22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020. Η στιγμή που δεν θα ξεχάσω από το 2020 είναι η ιδιαίτερη εμπειρία μου από την παράσταση στη οποία έπαιξα λίγο πριν από το δεύτερο lockdown. Είναι η πρεμιέρα του Έξι Φορές που ανεβάσαμε με τον Γιώργο Νανούρη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, χωρίς τη δυνατότητα να κάνουμε γενική πρόβα, γιατί λόγω των μέτρων δεν επιτρεπόταν. Οπότε, αυτό το θέαμα του να είναι τριάντα άνθρωποι, το 30% της χωρητικότητας της αίθουσας, οι οποίοι κάθονταν αραιά και φορώντας μάσκα, το είδα πρώτη φορά στην πρεμιέρα.
Σε ένα σημείο του μονόπρακτου Όλια, μια ψυχούλα του Τσέχοφ ανέβαινα σε ένα σκαμνί και στηριζόμουν σε μια «γαϊδούρα», από αυτές που έχουμε για να κρεμάμε τα ρούχα, με ροδάκια και φωτάκια. Ήταν κάτι που έκανα κάθε μέρα επί ενάμιση μήνα στις πρόβες. Εκείνη την ημέρα ανέβηκα στο σκαμνί, πήγα να στηριχτώ πάνω στη γαϊδούρα, έπεσε το σκαμνί κι εγώ και η γαϊδούρα μαζί με τα φωτάκια, τα οποία κόλλησαν πάνω στα χέρια μου.
Ήρθε ο διευθυντής σκηνής, σήκωσε τα πράγματα, βοήθησε κι εμένα, κι εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρω πώς έγινε, σηκώθηκα, συνέχισα από κει που είχα σταματήσει και κανείς δεν κατάλαβε τίποτα. Νομίζω ότι λειτούργησε η πείρα των σαράντα χρόνων στο σανίδι, η συσσωρευμένη πείρα βοηθά σε τέτοιες περιπτώσεις.
Για την πτώση μου είμαι σίγουρη ότι ευθύνεται ο τρόμος γι' αυτό που έβλεπα από τη σκηνή. Δεν ήταν το θέαμα, που ήταν σαν επιστημονική φαντασία, πρώτη φορά δηλαδή το έβλεπα, ήταν η ενέργεια, το κλειστό κύκλωμα που υπάρχει ανάμεσα στον ηθοποιό και τους θεατές, το οποίο έχει κάτι το προστατευτικό, κυρίως στην πρεμιέρα, που στις συνθήκες αυτές δεν υπήρχε. Δεν το ένιωθα, υπήρχε μόνο ένας τρόμος.
Νομίζω ότι όλοι θα πουν ότι η δεύτερη καραντίνα είναι χειρότερη από την πρώτη. Είναι πιο βαριά και δεν ξέρω και πότε, πού, πώς θα τελειώσει. Μήπως αποχαιρετάμε και μια ολόκληρη εποχή; Κι αυτό το σκέφτομαι.
Όταν τελείωσε η παράσταση και πήγα στο καμαρίνι, ήρθε η γιατρός που είναι στο Μέγαρο και είδε ότι τα χέρια μου είχαν καεί από τα φωτάκια. Ακόμα και τώρα έχω σημάδια. Είναι η αδρεναλίνη; Η πείρα; Πάνω στη σκηνή ούτε που το κατάλαβα, σηκώθηκα και συνέχισα και κανείς δεν κατάλαβε ότι συνέβη κάτι που ήταν αρκετά σοβαρό και οδυνηρό. Ήταν ο δικός μου «φόρος αίματος» στην κατάσταση.
Ακόμη υπάρχει μια καταστολή, μια γενική καταστολή. Σε αυτή βρισκόμαστε. Εγώ σκέφτομαι τους συναδέλφους μου τους νεότερους, πώς ζουν αυτόν τον καιρό και πώς θα ζήσουν μέχρι να πάρει ξανά μπροστά η μηχανή. Νομίζω ότι όλοι θα πουν ότι η δεύτερη καραντίνα είναι χειρότερη από την πρώτη. Είναι πιο βαριά και δεν ξέρω και πότε, πού, πώς θα τελειώσει.
Μήπως αποχαιρετάμε και μια ολόκληρη εποχή; Κι αυτό το σκέφτομαι. Μετά, θα είναι τα πράγματα όπως πριν; Θα τα ξαναπιάσουμε από κει που τα αφήσαμε; Αμφιβάλλω. Έχουν ανοίξει κάποιες μαύρες τρύπες που δεν ξέρω πώς και πότε και με ποιον τρόπο θα κλείσουν, ή αν αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι συνέχεια αυτού που ήταν πριν. Φαντάζομαι ότι αυτοί που ξέρουν πολύ καλά από Ιστορία μπορούν να απαντήσουν πιο προφητικά. Εγώ απλώς λέω τους φόβους μου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.