HTAN MOΛΙΣ ΔΥΟ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΠΡΙΝ, στις 4 Μαΐου, όταν ανακοινώθηκε η λήξη της καραντίνας και η άρση ενός πρωτοφανούς lockdown που ήρθε να προστεθεί, όπως και η πανδημία, με όλα της τα πολιτικοκοινωνικά, οικονομικά, εργασιακά κ.λπ. παρελκόμενα, στα τόσα δεινά μιας γενιάς που μόλις πριν από μία δεκαετία λοιδορούνταν ως ελαφρόμυαλη και κακομαθημένη, επειδή «δεν γνώρισε πόλεμο και Κατοχή».
Δύο βδομάδες οι οποίες, με τους φρενήρεις ρυθμούς με τους οποίους τρέχει η νεωτερικότητα αφενός και την ατσούμπαλη επιστροφή σε μια προσομοίωση κανονικότητας ύστερα από σαράντα μέρες στον «γύψο» αφετέρου, φαντάζουν ήδη πολύ μεγαλύτερο διάστημα. Ένα διάστημα στο οποίο κιόλας δοκιμάζεται ήδη το κυρίαρχο αφήγημα των ημερών για μια σοφή, διορατική και προνοητική πολιτική ηγεσία που εύστοχα αποσόβησε τα χειρότερα. Μια ηγεσία που πράγματι πήρε καταρχάς τη σωστή απόφαση τη σωστή στιγμή, έστω κι αν το έκανε περισσότερο από φόβο για εκατόμβες νεκρών και κοινωνικό χάος, αναλογιζόμενη το απαξιωμένο και ημιδιαλυμένο και από την ίδια, ως κυβερνών κόμμα, ΕΣΥ παρά από ατόφια σύνεση, από την οποία ήδη παίρνει αποστάσεις, όπως δείχνει η «επόμενη μέρα». Και που εμπιστεύθηκε ευτυχώς εξαρχής τους ειδικούς, δηλαδή την επιστήμη.
Μάλλον το πράγμα έχει αφεθεί στον αυτόματο και όπου βγάλει, αν και τα πρώτα δείγματα του τεστ «επιστροφή στην κανονικότητα» δεν θα αργήσουν: αρχές Ιουνίου θα ξέρουμε τι «ψάρια» πιάσαμε από πλευράς κρουσμάτων μετά την άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Όμως, ακόμα κι αν τα αποτελέσματα είναι δυσοίωνα, η επανάληψη ενός γενικευμένου lockdown κρίνεται μάλλον απίθανη.
Ευτύχησε, επιπλέον, να έχει συμμάχους αφενός μια σειρά «κωλόφαρδων» συμπτώσεων (η Ελλάδα δεν είναι διεθνής κόμβος, βαριά βιομηχανία δεν έχουμε, η πανδημία μάς βρήκε εκτός τουριστικής σεζόν, καμία άλλη πολιτική παράταξη δεν θα μπορούσε να λάβει τόσο αυστηρά μέτρα, όπως η αναστολή των παρελάσεων της 25ης Μαρτίου και των λειτουργιών του Πάσχα χωρίς να προκληθεί περίπου εμφύλιος, καμία άλλη επίσης δεν θα απολάμβανε τέτοια μιντιακή συναίνεση), αφετέρου μια αντιπολίτευση που συναίνεσε στην επίσημη τουλάχιστον γραμμή της με τους κυβερνητικούς χειρισμούς. Κι έναν λαό που, από φόβο περισσότερο κι αυτός ‒διότι γνώριζε πολύ καλύτερα και από πρώτο χέρι το χάλι της δημόσιας υγείας‒, συναίνεσε πρόθυμα, βοηθούντων και των υψηλών προστίμων στον παρατεταμένο εγκλεισμό της και την ασφυκτική αστυνόμευση της ιδιωτικής ζωής στο όνομα της υγειονομικής κρίσης.
