Καλά που υπάρχει κι ο Λάνθιμος και σπεύδουμε, όπως κάποτε, στην αίθουσα να δούμε την ταινία του για να σχηματίσουμε και να καταθέσουμε εγκαίρως την αποψάρα μας στην οικεία ομήγυρη αλλά και στην αρένα των σόσιαλ μίντια. Χωρίς φόβο, χωρίς πάθος και κυρίως χωρίς φθόνο και εμπάθεια για τον δημιουργό που ξέφυγε από τον πρωταθλητισμό του όμορφου χωριού μας που όμορφα καίγεται, για να κάνει καριέρα στη μεγάλη πόλη. Σαφώς και ζηλεύω τη διεθνή επιτυχία του στο δημοφιλές και αγρίως ανταγωνιστικό πεδίο με το οποίο επέλεξε να ασχοληθεί, δεν έχει νόημα να το κρύψω. Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα πάντως. Θα μπορούσαν να με συγκινούν πραγματικά οι ταινίες του, πέρα από την εκτίμηση γι' αυτό το αισθητικό σύμπαν μουδιασμένης δυστοπίας που έχει κατοχυρώσει. Ο Θάνατος του ιερού ελαφιού, πάντως, αντίθετα από τον Αστακό, που μπήκε και βγήκε χωρίς να ακουμπήσει ζωτικό όργανο, πλησίασε πολύ κατά τόπους να με αγγίξει βαθιά, ίσως και λόγω της απουσίας γενικά των έντονα «προγλωσσικών» διαλόγων που βάραιναν σαν μόλυβδος την οθόνη σε προηγούμενες ταινίες του.
«Βαν Γκογκ ή Λάνθιμος;» με ρώτησε υπομειδιώντας ελαφρά η κοπέλα στο ταμείο του σινεμά (στην άλλη αίθουσα έπαιζε το Loving Vincent). Ήταν μια διακριτική αναγνώριση ότι ο Έλληνας διεθνής αποτελεί σαφώς πλέον ένα κινηματογραφικό brand παγκόσμιας εμβέλειας και στερεοτυπικής (με τον τρόπο που προσλαμβάνεται από ένα ευρύ κοινό) τεχνοτροπίας, όπως μόνο ο Αγγελόπουλος υπήρξε παλιότερα. [Είδα πρόσφατα, μετά από αιώνες, αλλά σαν να ήταν η πρώτη φορά πραγματικά, τον Μεγαλέξαντρο, έπαθα πλάκα, μετάνιωσα για διάφορα ξινά και κακόβουλα που έχω σύρει στον Τεό και μετά βυθίστηκα σε κατάθλιψη, συνειδητοποιώντας ότι τώρα ασχολούμαστε με κάτι αντι-κινηματογραφικά, «ενωτικά»/«ιστορικής μνήμης» αφηγήματα μαζικής αποδοχής σαν τις τελευταίες ταινίες του Π. Βούλγαρη που μοιάζουν να εκμεταλλεύονται επιμελώς τη βαθιά κρίση και τους νέους διχασμούς.]
Η σχέση μου με το σινεμά του Λάνθιμου είχε αποκατασταθεί και μπορούμε να συνεχίσουμε όλοι τη ζωή μας χωρίς το σαράκι της γκρίνιας και της αμφισβήτησης.
Οι οιωνοί, πάντως, δεν ήταν καλοί πριν ξεκινήσει η ταινία, κατά τη διαδικασία των «προσεχώς», ειδικά μετά την παρενόχληση που δέχτηκα από την Κέιτ Μπλάνσετ και τους 13 χαρακτήρες που υποδύεται σε ένα πρότζεκτ ματαιοδοξίας που λέγεται Μανιφέστο και δεν θέλω να μάθω τίποτα παραπάνω γι' αυτό. Τελικά, όμως, περίπου δυο ώρες αργότερα και ενώ έπεφτε βαρύγδουπα πάνω στους τίτλους τέλους η εισαγωγή από τα «Κατά Ιωάννην Πάθη» του Μπαχ, ανέπνευσα επιτέλους με ανακούφιση. Όχι επειδή είχε τελειώσει η ταινία και μπορούσα να βγω έξω να πάρω αέρα, αλλά κυρίως επειδή τα «χειρότερα» που φοβόμουν δεν ήρθαν ποτέ. Η σχέση μου με το σινεμά του Λάνθιμου είχε αποκατασταθεί και μπορούμε να συνεχίσουμε όλοι τη ζωή μας χωρίς το σαράκι της γκρίνιας και της αμφισβήτησης. «Μα, δεν καταλαβαίνεις; Είναι συμβολικό!» λέει κάποια στιγμή ο έφηβος άγγελος-εξολοθρευτής στην ταινία, κλείνοντας διακριτικά και υποχθόνια το μάτι στον θεατή, και εκείνη τη στιγμή ξορκίστηκε από μέσα μου κάθε προκατάληψη για τις αλληγορικές χοντροκοπιές προηγούμενων ταινιών, όπου το συμβολικό φλέρταρε επικίνδυνα με το παιδαριώδες.
Δεν θα ήθελα να επεκταθώ περισσότερο στα επιμέρους της ταινίας, μου έκανε εντύπωση όμως που βρέθηκα να διαφωνώ, για πρώτη φορά ίσως, με έναν από τους αγαπημένους μου γραφιάδες περί σινεμά, τον Richard Brody του «New Yorker», που πρόσφατα τσουβάλιασε τον Λάνθιμο στους επιγόνους (στα εξωμήτρια για την ακρίβεια) του Χάνεκε, εγκαλώντας τον για «αντιδραστικό σνομπισμό», για τη δημιουργία ενός σινεμά εστετικής κενότητας που τρέφει και τρέφεται από μια αφηρημένη, χιπστερική και δημαγωγική επί της ουσίας διάθεση καταγγελίας και για πλήρη αδυναμία κοινωνικής εμπλοκής. Σκληρά και άδικα (όχι εντελώς, αλλά σε μεγάλο βαθμό) λόγια, που βρίσκονται στο άλλο άκρο όσων με το ζόρι προβάλλουν στο ερμητικό πράγματι κινηματογραφικό σύστημα του Έλληνα σκηνοθέτη αυθαίρετες ιδεολογικές/ταξικές αναγνώσεις και ατζέντες. Πολύ διασκέδαζα, θυμάμαι, με όσους είχαν διαβάσει τον Κυνόδοντα ως δήθεν συντριπτικό ξεμπρόστιασμα της «αγίας ελληνικής οικογένειας», παρά το προφανές γεγονός ότι μόνο τεχνικά επρόκειτο για «ελληνική» ταινία και σίγουρα δεν αποτελούσε κάποιο είδος ψυχοδυναμικού πασπαρτού για τους νταλκάδες και τα τραύματά μας από τη νεοελληνική κατάσταση. Είναι παρήγορο πάντως το γεγονός ότι ενώ με κάθε ταινία του ανοίγει ένας κύκλος αντεγκλήσεων και αψιμαχιών στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα μεταξύ ζηλωτών και αντιφρονούντων, αυτή ακριβώς η αφηρημένη πολιτικά προσέγγισή του δεν επιτρέπει την εργαλειοποίησή του στο επίπεδο του γελοίου εμφυλίου που μαίνεται στα μέσα κοινωνικά δικτύωσης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO