ΠΟΛΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ μας διαμορφώνουν στη διάρκεια της ζωής μας, ελάχιστοι όμως μπορούν να λειτουργήσουν ως πρότυπα, ως σταθεροί οδοδείκτες στην πορεία μας, ικανοί να μας καθοδηγήσουν και να μας εμπνεύσουν.
Για μένα ένα τέτοιο πρότυπο υπήρξε η Ruth Bader Ginsburg, η δικαστής που ως μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ από το 1993 ως τον πρόσφατο θάνατό της υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των γυναικών, των μειονοτήτων, τις φιλελεύθερες αξίες, τη δημοκρατία.
Θαύμασα την ακάματη αφοσίωσή της στην υπόθεση της ισότητας, το παθιασμένο ενδιαφέρον της για όλους τους ανθρώπους, την πεισματική προάσπιση της αξιοπρέπειάς τους. Με γοήτευσε η πολύπλευρη συμμετοχή της στον κοινωνικό βίο: η αγάπη της για την όπερα και το θέατρο, που την έφερε ακόμα και στη σκηνή, να ερμηνεύει τον ρόλο του Dick the Butcher στον Ερρίκο ΣT΄ του Σαίξπηρ και να λέει τη διαβόητη φράση «το πρώτο που θα κάνουμε: ας σκοτώσουμε όλους τους δικηγόρους»· η έλλειψη σοβαροφάνειας που τη χαρακτήριζε, η χάρη, η κομψότητα, το χιούμορ της, η αυτοπεποίθηση, η νηφαλιότητά της.
Διαφωνούσε με ό,τι υποβάθμιζε και αφυδάτωνε τη ζωή, με ό,τι κρατούσε τον άνθρωπο δέσμιο των στερεοτύπων, της ανισότητας, της καταπίεσης.
Αλλά κυρίως με συγκίνησε και με συγκινεί η μαχητικότητά της. Το πείσμα με το οποίο στρατεύτηκε με την πλευρά της προόδου, της ελευθερίας, της αυτεξουσιότητας, παροτρύνοντας τους πολίτες «αγωνίσου για τα ζητήματα που θεωρείς σημαντικά, κάν' το όμως με τρόπο που θα εμπνεύσει κι άλλους να σε ακολουθήσουν». Και η ανθεκτικότητα με την οποία πάλεψε, χρόνια ολόκληρα, τον καρκίνο, χωρίς να απουσιάσει σχεδόν ούτε μία μέρα από την έδρα.
Ήδη από τη δεκαετία του 1970 ήταν η «ιέρεια της διαφωνίας», το οχυρό ενάντια στην αυθαιρεσία. Η φράση «I dissent» έγινε το σήμα κατατεθέν της, ο ανεπίσημος τίτλος της – κι εκείνη τον δέχτηκε με χιούμορ, τυπώνοντάς τον μάλιστα πάνω στην τσάντα της.
Γιατί πράγματι διαφωνούσε με όλα όσα εμπόδιζαν τη «ζωή, την ελευθερία και την επιδίωξη της ευτυχίας» – αυτή τη θαυμαστή διατύπωση από την Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Διαφωνούσε με ό,τι υποβάθμιζε και αφυδάτωνε τη ζωή, με ό,τι κρατούσε τον άνθρωπο δέσμιο των στερεοτύπων, της ανισότητας, της καταπίεσης.
Κι αν κάτι την έκανε θρύλο όσο ζούσε και θα πολλαπλασιάζει τον αντίκτυπο της φωτεινής παρουσίας της μετά θάνατον, ήταν η μοναδική της ικανότητα να υπηρετεί τον νόμο έχοντας πάντα κατά νου τις ατομικές ηθικές αξίες και τις ανθρώπινες προσδοκίες, και να συνδυάζει τη σκληρή δουλειά και τις καθημερινές δοκιμασίες (προσωπικές και οικογενειακές) με μια ασίγαστη δίψα και χαρά για τη ζωή.
Θα μείνει για πάντα στον νου μου ο συγκλονιστικός αποχαιρετισμός που της επιφύλαξαν οι 120 συνεργάτες της, αυτοί για τους οποίους η «notorious RBG» υπήρξε μέντορας και φίλη, «μέλος της οικογένειάς τους», σύμφωνα με τα λόγια τους. Αλλά και το πλήθος των Αμερικανών που έφτασαν από παντού, οδηγώντας χιλιόμετρα, και στάθηκαν έξω από το Ανώτατο Δικαστήριο ψάλλοντας το «Amazing Grace» με κεριά και λουλούδια στα χέρια και δάκρυα στα μάτια. Ήταν μια πάνδημη αναγνώριση του έργου που μετέτρεψε την μικρόσωμη νομικό από το Μπρούκλιν σε «τιτάνα του έθνους», όπως έγραψαν οι «New York Times». Η αναγνώριση που εύχεται να κερδίσει κάθε δημόσιος λειτουργός.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.