ΔΥΟ «ΚΟΜΜΑΤΑ» φαίνεται πως σχηματίστηκαν αυτό τον καιρό. Όσοι πίστευαν ή, έστω, στοιχημάτιζαν σε μια εμπειρία αλλαγής μέσα από τη δοκιμασία και εκείνοι που, παραμένοντας σκεπτικιστές και κατά τεκμήριο πιο απαισιόδοξοι, έγραψαν ότι καμία κρίση δεν αλλάζει τις συνειδήσεις, παρά μόνο προσωρινά και υπό το κράτος του φόβου. Μόλις περνάει ο φόβος, λένε, η «κοινωνία ανοίγει» γλιστρώντας σε μια καθημερινότητα της αμέλειας και της πρόθυμης λήθης.
Αυτές οι δύο οπτικές έχουν πάντα ενδιαφέρον, αφού η πρώτη ψάχνει εναγωνίως ηθικά παραδείγματα από την Ιστορία –ακόμα και από μια επιδημία–, ενώ η δεύτερη οπτική, η πιο ζοφερή, μοιάζει να απολαμβάνει το γεγονός πως οι άλλοι διαψεύδονται από την αδιόρθωτη πραγματικότητα. Αλλάζουμε, λοιπόν, ή παραμένουμε ίδιοι και απαράλλαχτοι;
Οτιδήποτε είναι μόνο σύσταση και όχι ξεκάθαρη απαγόρευση δεν λειτουργεί ή το ξεπερνά η «αυθάδης» κίνηση του κόσμου που αισθάνεται ότι δεν ζει έναν κίνδυνο αλλά ένα πολύ μακρινό και αφηρημένο ενδεχόμεν
Ομολογώ πως κρατώ κάτι και από τους δύο τρόπους να παρατηρεί κανείς τα πράγματα. Βλέπω, ας πούμε, τις κινήσεις του πλήθους, την αναδυόμενη «νέα καθημερινότητα». Ρυάκια κόσμου και πυκνές ανθρωποσυστάδες σε φωτογραφίες που έχουν τραβηχτεί από ψηλά μπαλκόνια. Ένα πολυπρόσωπο ον με χιλιάδες κλαδιά που απλώνονται σε πλατείες με αποξηραμένα παρτέρια και ετοιμόρροπα παγκάκια που έχουν να συντηρηθούν καιρό. Κι έπειτα, το φως του ήλιου, τα κεφάλια του νεαρόκοσμου στα πηγμένα λεωφορεία για τις παραλίες και το παιχνίδι όλης της κοινωνίας με τις μάσκες που μπαινοβγαίνουν σε μια κίνηση μισοσυμμόρφωσης.
Αυτό, όμως, που με ενοχλεί περισσότερο δεν είναι τέτοιες εικόνες, που, εξάλλου, ανταποκρίνονται στο μαζικό «άνοιγμα» μετά το «κλείσιμο». Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς πως οι κοινωνίες ‒και όχι μόνο η δική μας‒ δυσκολεύονται να καταλάβουν τι ακριβώς σημαίνει στην πράξη η ενδιάμεση κλίμακα ανάμεσα στους ανελαστικούς κανόνες και στην απουσία κανόνων. Αν υποθέσουμε ότι τώρα ζούμε ένα μεσαίο στάδιο ή δοκιμάζουμε ένα είδος «μετάβασης», δεν μπορούμε προφανώς να ρυθμίσουμε τις κινήσεις μας στο σωστό μέτρο.
Προς στιγμήν, νιώθουμε πως βρισκόμαστε σε παφλασμό, σε έναν μεγάλο κυματισμό που συμπαρασύρει τις νουθεσίες και τα πρωτόκολλα, διατηρώντας μόνο «ό,τι προβλέπεται ρητώς». Οτιδήποτε είναι μόνο σύσταση και όχι ξεκάθαρη απαγόρευση δεν λειτουργεί ή το ξεπερνά η «αυθάδης» κίνηση του κόσμου που αισθάνεται ότι δεν ζει έναν κίνδυνο αλλά ένα πολύ μακρινό και αφηρημένο ενδεχόμενο. Δηλαδή, εδώ ισχύει το γνωστό πως, ό,τι δεν απαγορεύεται, επιτρέπεται, πράγμα που αντιλαμβανόμαστε πως δεν δίνει απάντηση στα άπειρα πρακτικά και ηθικά διλήμματα της καθημερινότητας.