Όλα αυτά μέχρι δύο Δευτέρες πριν, οπότε άρχισε και στην Ελλάδα, όπως σε πολλές άλλες χώρες, η σταδιακή άρση των μέτρων. Γιατί η πανδημία δεν τελείωσε, όμως ούτε η οικονομία αντέχει άλλο σε συνθήκες παρατεταμένης αργίας, ούτε η κοινωνία, ούτε ο ίδιος ο ανθρώπινος ψυχισμός, ακόμα και του πλέον συντηρητικού και νομοταγούς πολίτη. Είναι η ατομική ευθύνη που έρχεται πια να αντικαταστήσει σχεδόν τελείως την κυβερνητική, άσχετα από το αν διαθέτει ή όχι τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις να εφαρμοστεί π.χ. σε φυλακές, οικισμούς Ρομά, προσφυγικές δομές κ.α.
Όλο αυτό, όμως, συνέβη με τόσο ανακόλουθο και αλλοπρόσαλλο τρόπο, που αφενός υπονομεύει, ακόμα και εκ των έσω, το κύρος και τη σοβαρότητα που ήθελε ως τώρα να επιδεικνύει η κυβέρνηση, αφετέρου βουτυρώνει το ψωμί των απανταχού (από την άκρα δεξιά μέχρι κάποια κομμάτια της άκρας αριστεράς και των Α/Α, συχνά με πανομοιότυπα επιχειρήματα) ψεκασμένων και συνωμοσιολόγων: από τα «ήξεις-αφήξεις» με το άνοιγμα των σχολείων, τη χρήση αλλά και την καταλληλότητα της εκάστοτε μάσκας –καλύτερα να μην αναφερθώ και στο πώς της συμπεριφέρονται σχεδόν οι δύο στους τρεις που ακόμα τη φοράνε‒, τους δρόμους και τις πλατείες που αποκτούν «ανοσία» όταν πρόκειται για επίσημα events (Μαξίμου με Πρωτοψάλτη, πρώην Μαρφίν, Ομόνοια), συγκεντρώσεις κατά των εμβολίων ή για πατριδοκάπηλα αντιπροσφυγικά μαζώματα, όπως στο Ηράκλειο Κρήτης, αλλά προκαλούν ηθικό πανικό και σκληρή αστυνομική καταστολή όταν πρόκειται για «συνωστιζόμενους» νεολαίους ή πολιτικούς ακτιβιστές, μέχρι τις εκκλησιαστικές συνάξεις, η πυκνότητα των οποίων κρίνεται πιο ασφαλής από εκείνη των θερινών σινεμά και των open air καφέ, μπαρ και εστιατορίων, των επιβατικών αεροσκαφών, που θα μπορούν, λέει, παρά τη μεγάλη στενότητα χώρου, να «πετάνε» πλήρη με τεσταρισμένους επιβάτες, αντίθετα με τους περιορισμούς σε πλοία και λεωφορεία, και πάει λέγοντας.
Και από κοντά το φιάσκο της εκπαιδευτικής επιμόρφωσης, η αμφιλεγόμενη απόφαση ανοίγματος των σχολείων, οι καταγγελίες για αστυνομική ασυδοσία, τα διάτρητα έως εξωφρενικά νομοσχέδια που πέρασαν στη «ζούλα», όπως το περιβαλλοντικό.
Εννοείται, φυσικά, ότι αντιμετωπίζουμε έναν καινούργιο λοιμογόνο ιό, ότι τα επιστημονικά δεδομένα είναι λογικό να διαφοροποιούνται στην πορεία ανάλογα με τις εξελίξεις. Όμως οι αλλαγές πλεύσης με διαφορά ωρών και η αδέξια, ενίοτε, προσπάθεια να συμβιβαστεί η επιστημονική μαρτυρία με τις αδήριτες ανάγκες της οικονομίας και της αγοράς εντείνουν τη σύγχυση, την καχυποψία και την αμφιβολία.
Κυκλοφορώντας στην πόλη αυτές τις μέρες, ένιωσα να κινούμαι ταυτόχρονα σε δύο διαστάσεις: τη μια βρισκόμουν σε ένα μέσο, υπηρεσία ή κατάστημα όπου τηρούνταν κανονικά οι αποστάσεις και όλοι σχεδόν φορούσαν μάσκες, την άλλη, πάλι, σε μέσα ή μέρη όπου τίποτε από αυτά δεν ίσχυε, χώρια ο πανικός που επικρατούσε σε δρόμους, πλατείες, υπαίθριες αγορές κ.λπ. και που φυσικά είναι απόλυτα φυσιολογικός σε μια πόλη πυκνοδομημένη, με στενά ή ανύπαρκτα πεζοδρόμια, ελάχιστες μεγάλες πλατείες και ακόμα λιγότερα πάρκα. Και όλα αυτά ενώ συνεχίζονταν μέχρι πρόσφατα οι αστυνομικές έφοδοι σε «ανυπάκουες» πλατείες, π.χ. στη Θεσσαλονίκη. Το να εκνευρίζεσαι, πάλι, και να παρεξηγιέσαι κάθε τρεις και λίγο, είναι χειρότερη παράνοια - καλύτερα να κάτσεις σπίτι σου!
