Οι τελευταίες μέρες ήταν αφύσικα ζεστές και ηλιόλουστες για την εποχή. Οι άνθρωποι της ταλαιπωρημένης πόλης ξεχύθηκαν έξω το Σαββατοκύριακο με το γυαλί ηλίου στερεωμένο γερά, πριν ακόμα ανοίξουν την εξώπορτα, κουβαλώντας έντονη την ανάγκη ανεμελιάς και απόδρασης από τον κλοιό, όχι της καθημερινότητας, όπως στις παλιές, αργόσυρτες, κανονικές συνθήκες, αλλά της αλύπητης επικαιρότητας που μας έχει στριμώξει στα σχοινιά για άλλον ένα (τελευταίο;) γύρο. Το καμπανάκι μάς λυτρώνει για λίγο, αλλά ξέρουμε, καθώς προσπαθούμε να πάρουμε ανάσες καθιστοί στη γωνία, ότι όταν ξαναχτυπήσει για να σηκωθούμε, μπορεί να μην αντέξουμε τα χτυπήματα. Καθένας, μάλιστα, αφήνεται να γλιστράει εύκολα στην ατομική περιδίνηση και στη στιγμιαία παράνοια, πιστεύοντας ότι αυτή η –ξεκάθαρα πλέον δυσοίωνη– επικαιρότητα του επιτίθεται προσωπικά, σαν να σημαδεύουν μόνο τον ίδιο οι κακές ειδήσεις, σαν να κυκλώνουν οι δυσμενείς περιστάσεις μόνο το δικό του σπίτι.
Ωραία η λιακάδα κι η φωτοσύνθεση, έχει κάτι ύπουλο και ύποπτο όμως η κάθε πρόωρη άνοιξη με τις ψευδαισθήσεις αιώνιας καλοκαιρίας που μεταφέρει. Μια δυνατή μπόρα μακράς διάρκειας θα ήταν πιο ταιριαστή με την ψυχοδυναμική των ημερών και το κλίμα απογοήτευσης και κατήφειας που επικρατεί. Άλυτα προβλήματα, κακουχίες που πολυκαιρίζουν, η έξοδος από τη Σένγκεν ως ηχηρή προαναγγελία ενός Grexit (διώχτε μας να τελειώνουμε, βγαίνει πια ξεψυχισμένα, αλλά αντανακλαστικά κι αυθόρμητα η κραυγή), οι αγρότες στα σύνορα μετά τα ξεσαλώματα στην πρωτεύουσα, η μεγάλη προσφυγική κρίση δίπλα μας, γύρω μας, πάνω μας. Δεν είχαμε συγκρότηση ούτε αντοχές για τέτοια εμείς, φόρτε μας ήταν και παραμένει η εκ του ασφαλούς ιδεολογική αντιπαράθεση μικροπολιτικής φύσεως και το θολωμένο ξεκαθάρισμα παλιών λογαριασμών.
Πώς μπορεί να διατηρηθεί κανείς λειτουργικά απαισιόδοξος και να μην το βάλει κάτω, παρασυρόμενος από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα συλλογικής κατάθλιψης;
Οι πρόσφυγες συνωστίζονται αναγκαστικά εδώ, παρακολουθώντας τα ευρωπαϊκά σύνορα να κλείνουν το ένα μετά το άλλο, ενώ πολλοί από εμάς (κάθε βδομάδα και περισσότεροι) αναζητούν τρόπους ηρωικής εξόδου, διαφυγής στο άγνωστο, τρόπους να γίνουν μετανάστες, εξόριστοι, λούμπεν εμιγκρέδες. Τάσεις φυγής, μεταφορά φορολογικής έδρας, μεταφορά ύπαρξης, μαύρη πέτρα πίσω. Ζόρικη απόφαση με εξαιρετικά αμφίβολη ανταμοιβή. «Η εξορία είναι παράξενα γοητευτική όταν τη σκέφτεσαι, αλλά τρομακτική όταν τη ζεις», είχε γράψει ο Έντουαρντ Σαΐντ, «η βαθιά θλίψη της αποξένωσης δεν ξεπερνιέται ποτέ». Πόσο ν' αντέξει κανείς όμως; Ωραίες οι ακρογιαλιές και τα δειλινά, οι φίλοι κι οι γιορτές, αλλά, δυστυχώς, τα χρόνια και η ζωή περνάνε και οι προοπτικές ανάκαμψης, ανάπτυξης, επιστροφής στην κανονικότητα μοιάζουν όλο και πιο χλωμές.
Πώς μπορεί να διατηρηθεί κανείς λειτουργικά απαισιόδοξος και να μην το βάλει κάτω, παρασυρόμενος από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα συλλογικής κατάθλιψης; Προ καιρού, υπερασπιζόμενος τα πεσιμιστικά του ένστικτα, ο Άγγλος συγγραφέας Γουίλ Σελφ έγραφε στη στήλη του στο «New Statesman»: «Όπως θα έχετε διαπιστώσει, τρέφω μεγάλη συμπάθεια στην αποκαλυπτική τάση που οδήγησε τους αναρχικούς στον ισπανικό εμφύλιο στο κάψιμο του δημαρχείου και στον απαγχονισμό του παπά. Δεν χρειάζεται όμως να καταφύγουμε σε τέτοιες ακρότητες για να διεκδικήσουμε εκ νέου την επικράτηση του εδώ, του τώρα και του ατομικού, εις βάρος των επίμονων ψυχαναγκασμών του εκεί, του τότε και του συλλογικού. Ο τρόπος είναι να περιμένουμε το χειρότερο, αλλά να ζούμε ελπιδοφόρα, με την έννοια της επένδυσης στο παρόν όλου του ιδεαλισμού που μπορούμε να ανασύρουμε από μέσα μας – να κάνουμε δηλαδή, σύμφωνα με τη φράση του Μπασό, του Ιάπωνα Ζεν ποιητή, όσο πιο πολλές γίνεται "τυχαίες πράξεις παράλογης γενναιοδωρίας"». Ωραία σκέψη, πλην όμως μοιάζει αβάσταχτα αφηρημένη, ειδικά κάτι νύχτες που πλημμυρίζει κανείς νουάρ μοιρολατρία, καθώς προσπαθεί να εξορκίσει τη μονήρη προδιάθεσή του, ξετυλίγοντας αυτοματικά το νήμα του timeline σε κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Κανένας Μπασό, κανένα Ζεν ξαλάφρωμα εκείνες τις ώρες – αντίθετα, έρχεται στο μυαλό κάποιος σαν τον Ρέιμοντ Τσάντλερ ας πούμε, ένας παθολογικά ιδιώτης συγγραφέας και άνθρωπος, που θα πήδαγε από το μπαλκόνι αν ερχόταν αντιμέτωπος με αυτήν τη διαφανή ζωή χρυσόψαρου στη γυάλα που επιβάλλει η σύγχρονη εποχή καταναγκαστικής και ανούσιας συχνά κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
σχόλια