Όμως δεν είναι αυτό το πιο εντυπωσιακό σημάδι των ημερών. Για μένα, η πιο ανησυχητική εικόνα είναι αυτή των σκουπιδιών. Της κυριαρχίας τους, της παντοκρατορίας τους. Το πρωινό φως αποκαλύπτει μικρές και μεγάλες σκουπιδονησίδες κατά μήκος των σημείων εξόδου και των νυχτερινών συγκεντρώσεων. Η πόλη –δεν θέλω να πω, γενικεύοντας, η χώρα, γιατί προφανώς δεν ισχύει– μοιάζει τώρα με αναποδογυρισμένο κάδο. Και αυτό δεν είναι η αναγεννητική αταξία που ακολουθεί την τεχνητή τάξη του εγκλεισμού, δεν είναι η ζωή που παίρνει τάχα εκδίκηση από τους «κανόνες» και τα μέτρα: είναι η παλιά, γνωστή περιφρόνηση για τον χώρο μας, για τον κοινό υλικό κόσμο. Ως προς αυτό, νομίζω πως ισχύει η εκδοχή της χειροτέρευσης των συμπεριφορών: η προϋπάρχουσα περιφρόνηση πολλαπλασιάστηκε και γιγαντώθηκε, επειδή για δύο μήνες ζήσαμε περιορισμένα.
Κινούμαστε πάλι στην κόψη ανάμεσα σε απαγόρευση και αυθαιρεσία, στα πρόστιμα και στην αδιαφορία. Σαν να μην μπορούμε πάντα να φανταστούμε τρόπους δημόσιας ζωής πέρα από την «καγκουριά», την αμοιβαία παρενόχληση και τα επινοητικά σαμποτάζ στον κοινό χώρο. Γι' αυτό σκέφτομαι πως χρειαζόμαστε έναν κώδικα προστασίας των κοινόχρηστων αγαθών. Για να μπορούμε να διεκδικούμε πολιτικά το ένα ή το άλλο από την κυβέρνηση, απ' όλες τις οργανωμένες εξουσίες και τα «μεγάλα συμφέροντα», δεν μπορούμε να κολακεύουμε τις όποιες συλλογικές επιτυχίες. Διότι υπάρχει μια αδιάψευστη συλλογική αποτυχία που είναι πως αφηνόμαστε στην ασχήμια και στην επέκταση της κακής χρήσης και της ασέβειας προς τον άλλον.
Αν, λοιπόν, η δημιουργία μια νέας συλλογικής συνείδησης μοιάζει με ιδεαλιστικό ευχολόγιο σε σχέση με μια αφόρητα πεζή πραγματικότητα, αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να αφεθούμε παθητικά στο «έτσι είναι τα πράγματα». Γιατί, αν πράγματι ο Άνθρωπος δεν αλλάζει –πόσο μάλλον από μια πανδημία, όταν δεν έχει «αλλάξει» από πολέμους και γενοκτονίες–, κάποιες συγκεκριμένες πρακτικές και στάσεις μπορεί να αλλάζουν. Ή, τουλάχιστον, να πιστεύουμε στη δυνατότητα αυτή. Πέρα από τους ηθικούς πανικούς και τον φόβο της μόλυνσης, το ερώτημα είναι αν θα μπορέσουμε να συμφιλιωθούμε με μια κουλτούρα των ορίων που δεν θα τη βλέπουμε ως τιμωρία και ασφυξία. Όσο σκεπτικιστής και αν είναι κανείς απέναντι σε τέτοια ηθικά ερωτήματα, είναι αδύνατο να πάψει να τα σκέπτεται ως επείγοντα.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια