ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΑ ΝΩΡΙΣ τον Ιανουάριο του '20. Παρότι ζαλισμένος ακόμη από το χανγκόβερ του 2019, αισθανόμουν πληρότητα και ικανοποίηση. Λίγο πριν είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο μου, ήμασταν οικογενειακώς καλά, όλες οι προοπτικές της ημέρας φάνταζαν ευοίωνες. Με προβλημάτιζαν οι ειδήσεις από τα κόλπα του «σουλτάνου» στον Έβρο, αλλά το είχαμε διαχειριστεί αποφασιστικά και ήταν ελπιδοφόρο.
Κατά τις 11:00 ‒Φεβρουάριος πρέπει να ήταν‒ έφθασαν ακόμη καλύτερα νέα, είχε βγει και το νέο μυθιστόρημα της Μάριαλεν, το πήρα στα χέρια μου, ένιωθα υπερηφάνεια για όσα είχε καταφέρει. Θα το γιορτάζαμε στο ετήσιο ταξίδι στο Παρίσι, είχαμε βγάλει εισιτήρια, δεν θα επιτρέπαμε τίποτε να μας το ανατρέψει, ούτε κάτι περίεργες ειδήσεις για μια επιδημία γρίπης στην Κίνα ‒ δηλαδή πολύ μακριά από εμάς.
Στις 12:00 έκανε εγκαίνια και η πρώτη μου ραδιοφωνική εκπομπή στον @Amagi, ένιωθα άγχος, αλλά είχα καλεσμένους τόσο σημαντικούς, που ήξερα ότι όλοι θα περίμεναν να ακούσουν εκείνους και όχι εμένα. Πήγε αναπάντεχα καλά.
Ακούγοντας ειδήσεις κατά την επιστροφή στο σπίτι, το μεσημεράκι (αρχές Μαρτίου, μάλλον), πήρα την πρώτη μεγάλη κρυάδα, όπως συμβαίνει πάντα με τους σύγχρονους αμέριμνους Δυτικούς. Η «γριπούλα» σάρωνε χιλιάδες ζωές στο γειτονικό Μπέργκαμο, η κατάσταση ήταν τραγική και αλλού στην Ευρώπη. Κάτι έπρεπε να γίνει, άμεσα μάλιστα.
Πράγματι, μέχρι νωρίς το απόγευμα, η χώρα είχε «κλείσει» ολοσχερώς. Απαγόρευση κυκλοφορίας, συνθήκες πολέμου στα νοσοκομεία και κάτι νεωτερισμοί περί τηλεργασίας ‒ πρωτοφανή πράγματα. Αλλά και κάποιες αναζωογονητικές διαφυγές, όπως η αρθρογραφία μου στη LiFO και η ανακήρυξή μου σε πρωτοβάθμιο στο πανεπιστήμιο, που μόλις είχε επισημοποιηθεί. Ήταν κόποι πολλών ετών, αλλά τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, όλα χάνονταν στον ορυμαγδό της στιγμής.
Θα κρατούσε πολλές ώρες εκείνη η κρύα νύχτα, έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον: Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο. Η θυσία ήταν μεγάλη, αλλά η έκπληξη ακόμη μεγαλύτερη. Ευλαβική τήρηση των μέτρων απ' όλους, τεράστια κρατική και ευρωπαϊκή κινητοποίηση πόρων, διοικητική αποτελεσματικότητα, ομοψυχία και κυρίως λίγοι θάνατοι. Πώς το είχαμε πετύχει αυτό, χθες δεν ήταν που τρώγαμε τις σάρκες μας;
Η έξοδος από την καραντίνα ήταν, εξ αυτού, διονυσιακή, μάλλον παραπάνω απ' ό,τι έπρεπε. Αρχίσαμε να παρτάρουμε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, και πού δεν πήγαμε, Καρδαμύλη, Νάξο, Πάρο, ρητορεύοντας διάφορες επικίνδυνες αφέλειες ότι «πρέπει να ξαναπάρουμε τη ζωή μας πίσω» και άλλα τέτοια. Μπούρδες. Είχαμε ξεχάσει προφανώς ότι τα δικά μας βάσανα, σε σύγκριση με των παλιότερων γενεών, ήταν αμελητέα.
Ο γειτονικός δικτάτορας συνέχιζε, βέβαια, να αλωνίζει, αλλά οι κυβερνήτες έμεναν ψύχραιμοι και σώφρονες.
Τέλος πάντων, το μεθύσι μάς βρήκε με πονοκέφαλο, τις πρώτες πρωινές ώρες, κάπου τον Σεπτέμβριο. Άνοιξα ανόρεκτα τηλεόραση: νέα κρούσματα από δω, νέα κρούσματα από κει, σε Ελλάδα και εξωτερικό. Αλλά και μεγάλη γκρίνια, ανυπακοή στα μέτρα, εξυπνακισμοί, μειωμένη ατομική ευθύνη, νέοι «αγανακτισμένοι» και συνωμοσιολόγοι, όχι στις μάσκες, όχι στην τηλεκπαίδευση, όχι σε όλα. Τοξικότητα. Δεν είχε ξημερώσει καλά.
Μέχρι να ξαναμεσημεριάσει ‒Οκτώβριο με Νοέμβριο‒ είχε φανεί ξανά το πρόβλημα. Πάλι μέσα, άπειρες ώρες βαρετής τηλεργασίας, η Ήβη στο σχολείο με μάσκα, κυρίως πολλοί θάνατοι και τελικά νέο lockdown. Κατάθλιψη, που λίγο μόλις απαλυνόταν από την ήττα του πορτοκαλί τυχοδιώκτη στην άλλη όχθη του Ατλαντικού.
Και ξαφνικά, ένα ακόμη μεγαλύτερο νέο, αργά εκείνο το απόγευμα: οι επιστήμονες, οι νέοι υπερήρωες της εποχής είχαν κάνει το θαύμα τους. Είχαν φτιάξει εμβόλιο μέσα σε μία μέρα μόλις ‒ τόσο ήταν στην ουσία. Η ανθρώπινη φθαρτότητά μας αποδεικνυόταν και η μεγάλη μας δύναμη.
Ξάπλωσα νωρίς το βράδυ του ανεόρταστου Δεκεμβρίου, συγκρατημένα αισιόδοξος, που έλεγε και ο Ανδρέας. Εκείνη η αιωνιότητα είχε κρατήσει μία μέρα. Μόνο που ακόμη δεν είχε τελειώσει. Τι θα μας ξημέρωνε αύριο, άραγε;
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια