To 2013 ο Στίβεν Σόντερμπεργκ ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την ενεργό δράση. Λίγους μήνες μετά ετοίμασε την πρώτη σεζόν του «The Knick».
Από το 2017 που επέστρεψε στο σινεμά μέχρι σήμερα έχει γυρίσει επτά ταινίες. Αν τον αποκαλούσαμε εργασιομανή, θα ήταν ευφημισμός.
Ένα άλλο του χαρακτηριστικό, πλην μιας παραγωγικότητας που παραπέμπει σε σκηνοθέτες των ‘30s, είναι η ποικιλομορφία στις επιλογές και η διάθεση για πειραματισμό. Πάντα τον απασχολούσαν ο τρόπος διανομής των ταινιών του και η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, αλλά από την επάνοδό του στο σινεμά και έπειτα μοιάζουν να έχουν τον κυρίαρχο ρόλο.
Έτσι γύρισε ταινίες ακόμα και με iPhone, ενώ με το «Logan Lucky» δοκίμασε τη μέθοδο της αυτόνομης διανομής στις αμερικανικές αίθουσες, για να καταλήξει ότι το μέλλον είναι στις πλατφόρμες και να παράγει πια ταινίες σχεδόν αποκλειστικά για αυτές, αδιαφορώντας αν θα προβληθούν (και) στις αίθουσες ή όχι.
Ενώ ο Σόντερμπεργκ κάνει ό,τι μπορεί για να φωτίσει κινηματογραφικά το πλάνο, η ψηφιακή κάμερα που χρησιμοποιεί γεννά ένα αποτέλεσμα που παραπέμπει περισσότερο σε ριάλιτι τηλεόραση, παρά σε σινεμά.
Το «Kimi» είναι η τελευταία του ταινία, που γυρίστηκε για λογαριασμό του HBO Max. Στην ταινία η Kimi είναι μια εικονική βοηθός τύπου Alexa. Η εταιρεία παρασκευής και συντήρησης της Kimi έχει προσλάβει εκατοντάδες πραγματικούς ανθρώπους προκειμένου να επεξεργάζονται φωνητικές εντολές που δεν εκτελέστηκαν και δηλώθηκαν ως σφάλματα από τους χρήστες, και να διορθώσουν την κατάσταση ώστε την επόμενη φορά που η Kimi θα λάβει μια σχετική εντολή, να την εκτελέσει δίχως προβλήματα.
Μια τέτοια εργαζόμενη, την Άντζελα, υποδύεται η Ζόι Κράβιτζ στο έργο, η δράση του οποίου εξελίσσεται εν μέσω πανδημίας. Σε κάποιους ίσως φαίνεται ακόμα λίγο νωρίς για να γυρίζονται ταινίες που να αξιοποιούν δραματουργικά τον κορωνοϊό, για κάποιους αυτή η συνθήκη ίσως να λειτουργήσει αποτρεπτικά ως προς την απόδραση, που είναι και το ζητούμενο στη συγκεκριμένη ταινία.
Καθώς επεξεργάζεται ένα αίτημα ανεκπλήρωτης εντολής, η Άντζελα ακούει στο ηχητικό απόσπασμα κάτι που μοιάζει με επίθεση σε μια γυναίκα. Ενώ προσπαθεί να επικοινωνήσει με τους προϊσταμένους ώστε να τους ενημερώσει για το έγκλημα, έρχονται στον νου μας συνειρμικά ταινίες όπως το «Blow Up» και η «Συνομιλία», όμως ο Σόντερμπεργκ μας έχει ήδη προϊδεάσει για τον τύπο ταινίας που θέλει να κάνει πολύ πιο πριν, βάζοντας την ηρωίδα να σκανάρει την απέναντι πολυκατοικία και χτίζοντας έτσι μια σειρά από επιμέρους κάδρα, όπου συχνά εξελίσσεται μια άλλη ταινία.
Προφανής η επίκληση στο χιτσκοκικό «Rear Window», το οποίο έγινε επίκαιρο και βιωματικά –γιατί κινηματογραφικά είναι πάντα– κατά την πρώτη περίοδο της πανδημίας, όταν η επαφή μας με τον έξω κόσμο ήταν κατά κύριο λόγο το παράθυρο της πολυκατοικίας μας.
Ούτε και το «Rear Window», όμως, είναι το ακριβέστερο χιτσκοκικό σημείο αναφοράς του Σόντερμπεργκ. Στόχος του Αμερικανού δημιουργού είναι να στήσει σασπένς τύπου «North by Northwest» και «Torn Curtain», με τον κλοιό γύρω από την ηρωίδα να σφίγγει ολοένα και περισσότερο και να αναρωτιέσαι με ποιον τρόπο θα ξεμπλέξει. Η υποχονδρίαση της Άντζελα κάνει την πανδημία ακόμα ένα εμπόδιο που καλείται να ξεπεράσει, ειδικά όταν βρίσκεται αναγκαστικά στον έξω κόσμο.
Ο Σόντερμπεργκ στήνει με βιρτουοζιτέ το κυνηγητό που ακολουθεί, αξιοποιώντας την πανδημία προς όφελος της αφήγησης, με highlight τη νευρώδη σκηνή της διαδήλωσης και μια ντεπαλμική –εκ του ΝτεΠάλμα– camp κλιμάκωση.
Το σενάριο του Ντέιβιντ Κεπ δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, υποστηρίζει όμως το χιτσκοκικό όραμα του Σόντερμπεργκ, γεννώντας διαρκώς απρόοπτα, από τα οποία προκύπτει το σασπένς.
Εκεί που χάνει πόντους στα μάτια μου η ταινία είναι στην έκδηλη «ψηφιακότητα» της όψης της. Ενώ ο Σόντερμπεργκ κάνει ό,τι μπορεί για να φωτίσει κινηματογραφικά το πλάνο, η ψηφιακή κάμερα που χρησιμοποιεί γεννά ένα αποτέλεσμα που παραπέμπει περισσότερο σε ριάλιτι τηλεόραση, παρά σε σινεμά.
Αν κρίνω κι από ταινίες σαν το «Unsane» και το «High Flying Bird», πρόκειται για μια απόφαση συνειδητή, φέρνει σαν όφελος μια σχετικότητα με την κυρίαρχη εικόνα της εποχής, όπως την εννοεί (και) ο ίδιος, έχει, όμως, το κόστος της οπτικής ουδετερότητας.