Γεννήθηκα το '54 στην Αθήνα, αλλά ουσιαστικά μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη. Η μητέρα μου είναι από τη Σμύρνη, ο μπαμπάς μου ήταν από τη Σέριφο και μωρό ακόμη με πήγαν στη Νέα Σμύρνη. Εκεί, όταν το '30 ο Βενιζέλος είχε δώσει οικόπεδα στους πρόσφυγες, ο παππούς μου έφτιαξε τον πρώτο φούρνο της περιοχής. Ως «Τσανακαλιώτη» τον ξέρανε, γιατί ήταν από το Τσανάκ-Καλέ. Εκεί, λοιπόν, που τότε ήταν ερημιά, έκανε τον πρώτο φούρνο. Όταν γεννήθηκα εγώ, ήταν μια συνοικία όλο σπιτάκια και κήπους, αυλές και λουλούδια, ένα πραγματικά πανέμορφο μέρος που τότε το έλεγες και εξοχή. Εξακολουθεί να είναι ένα όμορφο προάστιο, παρόλο που από τη δεκαετία του '70 πήρε να αλλάζει τρομερά με τις πολυκατοικίες. Αλλά ακόμη το σώζουν τα πάρκα και οι φαρδιοί δρόμοι που έχει.
• Δημοτικό πήγα τα τρία πρώτα χρόνια σ' ένα ιδιωτικό και μετά τελείωσα το δημοτικό της Νέας Σμύρνης, δίπλα στον Πανιώνιο και στον Μίλωνα. Γυμνάσιο πήγα στο Βαρβάκειο, που ήταν τότε πρότυπο σχολείο, δεν ξέρω αν είναι ακόμη... Ήταν τη χρονιά που μπαίνανε με κλήρωση – επειδή ήταν ακόμη στα πράγματα ο Γεώργιος Παπανδρέου. Βρισκόταν στα Εξάρχεια. Πρώτα στην Κωλέττη και μετά στην Αραχόβης. Οπότε, από τα 12 μου εκπληρώθηκε το όνειρο της ζωής μου: πάντα ήθελα να ζήσω στο κέντρο της Αθήνας. Αυτό το πηγαινέλα κάθε μέρα με το λεωφορείο στην Αθήνα ήταν η βόλτα μου. Μ' άρεσε πολύ το κέντρο, γι' αυτό και με το που τελείωσα με όλες τις υποχρεώσεις –στρατό κ.λπ– εγκαταστάθηκα στα Εξάρχεια, όπου και έζησα 17 χρόνια. Αγαπάω τρομερά την Αθήνα, δεν την αλλάζω με τα καλά όλου του κόσμου.
• Πήγα στη Νομική ταυτόχρονα με τη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη και για 3 μαθήματα δεν πήρα ποτέ το πτυχίο της Νομικής. Αρχίσαμε τα θέατρα και τα συναφή, το μυαλό μου είχε πάει τελείως αλλού κι έτσι το άφησα. Δεν θυμάμαι τίποτα. Το μόνο, ίσως, που μου έμεινε από τη Νομική, και χαίρομαι που σε έναν βαθμό τη σπούδασα, ήταν η τεράστια σημασία των λέξεων, κάτι που ισχύει και στο θέατρο. Και ότι σε βάζει σε έναν τρόπο σκέψης. Αυτό κάτι μου άφησε, ελπίζω. Αλλά πράγματα όπως το αστικό δίκαιο και τι είναι αυτό έχουν διαγραφεί εντελώς.
Την τρέμω την τεχνολογία. Έχω ένα κομπιούτερ που όποτε το ανοίγω τρέμει η ψυχή μου τι λάθος θα κάνω, μέχρι να βρω κάτι κάνω εκατό χρόνια, το κινητό μου είναι μια παλιατσαρία. Δεν μπορώ να μη δεχθώ ότι είναι μια επανάσταση όμως. Απλώς, έχει σημασία ο τρόπος που τη χρησιμοποιείς.
