Κύριε Καίσαρη, μπορείτε να μου μιλήσετε για διάφορα πράγματα γενικά, σας παρακαλώ;
Παίζω μπιρίμπα με περιορισμό να κατεβάζεις τουλάχιστον εβδομήντα πέντε πόντους μετά τα χίλια. Προσπαθώ συχνά να επιβάλλω τη γνώμη μου, πιστεύοντας ότι είναι σωστή. Φωνάζω, και πολλές φορές το κάνω ακόμη κι όταν δεν είμαι νευριασμένος. Βρίζω αρκετά. Ξυπνάω γύρω στις 6:30. Παλιότερα ξυπνούσα γύρω στις 8 και πιο παλιά στις 9. Πάντα παίρνω πρωινό*. Μόλις σηκωθώ, τρώω φρούτα, όπως πορτοκάλια και μανταρίνια, τέτοια πράγματα. Δεν μου αρέσει το αβοκάντο και δεν μου αρέσει ιδιαιτέρως ο ανανάς. Δηλαδή μπορεί να φάω καμιά φορά, αλλά δεν μπορώ να πω ότι μου αρέσει. Επίσης μου αρέσει πολύ το ασπράδι των βραστών αβγών. Μετά κάνω μπάνιο, ξυρίζομαι και παίρνω μια ασπιρίνη για την καρδιά. Το σπίτι όπου μεγάλωσα ήτανε στην οδό Νικηταρά, στον αριθμό 14, απέναντι ήτανε το καλύτερο μπουρδέλο που υπήρχε εκείνη την εποχή στην Αθήνα. Γεννήθηκα το 1940. Το 1944 οι Αριστεροί είχανε μαζευτεί στα Εξάρχεια και οι Εγγλέζοι ή οι Χίτες ή και οι δυο μαζί είχανε φτιάξει ένα οχυρωμένο πολυβολείο κοντά στο σπίτι, οπότε στην περιοχή πολύ συχνά γινόταν της πουτάνας. Στην πολυκατοικία έμενε και η Ειρήνη Παππά, αλλά δεν λεγόταν Παππά τότε. Εμείς μέναμε στον πρώτο όροφο. Η πόρτα μας ήτανε φάτσα στον διάδρομο. Μόλις έμπαινες, υπήρχε ένα μικρό χολάκι όπου συνήθως περιμένανε κάποιοι ασθενείς του μπαμπά, τον μπαμπά. Ο πατέρας μου ήτανε γιατρός. Η ειδικότητά του ήταν δερματολόγος-αφροδισιολόγος. Το δωμάτιο του ιατρείου ήταν δεξιά και αριστερά ήτανε ένα μικρό σαλόνι και μια μικρή τραπεζαρία. Ένα παραβάν έκρυβε το υπόλοιπο σπίτι, δηλαδή το δωμάτιο της μαμάς και του μπαμπά, την κουζίνα, το δωμάτιό μου και το δωμάτιο της υπηρεσίας. Η υπηρεσία που είχαμε ήταν ακριβώς σαν τις υπηρεσίες των ελληνικών ταινιών. Το δωμάτιό μου ήταν 4 μέτρα μήκος και 3,5 πλάτος και είχαμε βάλει κάτι ράφια για να τοποθετήσουμε την εγκυκλοπαίδεια του Ήλιου. Η πρώτη ήταν της Εστίας και η δεύτερη του Ήλιου. Δεν υπήρχε η Μπριτάνικα τότε. Σχολείο πήγα στην Ιόνιο Σχολή που ήταν στην Ακαδημίας και τη διευθύνανε δυο Γερμανίδες λυσσασμένες γυναίκες. Διώξανε τον αδερφό μου, έφυγα κι εγώ και μετά πήγαμε στη Σχολή Σαλβάνου, στη Βίκτωρος Ουγκώ, επίσης μεγάλη περιοχή μπουρδέλων εκεί, εάν θυμάσαι. Ο Σαλβάνος ήτανε παλιά διευθυντής στη Σχολή Μεταξά που ήτανε και γαμώ τα σχολεία. Η μάνα μου ήτανε από μια πλούσια οικογένεια. Τους Βουράκηδες. Ο παππούς μου, ο πατέρας