθόδου έρευνας του Μ.Β. Σακελλαρίου τα συμπεράσματά του για τους Ίωνες:
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Πρωτοϊώνων ξεκινούν με τον δαίμονα ή ποτάμιο ιαματικό πνεύμα Ίων και τις μυθολογικές μεταμορφώσεις του.
Οι Πρωτοΐωνες συγκροτήθηκαν από ομάδες που μοιράζονταν πριν απ' όλα μια λατρεία απευθυνόμενη σε έναν συγκεκριμένο ποταμό, στον οποίο απέδιδαν ιαματικές ιδιότητες. Αυτός αργότερα προσωποποιήθηκε ως ένα θεραπευτικό πνεύμα που κατοικούσε στον εν λόγω ποταμό.
Από μια σφαιρική συνοπτική άποψη ως προς την εξάπλωση του έθνους αυτού στην ηπειρωτική Ελλάδα αντανακλώνται δύο καταστάσεις: το τυχαίο των πληροφοριών που απορρέουν από την τεμκηρίωση και το ότι η Αττική έχει πολύ λιγότερα κενά στις συνθήκες δημιουργίας των ιωνικών φαινομένων.
Φαίνεται ότι η Αττική θα είχε καταληφθεί από ιωνικές ομάδες και επομένως δεν θα την έπληξαν παρά μόνο κάποιες μεταναστεύσεις Αχαιών, Λαπιθών και μερικών άλλων.
Αντίθετα, οι απόγονοι άλλων πρωτοϊωνικών ομάδων, που είχαν διασκορπιστεί σε όλη τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα και τη βόρεια Πελοπόννησο, αργά ή γρήγορα βρέθηκαν να έχουν ανατραπεί, ακόμα και να έχουν υποταχθεί και αφομοιωθεί από στοιχεία άλλων ελληνικών εθνών που μετακινούνταν από τη Μακεδονία και την Ήπειρο προς τον Νότο.
Στο ογκώδες έργο του ο Μ.Β. Σακελλαρίου αξιοποιεί διαφορετικά δεδομένα, χωρίς να στηρίζεται αποκλειστικά στη γένεση των ελληνικών διαλέκτων, όπως προέκυψαν από τη μελέτη των μυκηναϊκών πινακίδων Γραμμικής Β.
Ο αναγνώστης θα ανακαλύψει σημαντικά τεκμήρια για την ιστορία των πρώτων πολιτικά οργανωμένων κοινωνιών στην Ελλάδα μέσα από πλειάδα στοιχείων και πολύτιμων πληροφοριών που περιλαμβάνονται στη διαφωτιστική, γοητευτική αυτή μελέτη.
σχόλια