• Το πρώτο ερέθισμα για να μπω στην υποκριτική ήταν η Λαμπέτη. Για πρώτη φορά στη ζωή μου με πήγαν σε θέατρο όταν ήμουν 13 χρονών. Ούτε ήξερα ποια είναι η Λαμπέτη ούτε τίποτα και έζησα την πιο συγκλονιστική εμπειρία. Με το που βγήκε αυτή η γυναίκα στη σκηνή, ξέχασα τα πάντα. Νόμιζα ότι είχε διαρκέσει 5 λεπτά το έργο και ήμασταν εκεί δύο ώρες. Μετά μάζευα λεφτά – είχαμε πολύ ανοιχτό σπίτι, κάθε Κυριακή ερχόταν κόσμος και το χαρτζιλίκι που μου έδιναν το κρατούσα. Το αποτέλεσμα ήταν αυτό το έργο να το δω ξανά άλλες 7 φορές, μόνος μου! Πήγαινα κι έβλεπα τη Λαμπέτη: αυτός ήταν ο πρώτος έρωτας για το θέατρο. Ένας έρωτας που έγινε πιο συγκεκριμένος όταν στη Γ' Γυμνασίου πήγα για πρώτη φορά στο Υπόγειο του Κουν και είδα το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας. Εκεί θυμάμαι που πρώτη φορά είπα μέσα μου, πολύ δειλά: «Κι εγώ αυτό θέλω να γίνω». Και ήθελα μάλιστα να μπω και στο θέατρο του Κουν. Αλλά, δυστυχώς, δεν πέρασα κι έτσι πήγα στη Σχολή Κατσέλη. Χαίρομαι, όμως, που βρέθηκα εκεί. Καταρχάς, ήταν στη Νέα Σμύρνη, σ' έναν δρόμο με δέντρα και ήταν πολύ οικογενειακού τύπου σχολή. Ο δε Κατσέλης ήταν ένας άνθρωπος γεννημένος για παιδαγωγός και νομίζω πως αυτό εμένα μου πήγαινε καλύτερα. Ήταν πιο ομαλή η μετάβαση προς αυτό το οικογενειακό θέατρο. Πάντα ήμουν της οικογένειας – και στο θέατρο. Μ' αρέσουν οι οικογενειακές περίοδοι με ηθοποιούς, δεν μου αρέσει να περιφέρομαι. Αυτό, το ότι γνωρίζεις τον άλλον, τον μαθαίνεις, σε μαθαίνει, αποκτάτε μια κοινή γλώσσα, έχετε μια κοινή αισθητική, με κάνει να νιώθω πιο ασφαλής. Το άλλο, που κάθε χρόνο συναναστρέφεσαι με κάποιους ανθρώπους κι εκεί που πας να τους γνωρίσεις, τελειώνει το έργο, συγγνώμη, εμένα δεν μου πάει. Γι' αυτό και επί της ουσίας, στα επαγγελματικά, έχω περάσει τη ζωή μου σε τρία οικογενειακά σχήματα: το ένα ήταν με τον Λευτέρη τον Βογιατζή, μετά στο Εμπρός και μετά στο Εμπορικό. Τα άλλα ήταν πολύ μικρές παρενθέσεις. Φαίνεται, μου πάει η οικογένεια που δεν απέκτησα. Καθώς είμαστε μια χώρα χωρίς καθόλου κοινή θεατρική παιδεία –άσε που είμαστε όλοι ξερόλες–, είναι πολύ σημαντικό ο άλλος να σε ξέρει, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά σου, γιατί έτσι σε εμπιστεύεται και τον εμπιστεύεσαι. Κι αυτό θέλει χρόνο.
• Και στις τρεις περιπτώσεις που συμμετείχα στην τηλεόραση, ήμουν πολύ τυχερός. Κάθε φορά που μου πρότειναν κάτι, πάντα αρνιόμουν, γιατί τη φοβόμουν και πάντα ο σκηνοθέτης επέμενε, γιατί κάτι έβλεπε. Και με το «Μινόρε της Αυγής» και με το «Δέκα» και με τη «Λέξη που δε λες» είχα πει «όχι». Έπεσα σε σκηνοθέτες που αγαπούσαν πολύ το υλικό με το οποίο θα καταπιάνονταν. Στον Μεσθεναίο με το ρεμπέτικο που το λάτρευε, στην Πηγή με τον Καραγάτση, στον οποίο είχε κάνει φοβερή προεργασία, και τώρα στον Παπαδουλάκη, που είναι κινηματογραφικός σκηνοθέτης της τηλεόρασης. Έχω κι ένα ένστικτο να βλέπω το στραβό που έρχεται. Δεν αντιμετώπισα ποτέ το μέσο με το γνωστό «έλα μωρέ, τηλεόραση είναι». Ίσα-ίσα, επειδή απευθύνεσαι σε όλη την Ελλάδα, πρέπει να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς. Οπότε, τη δουλειά που έχω να κάνω στην τηλεόραση την αντιμετωπίζω με θεατρικούς όρους, δηλαδή με αφοσίωση. Όπως με όλους τους ρόλους γράφω «τ' άντερά» μου, έτσι κι εκεί. Ναι, εγώ με όλους τους ρόλους έχω τη μανία να γράφω πολύ. Αυτός είναι ο τρόπος μου να καταλάβω. Γράφω ό,τι μου κατέβει, φαντάζομαι το πρόσωπο, τη ζωή του πέρα από το έργο. Βασικά, αυτή είναι η δουλειά. Δεν είναι μόνο να κάνεις πρόβες αλλά πώς αυτό το πράγμα θα το πλάσεις ξανά με αφορμή τον συγγραφέα. Έτσι το βλέπω. Είναι η φάση που αγαπώ περισσότερο σ' αυτήν τη δουλειά. Κάνεις ένα ταξίδι. Δεν υποτιμώ το είδος, την τηλεόραση, οφείλω να τη σέβομαι. Γι' αυτό και συμμετείχα σε τρία πράγματα για τα οποία νιώθω περήφανος.
• Έγινε πολύ γρήγορα όλο αυτό με τη «Λέξη που δε λες», γιατί είχαν κάνει οντισιόν για τους ρόλους και όταν με κάλεσαν, δεν ήταν στα κρητικά. Ήταν κανονικός λόγος. Όταν μου έστειλαν το σενάριο, τότε διαπίστωσα ότι ο χαρακτήρας έπρεπε να μιλάει με κρητική διάλεκτο, ως παππούς, ως κάποιος που υπερασπίζεται τη γλώσσα και την παράδοση. Εκεί σκέφτηκα και είπα πολύ σοβαρά στον σκηνοθέτη ότι «ευχαριστώ πολύ, αλλά εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό», και μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Αυτός, επειδή είναι Κρητικός, μουρλός, επέμενε. Και τελικά, λέω, «άντε, ρε παιδί μου, ας το ρισκάρω». Μέσα σ' έναν μήνα, μ' έναν πολύ φίλο μου από το Ηράκλειο, είχα αρχίσει την εξάσκηση. Τι να μιλάμε στο τηλέφωνο κρητικά, τι να μου διορθώνει όλο το σενάριο σε κρητική διάλεκτο. Έκανα ταχεία εκμάθηση ενάμιση μήνα μέχρι ν' αρχίσουν τα γυρίσματα. Στην Κρήτη φτάσαμε για πρόβες 15 μέρες πριν από τα γυρίσματα και εκεί ήμουν όλη μέρα στην περίφημη Αγορά των Χανίων, με όλα εκείνα τα καφενεία όπου πάνε μεγάλοι άνθρωποι, για να στήνω αυτί και ν' ακούω τι λένε, να σημειώνω και να επαναλαμβάνω όλη μέρα τα λόγια στο ξενοδοχείο. Οι καθαρίστριες γελάγανε και τους έλεγα: «Μη νομίζετε ότι τρελάθηκα, πρέπει να μάθω τα λόγια μου». Πέρα από το θέμα του αυτισμού και το ότι ήθελα να συνεργαστώ με τον Παπαδουλάκη που είχε κάνει αυτή την υπέροχη δουλειά στο «Νησί», για μένα η πραγματική πρόκληση ήταν η κρητική γλώσσα. Αυτό με τράβηξε. Και μέχρι στιγμής, απ' ό,τι μου λένε, και οι Κρητικοί είναι ευχαριστημένοι, γιατί τους φοβόμουν κιόλας. Μετά την πρεμιέρα μου έστειλαν ένα μήνυμα ότι «όλη η Κρήτη σ' αγαπάει» και ησύχασα. Η Κρήτη είναι ένας πολύ ιδιαίτερος τόπος και λαός που προσπάθησα να τον αφουγκραστώ και είδα ότι απαρτίζεται από δύο στοιχεία: από τη μια είναι ελεύθεροι, περήφανοι, και από την άλλη έχουν μια έγνοια τι θα πει ο άλλος για τη ζωή τους. Ζουν σ' αυτή την αντίφαση.
Αυτό το πράγμα, το να ασχολείται ένας ηθοποιός με την πολιτική, εμένα μου είναι κάτι απίστευτα ξένο. Με έχουν προσεγγίσει ελάχιστες φορές, ίσως γιατί ξέρουν ότι είμαι λίγο ψωνάρα. Σιγά μη χάσω την τέχνη για την πολιτική. Ούτε γι' αστείο!
• Ακούω τα σύγχρονα ελληνικά και βγάζω φλύκταινες. Όταν ακούς από δημοσιογράφους κρατικών καναλιών αυτό το περίφημο «η πλήρη αποδοχή» υποφέρεις. Εδώ και 25 χρόνια διδάσκω σε σχολές και κάθε χρόνο διαπιστώνω μια τρομακτική αποκοπή από τη γλώσσα μας και με θλίβει. Αγγλισμοί, φατσούλες, συντομογραφίες... Από πείσμα, στη δραματική σχολή όπου διδάσκω κάνω Παπαδιαμάντη και Καπετανάκη γιατί ξέρω ότι είναι ο μόνος τρόπος για να ερωτευθούν ξανά οι νέοι την ελληνική γλώσσα. Και το θεωρώ νίκη μου. Σαν να απωθούμε το παρελθόν μας, εν ονόματι ποιου πράγματος δεν ξέρω.
• Με την τεχνολογία τα πάω... άθλια. Έχω πρόβλημα. Μου είπαν ότι τώρα βγήκε μια ταινία του Κεν Λόουτς που έχει αυτό το θέμα και θα πάω να τη δω, γιατί μάλλον είμαι σαν τον ήρωά του. Φαντάσου ότι αν είναι να ταξιδέψω Ευρώπη, με όλες αυτές τις τεχνολογικές αλλαγές, αν δεν έχω κάποιον μαζί μου, και να μου το χαρίζουν το ταξίδι, δεν πάω. Θα μείνω στο αεροδρόμιο – ούτε τη βαλίτσα μου δεν ξέρω να τσεκάρω. Την τρέμω την τεχνολογία. Έχω ένα κομπιούτερ που όποτε το ανοίγω τρέμει η ψυχή μου τι λάθος θα κάνω, μέχρι να βρω κάτι κάνω 100 χρόνια, το κινητό μου είναι μια παλιατσαρία. Δεν μπορώ να μη δεχθώ ότι είναι μια επανάσταση, όμως. Απλώς, έχει σημασία ο τρόπος που τη χρησιμοποιείς. Την τελευταία 10ετία, παρά τα οφέλη της, η τεχνολογία που μας έχει απομονώσει, μας έχει κάνει κουτσομπόληδες, νάρκισσους. Έχει πέσει μια βλαχιά με τα τεχνολογικά. Σε μια εποχή που κυριαρχεί η εικόνα, έχει πάει πίσω ο λόγος, η ίδια μας η σκέψη, σκεφτόμαστε όλο και πιο λίγο. Σαν να μη μπορούμε να ζήσουμε το εδώ και τώρα, σα να είμαστε σε ένα απέραντο ζάπινγκ, στην τηλεόραση, στα κινητά, στις ανθρώπινες σχέσεις, σε όλα μας. Σαν να μην μπορούμε να συγκεντρωθούμε. Το είχε πει καταπληκτικά ο Πίτερ Μπρουκ, ότι το θέατρο έχει γίνει ακόμη πιο δύσκολο ως Τέχνη, γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να συγκεντρωθεί σε ένα πράγμα.
• Ανεβάζω έργα που καταρχάς αρέσουν σ' εμένα. Εν συνεχεία, πρέπει να συμφωνούν και οι παραγωγοί, γιατί αυτοί βάζουν τα χρήματα. Επειδή αυτό το θέατρο έχει πάρει μια φυσιογνωμία που είναι οι επιλογές μου, πλέον σέβονται ακόμη και τις τολμηρές επιλογές, όπως η φετινή. Το Ήταν όλοι τους παιδιά μου με 9 πρόσωπα, για μικρή σκηνή, είναι μεγάλο ρίσκο και τους ευχαριστώ γι' αυτό. Καλώς ή κακώς, εμένα με συγκινούν αυτά τα έργα, των μεγάλων θεατρικών συγγραφέων του 20ού αιώνα. Αναζητώ με τρελή λαχτάρα ένα σύγχρονο ελληνικό έργο για να παίξω, αλλά ακόμη δεν το 'χω βρει. Ουίλιαμς, Μίλερ, Πίντερ, Μπέκετ για μένα παραμένουν η μεγαλύτερη θεατρική τροφοδοσία. Θα 'θελα πολύ, όμως, ένα καλό ελληνικό έργο. Βρήκα ενδιαφέρουσα τη Δεύτερη Φωνή των Ρέππα - Παπαθανασίου ωστόσο.
• Η μετάφραση είναι το κορυφαίο εργαλείο για τον σκηνοθέτη, το πώς θα αποδώσεις το πνεύμα του συγγραφέα σε πολύ καλά ελληνικά. Είναι τέχνη ισάξια με τη σκηνοθεσία, τη σκηνογραφία, την υποκριτική, είναι όλη η ανάγνωση του έργου. Δεν υποτιμώ τις παλιότερες μεταφράσεις, αλλά σε κάθε έργο που ανεβάζουμε γίνεται καινούργια. Τα χρόνια προχωρούν και πρέπει να προσαρμόζεται στην ατμόσφαιρα που ζούμε.