του πατέρα μου, ήταν από την Αίγινα, εργολάβος οικοδομών και βασιλικός. Λόγω της σχέσης του με τον βασιλιά Γεώργιο είχε χτίσει όλα τα σχολεία εκείνη την εποχή που ήτανε κάπως colonial, ξέρεις, αυτά με το αέτωμα στη μέση. Με τα λεφτά που έβγαζε αγόραζε σπίτια και οικόπεδα στο Κουκάκι. Ο άλλος παππούς μου, ο πατέρας της μάνας μου, ήτανε Κρητικός και βενιζελικός. Το μίσος ανάμεσα σε αυτούς τους δυο ανθρώπους ήτανε τεράστιο, πολύ μεγάλο, τεράστιο. Μένανε και οι δυο στο Κουκάκι. Το Κουκάκι λέγεται Κουκάκι γιατί, όταν αποφασίσανε να κάνουνε το τραμ, υπήρχε μια διαμάχη για το αν θα γίνει η στάση στη γωνιά του σπιτιού του παππού Καίσαρη ή στο σπίτι του βιομήχανου Κουκάκη και, λόγω του μίσους, μεσολάβησε ο παππούς Βουράκης, που ήτανε συντοπίτης του βιομηχάνου Κουκάκη, και η στάση έγινε μπροστά στο δικό του σπίτι. Η μητέρα μου ήταν μελαχρινή. Συνάντησε για πρώτη φορά τον πατέρα μου στο Κουκάκι, καθώς πήγαινε στο σπίτι της στην οδό Γαργαρέτα. Αυτός της είπε κάτι για τις γάμπες της κι ερωτευτήκανε. Όταν ο παππούς Βουράκης έμαθε για τις συναντήσεις της κόρης του με τον μπαμπά μου την έβαλε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και της έκοψε τη γάμπα με ένα μαχαίρι για να την τρομοκρατήσει. Μας το έδειχνε συχνά η μάνα μου αυτό το σημάδι. Φυσικά ξανασυναντηθήκαν, κι έτσι ο παππούς αναγκάστηκε να τη στείλει στη Νάξο, εσωτερική στις καλόγριες Σεν Ζοζέφ. Μόλις τέλειωσε το σχολείο, γύρισε στην Αθήνα και παντρευτήκανε με τον μπαμπά. Τα πάντα για εκείνη ήταν ένα παραμύθι, το πώς περπάταγε, το πώς μίλαγε. «Βλέπεις εκείνο το δωμάτιο στη Μεγάλη Βρετάννια; Είναι η προεδρική σουίτα και σε αυτό το δωμάτιο έχω περάσει αξέχαστες στιγμές, πραγματικά αξέχαστες» και κανείς δεν ήξερε εάν αυτό ήταν αλήθεια η όχι. Είχα έναν μεγαλύτερο αδερφό που ήτανε γιατρός, αλλά δεν υπάρχει πια. Τον Γιάννη. Άρχισα να παριστάνω τον έμπορο από πολύ μικρός. Οι νέες απαιτήσεις της μεταπολεμικής εποχής ήταν οι νάιλον κάλτσες και η Nivea, έτσι αποφάσισα να πουλάω νάιλον κάλτσες και Nivea σε θείες μου για να βγάζω λεφτά. «Θεία, είσαι πολύ μοντέρνα γυναίκα και είναι απαράδεκτο θεία να φοράς εσύ μάλλινες κάλτσες». Στα 18 έδωσα εξετάσεις στο Πολυτεχνείο, αλλά έγραψα χάλια στην έκθεση γιατί κάποιος μαλάκας που τη διόρθωσε έκανε ότι ήμουνα εκτός θέματος. Το θέμα ήτανε «Η βιομηχανία του τουρισμού». Μετά έδωσα στην Ανωτάτη Εμπορική και στην Ανωτάτη Βιομηχανική. Πέρασα και στις δυο και αποφάσισα να παρακολουθήσω