Υπάρχει ένα τραγούδι στο τελευταίο άλμπουμ του Κυρίου Κ. που έχει τον μάλλον αστείο τίτλο «Σπιρταρίτσα» και είναι από τα πιο όμορφα που κυκλοφόρησαν μέσα στη χρονιά. Μιλάει για τη γιαγιά και τον παππού του και αν γνωρίζεις το στόρι που υπάρχει πίσω του, είναι αδύνατον να το ακούσεις χωρίς να συγκινηθείς:
«Κάθομαι στο Μοναστηράκι απάνω σε μια κουρελού καπνίζοντας το τσιγαράκι μου / Με αυτές εδώ τις παλιατζούρες κάποτε σπούδασα δυο γιους, κάτι κατάφερα μ' αυτούς / Απ' όταν ήταν κοπελίτσα δεν την εφώναζα Αργυρώ, εγώ την είπα Σπιρταρίτσα τα εγγόνια της «γιαγιά Κοκό» / Πετάλωσε το άλογό μου και τη ζωή μας πού και πού, άγια γυναίκα η Αργυρώ μου, χαιρετισμούς απ' τον παππού / Σαν με έψαχναν οι ασφαλίτες, ύψωνε μια κουρελού στα κεραμίδια του σπιτιού, να ξέρω μη με βρουν οι αλήτες / Τον Κώστα και τον Δημητράκη έκανα μέρες να τους δω, τους έλαχε να 'χουν αντάρτη πατέρα και έξω πολεμώ».
«Ο παππούς μου ήταν παλιατζής στο Μοναστηράκι» λέει ο Θοδωρής. «Όταν ήταν νέος, ήταν στην αντίσταση και είχε μια δύσκολη ζωή, με εξορίες και κυνήγι από ασφαλίτες. Παντρεύτηκε τη γιαγιά μου την Αργυρώ κι έκαναν δυο παιδιά και το σημείο που αναφέρω με την κουρελού ήταν ο μυστικός τους κώδικας. Κάθε φορά που πήγαινε στο σπίτι η Ασφάλεια για να τον πιάσει, η γιαγιά μου έβαζε μια κουρελού στην ταράτσα για να τον προειδοποιήσει και να εξαφανιστεί. Ο παππούς μου την έβλεπε και πήγαινε στο σπίτι έπειτα από μέρες».
Χάθηκε η έννοια της ακρόασης. Τα ανίψια μου, που είναι 15 χρονών, μπαίνουν στο YouTube και κάνουν συνέχεια "κλικ", χωρίς να ακούνε στην ουσία τίποτα.
Ο τρίτος προσωπικός του δίσκος, «40 Μέρες», που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι μέσα στον καύσωνα και τη σαστισμάρα του οικονομικού πατατράκ, είναι ένας από τους πιο ξεχωριστούς ροκ δίσκους με ελληνικό στίχο που έχουν βγει τα τελευταία χρόνια και ένας από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς. Ένας δίσκος με ηλεκτρικά μπλουζ αλά Jon Spencer της εποχής του «Acme», με παράπονο και απόγνωση, καλοδουλεμένος, με αγριάδα αλλά και τρυφερότητα και ένα σαρκαστικό χιούμορ που τον κάνει φωτεινό.
«Το "Acme" δεν το έχω ακούσει» λέει. «Μπλουζ έχω ακούσει γενικότερα, αλλά τον Jon Spencer δεν τον έχω μελετήσει. Οι Black Keys του "Attack & Release" ήταν πάντα σημείο αναφοράς για μένα». Υποστηρίζει ότι γράφει τραγούδια από πολύ μικρός, από το Δημοτικό. «Σαχλοτράγουδα», όπως χαρακτηρίζει τις πρώτες του απόπειρες. «Άρχισα να γράφω τα δικά μου κομμάτια μόλις ανακάλυψα τα ακόρντα και με τον καιρό αυτό ήταν κάτι που παγιώθηκε και με ενδιέφερε. Ξεκίνησα με ωδεία, αλλά ήμουν κακός μαθητής, δεν διάβαζα. Μετά προέκυψε το ΤΕΙ και άρχισα να κάνω ενορχήστρωση σε σχήματα με φίλους». Ο Θοδωρής σπουδάζει Μουσική Τεχνολογία στο Ρέθυμνο και αυτήν τη στιγμή πηγαινοέρχεται για να τελειώσει τη σχολή. «Είναι πολύ ωραία στο Ρέθυμνο, γι' αυτό άργησα να τελειώσω» λέει γελώντας.