• Αυτό το πράγμα, το να ασχολείται ένας ηθοποιός με την πολιτική, εμένα μου είναι κάτι απίστευτα ξένο. Με έχουν προσεγγίσει ελάχιστες φορές, ίσως γιατί ξέρουν ότι είμαι λίγο ψωνάρα. Σιγά μη χάσω την τέχνη για την πολιτική. Ούτε γι' αστείο! Δεν ξέρω αν πρόκειται περί ασυνέπειας. Τι να πω; Μπορεί κάποιοι άνθρωποι να έχουν κι άλλα προσόντα, αλλά η σύγχρονη Ιστορία δεν έχει να δείξει κάτι τέτοιο. Η Μερκούρη, ας πούμε, έκανε κάποια πράγματα, αλλά μέχρι εκεί. Το να κάνεις τέχνη με συνέπεια και αυστηρότητα είναι μια επίσης πολύτιμη πολιτική πράξη – έτσι δεν είναι; Το πρόβλημα με την πολιτική είναι ότι όταν μπαίνεις σ' αυτήν και σε όποιο «μαγαζάκι», φιμώνεται η γλώσσα σου και μιλάς με τη γλώσσα του κόμματός σου. Δεν ξέρω πώς λύνεται αυτό το πρόβλημα δημοκρατίας, φέρ' ειπείν. Και μετά βλέπεις τι μας άφησε ο αιώνας μας: τον Μινωτή, τον Κουν, την Παξινού, τον Χατζιδάκι, τη Λαμπέτη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη. Θυμόμαστε κανέναν πολιτικό με νοσταλγία;
• Στην Αθήνα αγαπώ τον δρόμο γύρω από το Ηρώδειο. Είναι η ωραιότερη βόλτα του κόσμου. Επειδή είμαι 62 χρονών μου λείπουν πράγματα από την Αθήνα που αγαπούσα απίστευτα: τα καλοκαιρινά σινεμά της Πατησίων, όλη αυτή η ομορφιά της, από την Ομόνοια μέχρι τη Νέα Φιλαδέλφεια σχεδόν. Με πληγώνει που από την Ομόνοια και κάτω δεν τολμά να πατήσει κανείς. Στο κέντρο μου λείπουν το «Απόλλων» και το «Αττικόν», που ήταν τα ωραιότερα σινεμά της πρωτεύουσας. Με στενοχωρεί το ότι έκλεισε ο Κάουφμαν, η Εστία. Για έναν άνθρωπο που έχει τόσο αγαπήσει αυτή την πόλη, υπάρχει και θυμός και νοσταλγία. Μ' αρέσει που έχει αναπτυχθεί η Αγία Ειρήνη, του Ψυρρή, το μετρό, οι ξένοι που έρχονται και αγαπούν την πόλη και όχι μόνο τα νησιά. Με θυμώνει το θέμα της συγκοινωνίας, επειδή δεν οδηγώ. Και τα σκουπίδια. Δεν ξέρω τι κάνει αυτός ο Καμίνης, ας πούμε. Ως Αθηναίοι δεν ξέρω ποιο είναι το στίγμα μας. Δεν έχουμε, ας πούμε, ένα χαρακτηριστικό, όπως οι Θεσσαλονικείς, που είναι χαλαροί. Και μετά είναι κι αυτό που συμβαίνει στο μετρό, που μπουκάρουμε πριν κατέβει ο κόσμος. Σα να μην υπάρχουν άλλοι, σαν να μη μας νοιάζει. Είναι ο ίδιος που θα μπουκάρει στο Δημόσιο να του διορίσουν τον ανιψιό, ο ίδιος που θα κοιτάξει μόνο τον εαυτό του.
• Θα 'θελα να γεράσω καπνίζοντας, αλλά βλέπω ότι όλο και περισσότερο με βλάπτει. Μου βρήκαν κάτι θεματάκια με την πίεση και ευγενικά-ευγενικά μου είπαν ότι αν δεν το κόψω, από «θεματάκια» θα 'χω θέματα. Μέχρι σήμερα κάπνιζα 2 πακέτα την ημέρα. Θα 'θελα να γεράσω ασχολούμενος με το θέατρο. Θα 'θελα και να παίζω. Ελπίζω να αντέξω άλλα 10 χρόνια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO