«Κοίτα να δεις τα ρουφιανάκια οι Ελβετοί...». «Μα τι εμμονή κι αυτή των Αμερικανών μετά από τόσα χρόνια να τον σταυρώσουν σώνει και καλά, εντός έδρας...». Σε τέτοια χλιαρά επίπεδα -μεταξύ αδιαφορίας και έκπληξης- κυμάνθηκαν οι αρχικές αυθόρμητες αντιδράσεις όταν έσκασε το θέμα με την κράτηση του Ρομάν Πολάνσκι στην Ελβετία (συνεχίζεται την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο) κατ' εντολή των διωκτικών Αρχών των ΗΠΑ. Γρήγορα, όμως, η ιστορία υπερέβη τους περιορισμούς της επικαιρότητας και εξελίχθηκε σε τεράστια ιδεολογική αρένα, με τον 76χρονο σκηνοθέτη να παριστάνει στα γεράματα την μπίλια σ' ένα τρελό φλίπερ αντιπαραθέσεων και τη σελίδα του στη Wikipedia να παραμένει «αυστηρά κλειδωμένη» υπό το βάρος των εξελίξεων. Λένε ότι δεν μπορείς να περιφρονείς την εποχή σου χωρίς αυτή να σε τιμωρήσει και οι εποχές έχουν αλλάξει πολύ από τα χύμα '70s, όταν τα ήθη ήταν πολύ πιο χαλαρά, ειδικά όσον αφορά το απόλυτο σύγχρονο ταμπού της ερωτικής σχέσης με ανήλικο. Ξαφνικά, λοιπόν, το επίτιμο μέλος (από το 1998) της Γαλλικής Ακαδημίας επανήλθε ξανά στη συλλογική συνείδηση με τη μορφή του «υποχθόνιου νάνου» -ρόλο που υποδύθηκε ιδανικά ο ίδιος στο Chinatown-, του «αποδιοπομπαίου (γερο)τράγου», που προκάλεσε ο ίδιος τη μοίρα του, κάνοντας την επίκληση στον Εωσφόρο με «το μωρό της Ρόζμαρι», του περιπλανώμενου Ιουδαίου...
Ο Πολάνσκι έφυγε νύχτα από τις ΗΠΑ πριν από τριάντα ένα χρόνια για να αποφύγει την καταδίκη (πρωτοδίκως την είχε βγάλει καθαρή) για την αποπλάνηση 13χρονης με τη βοήθεια ναρκωτικών ουσιών. Μέχρι εκείνο το σημείο της ζωής του ήταν ο ορισμός του επιζήσαντος. Η μάνα του είχε πεθάνει στο Άουσβιτς, ενώ ο πατέρας του είχε καταφέρει να επιζήσει από το στρατόπεδο του Μαουντχάουζεν. Ο ίδιος το έσκασε σε ηλικία δέκα χρόνων από το γκέτο της Κρακοβίας και έβγαλε τον πόλεμο με τη βοήθεια συγγενών. Μεγαλώνοντας, κατάφερε να ξορκίσει πολλά φαντάσματα μιας απίστευτα στοιχειωμένης παιδικής ηλικίας και να ζήσει τελικά μια πραγματική, ευτυχισμένη ντόλτσε βίτα στο πλευρό της Σάρον Τέιτ, ώσπου εκείνη βρέθηκε σφαγμένη (έγκυος ούσα) από τη συμμορία του Μάνσον στο σπίτι τους, στο Μπέβερλι Χιλς. Μετά κύλησε άσχημα προς τη λήθη και τη θολούρα για πολλά χρόνια, διαπράττοντας αμαρτήματα, για τα οποία είχε πληρώσει προκαταβολικά. Και τώρα βρίσκεται ξανά στο μάτι του κυκλώνα, επιβεβαιώνοντας άθελά του πολιτισμικά κλισέ: από τη μια οι πουριτανοί ηθικολόγοι Αμερικανοί κι από την άλλη οι αιώνιοι «γκρούπις» διανοούμενων και καλλιτεχνών Γάλλοι, οι οποίοι, όταν στραγγάλισε τη γυναίκα του ο Αλτουσέρ («ο κακομοίρης ο Αλτουσέρ» που έλεγε κι ο Καστοριάδης), τον έστειλαν για λίγο στο τρελάδικο και μετά στο σπίτι του. Ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς έχει γραφτεί αυτές τις μέρες, ένθεν και ένθεν. Το σίγουρο είναι ότι στο ολοκληρωτικό συχνά σύστημα της πολιτικής ορθότητας, μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά. Η «κακομοίρα» η Γούπι Γκόλντμπεργκ δήλωσε ότι αυτό που είχε διαπράξει τότε ο Πολάνσκι δεν ήταν ακριβώς «βιασμός βιασμός» και έπεσαν όλοι να τη φάνε. Άντε να δηλώσεις στην εποχή μας ότι υπάρχει βιασμός και βιασμός - όπως υπάρχει φόνος και φόνος. Προφανώς, κανείς δεν είναι υπεράνω των νόμων (και, βέβαια, τα κινηματογραφικά φεστιβάλ σαν αυτό της Ζυρίχης, όπου τον συνέλαβαν, δεν είναι πρεσβεία ή εκκλησία, ούτε και ισχύει το ελληνικό πανεπιστημιακό άσυλο), διακρίνει κανείς όμως σ' αυτή την αναμόχλευση μιας παλιάς υπόθεσης μια άστοχη και νοσηρή εμπάθεια που δηλητηριάζει κάθε απόπειρα λογικής προσέγγισης του θέματος.
σχόλια