Ποιες είναι οι βασικότερες προκλήσεις για την αντιμετώπισή του κορωνοϊού; Γιατί ενώ έχουμε καταφέρει να περιορίσουμε τον Έμπολα δεν συμβαίνει το ίδιο με τη νέα πανδημία; Ποιο θα είναι το αποτύπωμα που θα αφήσει πίσω του ο ιός; Θα καταφέρει να μας κάνει λιγότερο ανθρώπινους; Τέσσερις επιδημιολόγοι με μεγάλη εμπειρία από υγειονομικές κρίσεις στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα δίνουν τη δική τους ανταπόκριση από το μέτωπο του κορωνοϊού σε Ισπανία, Γαλλία, Ιορδανία και νησιά Φίτζι, όπου βρίσκονται.
Ο Κώστας Ντάνης εργάζεται στον Γαλλικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας ως επιδημιολόγος για την αντιμετώπιση του κoρονοϊού. «Κάθε μέρα αντιμετωπίζουμε καινούριες προκλήσεις. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Εδώ η κατάσταση είναι αρκετά δύσκολη. Πολλοί θάνατοι ιδιαίτερα στα γηροκομεία που εδώ είναι πάρα πολλά. Ελπίζω στην Ελλάδα, τα πράγματα να εξελιχθούν πιο ομαλά. Είναι σημαντικό που ελήφθησαν μέτρα πιο νωρίς σε σχέση με τη Γαλλία». Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα έχουν ξεκινήσει δράσεις στη Γαλλία για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, επικεντρώνοντας στις ευάλωτες ομάδες που ζουν στους δρόμους.
Και στην Ισπανία, όμως, όπου εργάζεται η επιδημιολόγος, Ηρώ Ευλαμπίδου, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. «Δουλεύω από το σπίτι σε ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης επιδημιολόγων από χώρες της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας (MediPIET). Η Ισπανία είναι μία από τις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία. Η κατάσταση σε κάποιες περιοχές είναι χειρότερη, όπως στη Μαδρίτη όπου οι δομές υγείας έχουν αρχίσει να πιέζονται». Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα έχουν στήσει δύο προσωρινά νοσοκομεία γύρω από τη Μαδρίτη για να αποσυμφορήσουν τις δομές υγείας της χώρας.
Η διαφορά με άλλες επιδημίες είναι ότι τώρα έχουν προσβληθεί σχεδόν όλες οι χώρες του πλανήτη. Λόγω του σχετικά υψηλού βασικού ρυθμού μετάδοσης, ένα άτομο θα μολύνει περίπου τρία άτομα ακόμη, εάν δεν ληφθούν μέτρα. Σε αρκετές χώρες έχει προσβληθεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού και λόγω αυτής της μεγάλης εξάπλωσης της πανδημίας λαμβάνονται πρωτοφανή μέτρα.
Γιατί όμως αυτή η πανδημία είναι διαφορετική από άλλες; Ποια είναι τα βασικά της χαρακτηριστικά; «Μιλάμε για έναν νέο ιό, την επιδημιολογία του οποίου μαθαίνουμε παράλληλα με την εξέλιξη της πανδημίας. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), τα εθνικά συστήματα υγείας και η ιατρική επιστήμη δεν βρίσκονται στο σημείο που βρίσκονταν το 2009, κατά την τελευταία πανδημία (H1N1). Εξάλλου οι κοινωνικές εξελίξεις, οι οικονομικές και εμπορικές σχέσεις μεταξύ των κρατών, η λειτουργία της ενημέρωσης και κυρίως η διείσδυση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης διαμορφώνουν ένα καινούργιο περιβάλλον. Την επιδημιολογία του ιού θα τη μάθουμε σχετικά γρήγορα, για τα υπόλοιπα όμως θα χρειαστεί να περάσει καιρός, αφού απαιτείται έρευνα από πολλούς και ποικίλους επιστημονικούς κλάδους (νομική, κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες)» τονίζει ο επιδημιολόγος, Γιώργος Καραπανάγος, από την Ιορδανία, όπου βρίσκεται σε αποστολή με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα. Το ξέσπασμα της πανδημίας έχει αναγκάσει την οργάνωση να αλλάξει τις προτεραιότητες και τις δράσεις της εκεί. «Είμαστε αντιμέτωποι με μια κρίσιμη κατάσταση, την εκδήλωση της επιδημίας σε πολυπληθέστατο καταυλισμό προσφύγων στα σύνορα με τη Συρία».
«Η διαφορά με άλλες επιδημίες είναι ότι τώρα έχουν προσβληθεί σχεδόν όλες οι χώρες του πλανήτη. Λόγω του σχετικά υψηλού βασικού ρυθμού μετάδοσης (basic reproductive rate), ένα άτομο θα μολύνει περίπου τρία άτομα ακόμη, εάν δεν ληφθούν μέτρα. Σε αρκετές χώρες έχει προσβληθεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού και λόγω αυτής της μεγάλης εξάπλωσης της πανδημίας λαμβάνονται πρωτοφανή μέτρα» τονίζει ο Κώστας Ντάνης.
«Δεν νομίζω πως έχουμε δει ποτέ τέτοια κινητοποίηση σε προηγούμενες πανδημίες. Το καλό σε αυτή την πανδημία είναι ότι τα συστήματα υγείας πολλών χωρών είναι πολύ καλύτερα σε σχέση με 20, 30 ή 100 χρόνια πριν και αυτό μειώνει την πιθανότητα θανάτου στα σοβαρά περιστατικά» προσθέτει η Ηρώ Ευλαμπίδου.
Η μεγαλύτερη πρόκληση αυτή τη στιγμή είναι ο έλεγχος της πανδημίας, καθώς πρόκειται για έναν ιό που εξαπλώνεται πολύ εύκολα και με ταχύτατους ρυθμούς. «Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι που να μην αποτελεί πρόκληση στην αντιμετώπιση του COVID-19 στις μέρες μας. Βέβαια, η αντιμετώπισή της νέας αυτής πανδημίας σε χώρες με εξαιρετικά αδύναμες δομές υγείας και κοινωνικής αλληλεγγύης κάνει τα πράγματα πολύ πιο δύσκολα. Μάλιστα, αν αναλογιστούμε πως είμαστε ακόμα στην αρχή διανύοντας τους πρώτους δυόμισι μήνες της πανδημίας, καταλαβαίνετε ότι έχουμε ακόμη δρόμο. Είναι πάρα πολύ πιθανό αυτό που είδαμε να γίνεται αρχικά στην Κίνα κι αυτό που βλέπουμε να γίνεται τώρα στην Ιταλία και την Ισπανία να είναι το ελάχιστο μπροστά σε αυτό που δύναται να συμβεί σε άλλες περιοχές με λιγότερους διαθέσιμους πόρους» τονίζει ο Γιώργος Θεοχαρόπουλος, επιδημιολόγος και μέλος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα με 14ετη εμπειρία σε προγράμματα της οργάνωσης, όπως της καταπολέμησης του Έμπολα το 2014. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε νησιά του Ειρηνικού, όπου εργάζεται με άλλο διεθνή οργανισμό υγείας για την καταπολέμηση και τον έλεγχο επιδημιών, όπως η ιλαρά και ο δάγκειος πυρετός, τη στιγμή που και σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη έχουν εμφανιστεί τα πρώτα κρούσματα κορωνοϊού. «H επαγρύπνηση και η προετοιμασία συνεχίζονται κι εδώ με αμείωτη ένταση», αναφέρει σχετικά.
Πώς όμως καταφέραμε έναν άλλο επικίνδυνο και σαρωτικό ιό, όπως είναι ο Έμπολα να τον «περιορίσουμε» σε μία ήπειρο, ενώ με τον κορωνοϊό αυτό φάνηκε αδύνατο;
«Η μετάδοση του Έμπολα γίνεται με την επαφή, ενώ η μετάδοση του κορωνοϊού γίνεται μέσω της αναπνευστικής οδού, δηλαδή πολύ πιο εύκολα. Τα συμπτώματα του Έμπολα δεν είναι τόσο συνηθισμένα και είναι πολύ πιο σοβαρά και επομένως είναι πολύ πιο εύκολη η ανίχνευση των κρουσμάτων και η έγκαιρη απομόνωσή τους για την αποφυγή της μετάδοσης» τονίζει ο Κώστας Ντάνης, που έχει εργαστεί σε προγράμματα Έμπολα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Αφρική.
«Η COVID-19 λοίμωξη εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μια πολυπληθή πόλη της Κίνας με μεγάλη και διεθνή κίνηση στο αεροδρόμιό της. Είναι πολύ εύκολο για μια αναπνευστική λοίμωξη να διασπαρεί στον υπόλοιπο κόσμο μέσω των αεροπορικών ταξιδιωτών. Ο Έμπολα περιορίστηκε σε μια ήπειρο αν και είχαμε κρούσματα και σε άλλες ηπείρους, αλλά ήταν σχετικά πιο εύκολο, αν και μας πήρε αρκετό χρόνο και κόπο και φυσικά χάθηκαν πολλές ζωές» προσθέτει η Ηρώ Ευλαμπίδου.
Κι ενώ η πανδημία θα έχει ημερομηνία λήξης, όπως εκτιμούν οι επιδημιολόγοι, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε ακριβώς θα γίνει αυτό και πώς θα είναι η επόμενη μέρα; Θα μας βρει άραγε λιγότερο... ανθρώπινους, πιο απόμακρους, ψυχικά τραυματισμένους ή με μεγαλύτερες δόσεις αλληλεγγύης και ανθρωπισμού;
«Είναι πολλοί αυτοί που υποστηρίζουν με απογοήτευση ότι "τίποτα δεν θα είναι όπως πριν". Κάτι τέτοιο είναι μάλλον λογικό και αναμενόμενο και νομίζω πως όλοι συμφωνούν ότι τώρα επικρατούν συνθήκες αβεβαιότητας για την έκβαση της πανδημίας και τις επιπτώσεις στην κοινωνία και την οικονομία. Ωστόσο στην καταπολέμηση της εξάπλωσης και στον έλεγχό της νόσου δίνεται μεγάλη μάχη σε ένα πολύ πιθανά μακροχρόνιο αγώνα. Κάτι τέτοιο απαιτεί συσπείρωση και αλληλεγγύη. Γιατί, λοιπόν, να μην είναι τα πράγματα κάπως καλύτερα μετά από όλη αυτή τη δοκιμασία αφού μπορεί η γνώση που θα αποκτηθεί από αυτή την εμπειρία να μας αλλάξει προς το καλύτερο;» αναρωτιέται ο Γιώργος Θεοχαρόπουλος επισημαίνοντας πως ο καθένας από εμάς πρέπει να μπορεί να συμβάλει σε αυτή την προσπάθεια γιατί από μόνο του τίποτα δεν μπορεί να γίνει.
«Η επιδημία του κορωνοϊού, όπως και κάθε άλλη επιδημία, δεν συνιστά απειλή για τον ανθρωπισμό μας. Υπεύθυνη για την απώλεια ή τη διαφύλαξή του είναι η κοινωνία που πλήττεται από μια τέτοια επιδημία. Η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα κοινωνιών που σε ζοφερές περιόδους έξαρσης πανδημιών διαφύλαξαν την ανθρωπιά τους, άλλα και κοινωνιών που απέτυχαν οικτρά. Οι ρατσιστικές επιθέσεις και τα πογκρόμ κατά των Εβραίων στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της Μαύρης Πανώλης είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι, όταν ξέσπασε η κρίση του HIV/AIDS, διάφοροι ακτιβιστές κατάφεραν με κρίσιμες δημόσιες παρεμβάσεις τους να επηρεάσουν την πολιτική των ΗΠΑ για τη νομιμοποίηση των γενόσημων αντιρετροϊκών φαρμάκων και να προσφέρουν θεραπεία σε πάρα πολλούς Αφρικανούς. Με λίγα λόγια, εξαρτάται από εμάς αν η πανδημία του κορωνοϊού θα οδηγήσει στην καταρράκωση ή την ανάδειξη του ανθρωπισμού μας» προσθέτει ο Γιώργος Καραπανάγος.
Ο τρόπος μετάδοσης του ιού ακουμπάει βασικά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως η επαφή και η αγκαλιά και η πρόληψη απαιτεί απόσταση και απομόνωση. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε, σύμφωνα με την Ηρώ Ευλαμπίδου, πως η ίδια η απομόνωση μπορεί να μας φέρει πιο κοντά όταν καθίσουμε να αναλογιστούμε γιατί το κάνουμε αυτό, και αναγνωρίσουμε πως η θυσία της δικής μας ανάγκης για επαφή για ένα μικρό χρονικό διάστημα είναι αυτή η οποία θα σώσει ίσως τη ζωή ανθρώπων που αγαπάμε καθώς και άλλων άγνωστων σε εμάς. «Είναι μια ευκαιρία ίσως να συνειδητοποιήσουμε το πόσο σημαντική είναι τελικά η ανθρώπινη και ουσιαστική επαφή ώστε με τη λήξη της κρίσης – αλλά και κατά τη διάρκειά της – να έρθουμε πιο κοντά στους ανθρώπους που αγαπάμε, να επικοινωνούμε πιο συχνά μαζί τους και να εκφράζουμε ανοιχτά τα συναισθήματά μας για αυτούς».
Μάθε εδώ πώς μπορείς να βοηθήσεις τη δράση των Γιατρών Χωρίς Σύνορα κατά του Covid-19.
σχόλια