Έχω γράψει ξανά με αφορμή την περίπτωση του -αγαπημένου μου, για να μην παρεξηγηθώ- Θανάση Βέγγου, για την επιπόλαια αφαιρετική διαδικασία που προϋποθέτει η τοποθέτηση κάποιου στο μαυσωλείο των εθνικών συμβόλων.
Αλλά έτσι είναι οι ατζέντες και οι εμμονές - σε κάνουν να μοιάζεις με χαλασμένη βελόνα, αλλά, όπως κι οι περισσότεροι Έλληνες, ενδεχομένως συγχέω κι εγώ συχνά την επανάληψη με τη διευκρίνιση. Τέλος πάντων. Ως γνωστόν, ο Βέγγος σχεδόν ποτέ δεν εκτίθεται σε «κανονικές» συνεντεύξεις (εξαίρεση ίσως αποτελεί η πρόσφατη κουβέντα με τον Τέρενς Κουίκ για την τηλεόραση της ΕΤ3, αλλά δεν άντεξα να το δω αυτό, φαινόταν πολύ creepy...), οπότε μόλις είδα στην πρώτη σελίδα της κυριακάτικης «Καθημερινής» ότι υπήρχε μέσα «γεύμα» με τον Θ.Β., έσπευσα να το διαβάσω, αν και ήδη το εικονογραφημένο πορτρέτο του Βέγγου μ' αυτή την ψυχοπονιάρικη μάσκα πόνου θα έπρεπε να με είχε προετοιμάσει για το υπερφορτισμένο συναισθηματικά κομμάτι με όλα τα γνωστά κλισέ του καλού μας ανθρώπου τραβηγμένα στο υπερθετικό έπακρο. Φυσικά και δεν είμαι υπεράνω του δέους που εκπέμπει η ανεπιτήδευτη ανθρωπιά και γνησιότητα του διάσημου κωμικού (κι εγώ στη θέση της συναδέλφου πιθανότατα θα είχα παραλύσει και γλυκά ταπεινωμένος θα έγραφα μετά για την εμπειρία μου), αλλά είναι κρίμα να παρασυρόμαστε τόσο εύκολα σε τόσο νοσταλγικά ηθογραφικές πίστες που συμπυκνώνουν το έργο και την αξία κάποιου σε κάτι τόσο μονοσήμαντο. Γιατί αρνούμαστε στον άνθρωπο όλες τις διαστάσεις του ως ηθοποιού, καλλιτέχνη - συμβόλου εντέλει- και τον εξορίζουμε σ' αυτό το παγωμένο ασπρόμαυρο πάνθεον όπου βασιλεύει η μορφή του Μίκη και όλοι μαζί τρώνε γλυκό του κουταλιού και πίνουν «τούρκικο» καφέ; (Αυτή η διαφήμιση Λουμίδη με τον Βέγγο και τον Ευγένιο Σπαθάρη υπήρξε, έτσι; Δεν τη φαντάστηκα;) Ο Βέγγος εξάλλου υπήρξε σε πολλές ταινίες του πολύ μοντέρνος και καθόλου παραδοσιακός, αυτές οι ταινίες όμως δεν αναφέρονται καν στο χρονολόγιο «σημαντικών στιγμών» που συνόδευε το άρθρο.
Αλλά αυτά έχει ο «Κανόνας»: απομονώνει μία ασφαλή και αφαιρετική διάσταση (αυτήν της «ενωτικής», «αυθεντικής», «ανθρώπινης» φυσιογνωμίας στην περίπτωση του Βέγγου) και ξεχνά όλες τις άλλες. Αυτή ήταν προφανώς και η ιδέα πίσω από τη «σπέσιαλ γκεστ» παρουσία του στο νέο «συμφιλιωτικό» έπος του Παντελή Βούλγαρη, ο οποίος μοιάζει να πασχίζει για την «κανονικοποίηση» του ως εθνικού σκηνοθέτη (έχουν προηγηθεί «μεγάλες» ταινίες αντίστοιχων φιλοδοξιών όπως οι «Νύφες» και παλιότερα ο «Βενιζέλος»). Ουδείς φυσικά αμφισβητεί την απόλυτη αποδοχή της οποίας δικαίως χαίρει ο Βέγγος στο πανελλήνιο, αν και οι νεότεροι εμφανίζουν πια έντονη δυσανεξία σε οποιονδήποτε ανήκει στο καταπιεστικό γι' αυτούς εθνικό πάνθεον. Ακόμα κι αυτοί όμως αναγνωρίζουν την ωραία τρέλα του στις πραγματικά κωμικές ταινίες - οι οποίες συστηματικά «λογοκρίνονται» για να τονιστεί η συμμετοχή του στις «σοβαρές» ταινίες του Κούνδουρου και του Βούλγαρη ή στα βραβεία ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για «γλυκόπικρες αντιπολεμικές κωμωδίες» όπως το Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση; και το sequel Θανάση, πάρε τ' όπλο σου. Η πολιτική της ευπρέπειας δεν έχει χώρο ούτε για τα Θου-Βου που ο ίδιος σκηνοθέτησε, ούτε για το εξαιρετικό (και πολύ υποτιμημένο) μελό Όνειρα Λησμονημένα, ούτε καν για τους Δοσατζήδες με τον Σταυρίδη, ταινία που ο Σαββόπουλος είχε δηλώσει ότι είναι η αγαπημένη του.
Η αεικίνητη ευρηματικότητα, οι ατάκες, οι «άναρθρες» φράσεις που εκτοξεύει στις ταινίες του: αυτή είναι όλη η ιστορία ενός κωμικού που είχε πολύ περισσότερα κοινά με τον Τζέρι Λιούις παρά με οποιαδήποτε νεοελληνική υποκριτική παράδοση. Όπως και με τόσα άλλα, αυτός που είχε «πιάσει» ιδανικά τον Βέγγο στα κείμενά του ήταν ο Χρήστος Βακαλόπουλος, που είχε τονίσει ότι «δεν προερχόταν ούτε από το θέατρο ούτε από την επιθεώρηση κι έμοιαζε να έχει γεννηθεί κατευθείαν για να παίξει στον κινηματογράφο. Η παρουσία του ήταν ήδη καταλυτική όταν έπαιζε πίσω από άλλους. Όμως όταν άρχισε να οργανώνει τις ταινίες συνειδητά ή ασυνείδητα γύρω από τον εαυτό του, τότε παρακολουθήσαμε μια έκρηξη, ίσως την τελευταία που εμφανίστηκε ποτέ στον ελληνικό κινηματογράφο». Επ' ευκαιρία, θα έκαναν πολύ καλά οι νεότεροι που λέγαμε πριν να αναζητήσουν τα κείμενα του Βακαλόπουλου (υπάρχουν σε τρεις εξαιρετικές ανθολογίες), για να ανακαλύψουν ένα πνεύμα της εποχής του ('80s κυρίως) αλλά και μπροστά απ' αυτή, κάποιον που σε ηλικία μόλις είκοσι χρονών είχε θέσει το ρητορικό ερώτημα: «Είναι δυνατόν ένας προβληματισμός πάνω στην πρόσφατη ελληνική ιστορία πέρα από δημαγωγίες, αριστερίστικα μοιρολόγια και χιλιομασημένες φράσεις;» Τι θα έλεγε άραγε σήμερα αν ζούσε; Με ποιους θα ήταν; Το βέβαιο είναι ότι θα αντιδρούσε όπως πάντα στη νεκροφιλική κουλτούρα που μας περιβάλλει. Όπως είχε γράψει κι ο ίδιος, «το ρετρό δεν αναβιώνει το χθες, απλά βρικολακιάζει το σήμερα».
σχόλια