Αλήθεια, πόσους πείθουν τα δύο μέτρα και δύο σταθμά; Δεν πρόκειται, βέβαια, για κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα, καθώς αντιαπαγορευτικές συγκεντρώσεις, «παράνομα» πάρτι, αστυνομικές επεμβάσεις κ.λπ. συνέβησαν και συμβαίνουν και σε άλλες χώρες, με την επίκληση παρόμοιων σκεπτικών.
Δεν θέλει πολύ μυαλό να καταλάβει κανείς ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως επικρατεί πλέον εξ ανάγκης (και με τη σιωπηρή συγκατάθεση ακόμα και ανθρώπων που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου) μια λογική «ανοσίας αγέλης» και προσδοκίας ότι στο βόρειο, τουλάχιστον, ημισφαίριο οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες θα «φρενάρουν» την πανδημία μέχρι το φθινόπωρο, οπότε θα έχουμε, υποτίθεται, όλο τον χρόνο να προετοιμαστούμε. Τότε θα είναι και το μεγάλο, διπλό στοίχημα: αφενός να έχει στοιχειωδώς θωρακιστεί το ΕΣΥ (γιατί θαύματα μέσα σε λίγους μήνες δεν περιμένει κανείς, περιμένει όμως σίγουρα να δει σχεδιασμό, προγραμματισμό και δείγματα δουλειάς), αφετέρου να εξακολουθεί ο κόσμος να κατανοεί τη σοβαρότητα της πανδημίας, τηρώντας όσο γίνεται τα προληπτικά μέτρα –γιατί, κακά τα ψέματα, γι' αυτό πάμε πλέον, για το μικρότερο δυνατό ρίσκο και όχι πια για το μη-ρίσκο.
Πάντως, όσον αφορά το δεύτερο, οι πολιτικές και οι τακτικές που ακολουθούνται μετά τις 4/5 δεν φαίνεται να είναι οι πλέον ενδεικνυόμενες. Μάλλον το πράγμα έχει αφεθεί στον αυτόματο και όπου βγάλει, αν και τα πρώτα δείγματα του τεστ «επιστροφή στην κανονικότητα» δεν θα αργήσουν: τέλη Μαϊου-αρχές Ιουνίου θα ξέρουμε τι «ψάρια» πιάσαμε από πλευράς κρουσμάτων μετά την άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Όμως, ακόμα κι αν τα αποτελέσματα είναι δυσοίωνα, η επανάληψη ενός γενικευμένου lockdown κρίνεται μάλλον απίθανη. Το πιθανότερο (αν και, φυσικά, απευκταίο) είναι πως η πραγματική «μάχη» με την πανδημία θα δοθεί το ερχόμενο φθινόπωρο, μαζί με εκείνη της νέας μεγάλης οικονομικής ύφεσης, της αυξημένης ανεργίας, της μεγάλης «τρύπας» των ασφαλιστικών ταμείων (για απώλειες εισφορών ύψους 1.7 δισ. Ευρώ κάνουν λόγο οι προβλέψεις), των μονόπαντων εργασιακών νόμων-εξπρές κ.λπ.
Δυστυχώς, δε, όλα αυτά δεν είναι αρμοδιότητα του σοβαρού, ευαίσθητου και μειλίχιου Σωτήρη Τσιόδρα, που, απ' ό,τι φαίνεται, αναγκάστηκε να «νερώσει» και ο ίδιος κάπως το κρασί του, προκειμένου να ξαναπάρει η χώρα, έστω, όπως-όπως, μπροστά. Είναι όμως ένα δόκιμο πεδίο εφαρμογής τόσο της ατομικής όσο και της συλλογικής ευθύνης με την ευρύτερη έννοια.
σχόλια