τη δεύτερη γιατί ήταν καινούργια σχολή και γιατί υπήρχε για πρώτη φορά το μάθημα με το περίεργο όνομα Business Administration. Παράλληλα κολυμπούσα, ξέρεις, ήμουνα πρωταθλητής εφήβων στα 1.500 μ., τότε ήμουνα κοντός και ψιλοχοντρούλης και αν θυμάσαι πρώτος ερχότανε συνέχεια ένας Γιούρι Σιδόροφ, Έλληνας ήτανε και μετά νομίζω έγινε γιατρός στο Σάλτσμπουργκ αυτός. Επίσης, μια γκομενίτσα από το Λύκειο Ελληνίδων μεσολάβησε και γράφτηκα στο χορευτικό τμήμα του σχολείου. Ντυνόμουν τσολιάς, Κρητικός και πόντιος. Ήμουνα φανταστικός και επειδή μιλούσα λίγο τα αγγλικά μου και μιλούσα και λίγο τα γαλλικά μου πέρασα πολύ ωραία εκεί με τις κοπέλες του σχολείου, καταλαβαίνετε. Κάναμε ταξίδια και τέτοια στο εξωτερικό. Δεν ήμουνα εμφανισιακά πολύ λεβέντης για τσάμικο, αλλά στα νησιώτικα ήμουν εξαιρετικός και στα ποντιακά επίσης, γιατί τα ποντιακά θέλανε τρέμουλο κι εγώ το τρέμουλο το ήξερα καλά από το σουίνγκ. Η πρώτη μου αρραβωνιαστικιά είχε έναν μπαμπά που είχε ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας. Πολύ ωραία κοπέλα. Παράτησα το πανεπιστήμιο στο τρίτο έτος. Μετά χωρίσαμε. Έδωσα εξετάσεις στην Εθνική Τράπεζα. Λένε ότι με βοήθησε ένας θείος μου να μπω, αλλά λένε βλακείες γιατί εγώ είχα γράψει καλά. Αλήθεια. Στην Εθνική Τράπεζα με βάλανε σ’ ένα γκισέ κι έκατσα για 17 μέρες γιατί μετά πλάκωσα στο ξύλο τον προϊστάμενό μου, ο οποίος ήτανε πολύ μαλάκας και μου έλεγε συνέχεια: «Κάνετε πολύ άσχημα, κύριε Καίσαρη, γράμματα, κάνετε πολύ άσχημα, κύριε Καίσαρη, γράμματα». Μετά ο πατέρας μου μού είπε να πάω στους Βουράκηδες να μάθω τη δουλειά και μου έδωσε 700.000 δρχ. Ήμουνα σ’ ένα όροφο και πούλαγα σε φίλους. Αλλά ήθελα μαγαζί, αυτό το μαγαζί ήθελα δηλαδή συγκεκριμένα. Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου. Αυτό. Παλιά ήτανε καφενείο. Από το 1908, το καφενείο του Ορφανίδη, αποκλείεται να το θυμάσαι εσύ. Έχω πολλές γραβάτες και τώρα τελευταία φοράω λίγο πιο στενές και αυτό συμβαίνει γιατί έχω την εντύπωση πως αυτές με κάνουν λίγο πιο, πως να το πω, πιο νεανικό. Έχω μια ζώνη που αγαπάω πάρα πολύ και μου την έχει φέρει ένας φίλος μου από την Αμερική. Έχει μια αγκράφα μπροστά και όταν τη βάζω όλοι με κοροϊδεύουνε και μάλλον λένε «κοίτα τον γέρο μια ζώνη που φοράει», αλλά δεν με νοιάζει καθόλου.
Κύριε Καίσαρη, θα ήθελα να μου πείτε τι έχει πάνω αυτή η αγκράφα αυτής της ζώνης.
Έχει κάτι σαν αστέρι. Όχι σαν αστέρι δηλαδή, (παύση) αστέρι είναι. Κανονικό.