Μας λέει για τον άλλο του παππού που έπαιζε φυσαρμόνικα και τον πατέρα του, που είχε κόλλημα με τον Παπακωνσταντίνου, τον Άσιμο αλλά και τον Καζαντζίδη και είχε πειρατικό σταθμό. «Είχε πολλά βινύλια, αλλά η μουσική που γούσταρα να ακούω εγώ μικρός ήταν Nirvana, Nirvana και πάλι Nirvana».
Η επιρροή των Nirvana φαίνεται στη μουσική του: το «Ξύδι» και το «Περιττό να μου πεις» ξεκινούν σαν καλές στιγμές των '90s με έναν στίχο όσο πιο φυσικό και αληθινό γίνεται: «Περιττό να μου πεις το όνομά σου περιττό κι εγώ να συστηθώ / Να 'ταν άραγε στα σχέδιά σου από την αρχή να σε ερωτευτώ;» με ένα ρεφρέν που λέει δυνατά: «Θέλω μόνο να ζήσω».
Τον ρωτάω γιατί ονόμασε το δίσκο «40 μέρες». Ακούγεται κάπως σαν μνημόσυνο. «Γενικά, δεν ήμουν στην καλύτερή μου φάση όταν έκανα τον δίσκο. Στην ουσία δεν έκανα καν δίσκο. Ήταν περισσότερο μια ψυχοθεραπεία» λέει. «Το ομώνυμο κομμάτι μιλάει για εκείνη την περίοδο που ήμουν κλεισμένος στον εαυτό μου και περιγράφει μια φάση που είσαι κλινικά νεκρός. Και μπορεί να έφτιαξα τον δίσκο σε μια περίοδο "νταρκίλας", αλλά, τελικά, είναι πιο φωτεινός απ' όσο πίστευα. Ίσως έχει να κάνει με το ότι όταν είσαι στις μαύρες σου, θέλεις το φως, κι όταν είσαι στις άσπρες σου, θέλεις την "νταρκίλα". Στην ουσία όλοι οι στίχοι είναι της ίδιας περιόδου, δεν έχει τίποτα από παλιά, οπότε όλα τα κομμάτια έχουν το κλίμα του "40 μέρες". Κι ενώ τους δύο προηγούμενους δίσκους μου ("Σήματα Καπνού" και "Εδώ είναι το σπίτι μου") τους δούλευα σχεδόν παράλληλα και είχα την ευχέρεια να παίξω τα κομμάτια τους live, με αυτόν το δίσκο έγινε το αντίστροφο. Ξεκινούσα από το μηδέν, από κομμάτια που είχα σε χαρτιά και είναι πιο πολύ στίχος, πιο πολύ στόρι. Ήταν στην ουσία ένα jamming, είχε κάτι πρωτόλειο, κι επειδή είχε καιρό να συμβεί, μου έδωσε έξτρα ενέργεια».
Ο ελληνικός στίχος του Κυρίου Κ. είναι πολύ ιδιαίτερος και ο τρόπος που τον τραγουδάει είναι φυσικός, δεν θυμίζει καθόλου την επιθετική εκφορά λόγου που για δύο δεκαετίες είχε χαρακτηρίσει το ελληνικό ροκ. Επιτέλους, δένει τέλεια με τη μουσική και είναι πολύ ωραίο που οι νέοι μουσικοί έχουν ξεπεράσει το κόμπλεξ του αγγλικού στίχου. «Υπήρχαν σε όλες τις εποχές άνθρωποι που έκαναν νέα πράγματα με ελληνικό στίχο, αλλά υπήρχε και μια αντίληψη ότι το ροκ ακούγεται στα αγγλικά, που δεν τη θεωρώ σωστή» λέει.
«Η ευκολία σκότωσε την απόλαυση στη μουσική;». «Ισχύει, γιατί χάθηκε η έννοια της ακρόασης. Τα ανίψια μου, που είναι 15 χρονών, μπαίνουν στο YouTube και κάνουν συνέχεια "κλικ", χωρίς να ακούνε στην ουσία τίποτα. Τους λέω "πάρτε ένα βινύλιο" και δεν τους ενδιαφέρει. Στο σπίτι μου στον Ωρωπό το μόνο μέσο για να ακούσουμε μουσική είναι ένα πικάπ. Βάζω έναν δίσκο και κάνω δουλειές, μπορεί να κατέβω στον κήπο να ποτίσω και στο τέταρτο, εικοσάλεπτο μάξιμουμ, θα πρέπει να ανέβω να αλλάξω την πλευρά. Αυτό από μόνο του σε βάζει σε μια διαδικασία ακρόασης. Αφιερώνεις χρόνο στη μουσική κι έχεις την έννοια της. Όταν τη βλέπεις στο YouTube και την ακούς στο λάπτοπ, την απαξιώνεις εντελώς. Παλιά, θυμάμαι από τους γονείς μου και τους φίλους τους ότι ήταν μόδα αλλά και ανάγκη να πάρεις έναν καλύτερο ενισχυτή ή καλύτερα ηχεία. Έπαιρναν ξεχωριστά το κάθε κομμάτι γιατί δεν ήταν compact αυτό το πράγμα, όλα μαζί, για να τα κάνει η εταιρεία πιο φτηνά και σκατά. Δεν πάταγες απλώς το play και τελείωνες».
Στο ηλεκτρικό παραλήρημα του κομματιού «Ελατήρια» τραγουδάει: «Απ' τον βατήρα του κόσμου κοιτάζω, πέφτω και σώνομαι / Με μία γάτα εφτάψυχη μοιάζω όταν σηκώνομαι / Τα πόδια μου δυο ελατήρια, τα πόδια μου δυο ελατήρια / Να κι αν πληρώ κι αν δεν πληρώ του καθενός τα κριτήρια». «Μεγαλώνοντας με εκνευρίζει να απογοητεύομαι, να πιστεύεις σε κάτι, ότι μπορεί να αλλάξει η φάση στην Ελλάδα και μετά να είναι μία από τα ίδια. Μεγαλώνοντας, δεν έχεις άλλη υπομονή» σχολιάζει. «Έχω διάφορες φοβίες. Και αγοραφοβία έχω μεγάλη, αλλά αυτό που φοβάμαι πιο πολύ είναι να μην μπορώ να ξεπεράσω έναν φόβο. Φοβάμαι το να είμαι μόνος, την ανία. Μου αρέσει να αράζω με φίλους, το μπάσκετ – παλιότερα έπαιζα κάθε Πέμπτη, αλλά τώρα τελευταία δεν προλαβαίνω. Μου αρέσει να γράφω, γενικά, και επειδή έρχεται και παρέρχεται, λέω "μέχρι εδώ ήταν μεγάλε", αλλά περνάει ένα χρονικό διάστημα και όταν αρχίζει ξανά να συμβαίνει, νιώθω φοβερά. Μου αρέσει να ταξιδεύω. Και να τρώω μακαρόνια με κιμά. Κάποιες φορές πιστεύεις ότι όλα διαλύονται, αλλά συνεχίζεις, σαν μπαταρία. Μου δίνουν δύναμη οι άνθρωποι που είναι δίπλα μου όταν είμαι down. Όταν είσαι σε ένα αδιέξοδο, το πρώτο πράγμα που κάνεις είναι να κοιτάξεις πού είσαι και είναι ωραίο να αναγνωρίζεις την αγάπη γύρω σου. Μπορεί να το θεωρείς δεδομένο, αλλά εκείνη τη στιγμή που το βλέπεις είναι πολύ ωραίο και σε κάνει να αισθάνεσαι δυνατός».
Ο δίσκος του Κυρίου Κ. «40 μέρες» κυκλοφορεί από την Just Gazing Records σε βινύλιο. Την Παρασκευή 11/12 θα τον παρουσιάσει ζωντανά στο six d.o.g.s με τους Αλέκο Βουλγαράκη (κιθάρα), Mπάμπη Κουρτάρα aka Sillyboy (μπάσο) και Γιάννη Βούλγαρη (τύμπανα).