Τα αιώνια «παππούδια της παραλίας» με το δέρμα αστακού χειμώνα-καλοκαίρι δεν έχουν εγκαταλείψει τον Μπάτη και τον Φλοίσβο αυτές τις μέρες. Το διαπίστωσα με κάποια ανακούφιση κατεβαίνοντας στο Φάληρο (το Παλιό) να δω με τα μάτια μου και να μυρίσω με τη μύτη μου την πετρελαιοκηλίδα που μοιάζει να ενέσκηψε σαν στίγμα και σαν πληγή στα νερά της παραλίας που γνωρίζω από βρέφος χωρίς να έχω βουτήξει ποτέ (από Άλιμο και πέρα, όταν πηγαίναμε μικροί με τα πόδια στη θάλασσα, βαδίζοντας παράλληλα με το ρέμα της Πικροδάφνης). Στέκονται με τα μαγιό, αγναντεύοντας τον ορίζοντα πέρα από τη μαυρίλα, αλλά δεν μπαίνουν μέσα. Κάποιοι, πιο «περιθωριακοί» και μάλλον όχι μέλη του θρυλικού τοπικού συλλόγου χειμερινών κολυμβητών, λίγο παραπέρα, στο Έδεμ, όπου η μαυρίλα έχει κάπως ξεθωριάσει, μπαίνουν. Αυτοί έχουν εγκαταλείψει προ πολλού τις έντονες απόψεις για την κρίση, τη μόλυνση και τα πάντα, ζουν σε συνθήκες «ημι-άστεγου», πίνουν καμιά μπίρα, παρακολουθώντας τους σκακιστές στο «παβίλιον» της παραλιακής, ξαπλώνουν στα βοτσαλάκια και ρίχνουν και καμιά βουτιά, ακόμα και μέσα στα πετρέλαια.
Εμείς οι υπόλοιποι –ειδικά όσοι γαλουχηθήκαμε στα Νου-Που, με τη θάλασσα να στέκεται καθησυχαστικά δίπλα, τόσο κοντά/τόσο μακριά, δίπλα πάντως– έχουμε μείνει συγκλονισμένοι όχι τόσο από τις πραγματικές διαστάσεις της καταστροφής, που ακόμα δεν έχουν γίνει σαφείς, όσο από την άγρια σημειολογία της εικόνας των σκοτεινών νερών με τη δυσοίωνη γυαλάδα: μόνο τη θάλασσα είχαμε σ' αυτήν τη γαμημένη χώρα/πόλη και τώρα πάει κι αυτή. Ήταν που ήταν εκνευριστικός με την «εξευγενιστική» φούρια και την επιχειρηματική ασυδοσία που πρόδιδε ο όρος «αθηναϊκή Ριβιέρα», μετά την καταστροφή μοιάζει πλέον κωμικοτραγικά ανάρμοστος. Και αμέσως μετά σπεύσαμε, όχι στις πληγείσες ακτές για να βοηθήσουμε ως εθελοντές στις απόπειρες περιορισμού του κακού, αλλά στα (αντι)κοινωνικά δίκτυα για να καταγγείλουμε με άναρθρες κραυγές είτε την τραγική ολιγωρία του κρατικού μηχανισμού είτε τη διαχρονική αναλγησία και τη σκανδαλώδη προστασία των πλοιοκτητών, που επιτρέπει κάθε τόσο το στοίχειωμα της συλλογικής συνείδησης με κάποια νέα εκδοχή του «Βιργινία Ρίχτερ».
Έτσι κι αλλιώς, χεσμένη και ακυρωμένη την έχουμε τόσες δεκαετίες την εγγύς παραλιακή, αποκαμωμένοι από την αλληλουχία καραμπινάτων αυθαιρεσιών, κρατικής αδιαφορίας και τριτοκοσμικού καπιταλισμού. Είχε γίνει αντιληπτό προ πολλού ότι δεν είναι στη μοίρα μας να αποκτήσουμε ποτέ τη λειτουργική, κοινωνική και πλούσια σε ψυχαγωγία παραλιακή του Τελ-Αβίβ ή της Βαρκελώνης.
Και μόλις ολοκληρώθηκε ο 48ωρος κύκλος επικαιρότητας που αναλογούσε στο γεγονός, το εγκαταλείψαμε ως μοχλό καταγγελτικού λόγου και βρήκαμε να πλακωθούμε για άλλο δόλωμα που πετάχτηκε στην αρένα, εν προκειμένω τη δήλωση περί της νομοτελειακής υφής της ανισότητας που έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης («Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες» είπε, και ποιος δεν θα το έλεγε δηλαδή σε κάποια περίσταση, από μέσα του έστω;), για να μην ξεχνάμε δηλαδή ότι στην εποχή μας δεν έχει και τόσο σημασία τι λες, αλλά πώς εκλαμβάνεται και πώς αλέθεται στον μιντιακό μύλο. Έτσι κι αλλιώς, χεσμένη και ακυρωμένη την έχουμε τόσες δεκαετίες την εγγύς παραλιακή, αποκαμωμένοι από την αλληλουχία καραμπινάτων αυθαιρεσιών, κρατικής αδιαφορίας και τριτοκοσμικού καπιταλισμού. Είχε γίνει αντιληπτό προ πολλού ότι δεν είναι στη μοίρα μας να αποκτήσουμε ποτέ τη λειτουργική, κοινωνική και πλούσια σε ψυχαγωγία παραλιακή του Τελ-Αβίβ ή της Βαρκελώνης.
Μα, πήγαινε ο κοσμάκης, οι μετανάστες, οι μη προνομιούχοι, θα αντιτείνει κάποιος. Σωστό εν μέρει, «εμείς» όμως τη σνομπάραμε, διότι, τέλος πάντων, δεν μπορούσαμε να πηγαίνουμε για μπάνιο παρέα με τους «Αλβανούς» (όχι τόσο ρατσιστικά, αλλά ως διάδοχη κατάσταση των ντόπιων λαϊκών στρωμάτων που σύχναζαν από τα βράχια της Πειραϊκής μέχρι τον Άλιμο, τη Γλυφάδα και πιο πέρα). Ζητώ συγγνώμη απ' όσους δεν σκέφτονται έτσι, αλλά οι περισσότεροι που γνωρίζω (φουλ προοδευτικά και ευαισθητοποιημένα άτομα κατά τα λοιπά) κάπως έτσι το έβλεπαν πριν γίνουν/γίνουμε όλοι πιο ταπεινόφρονες και λιγότερο εστέτ λόγω ραγδαίας φτωχοποίησης. Το «στίγμα» όμως της ακατάλληλης για τα γούστα μας παραλιακής παρέμενε, παρά τα πιστοποιητικά βιολογικού καθαρισμού. Ποιος ξέρει τώρα πόσος καιρός θα περάσει μέχρι να ανακτηθεί μια θολή έστω αίγλη της παραλιακής, απομεινάρι από τις ένδοξες, vintage εποχές του ΕΟΤ. Δυστυχώς, μαζί με τη «Ριβιέρα» επλήγη (ενδεχομένως πολύ πιο άσχημα) και η καημένη η Σαλαμίνα, που είναι ακόμα πιο «μακρινή», πάνω που είχε κατορθώσει να κατοχυρωθεί αισθητικά από τους ανήσυχους και τους ψαγμένους των Αθηνών ως κοντινό νησιωτικό θέρετρο μιας ιδιαίτερης λούμπεν ποιότητας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO