«Σε λίγα χρόνια, όποιος δεν μετέχει στα κοινωνικά δίκτυα δεν θα θεωρείται αντικοινωνικός, θα είναι ύποπτος». Το τσιτάτο εμφανίστηκε σε επικήδεια ανάρτηση «φίλου» στο Facebook εξ αφορμής του θανάτου του Ζίγκμουντ Μπάουμαν. Δεν διασταύρωσα το αυθεντικό της ρήσης, άλλωστε είναι κάτι που άνετα θα μπορούσε να έχει πει/γράψει ο εκλιπών Πολωνός στοχαστής που τόσο είχε καυτηριάσει στο πιο πρόσφατο έργο του τα δεινά της παγκοσμιοποίησης και της «ρευστής» μετανεωτερικότητας, τονίζοντας συχνά ότι οι περισσότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούν αυτά τα μέσα όχι για να ανοίγουν τους ορίζοντές τους και να κάνουν διάλογο, αλλά για να εγκλωβίζονται με άνεση στο στοιχείο τους. Ακόμα κι όταν «νεκρολογούν» κάποιον αγαπημένο τους επώνυμο, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς. Είναι φρέσκες οι μνήμες άλλωστε από το κακό τσουρομάδημα και την αναβίωση ακραίου ψυχροπολεμικού κλίματος που ακολούθησαν την είδηση του θανάτου του Φιντέλ Κάστρο στα social media. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι «ο αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας», (αυτο)δικαιώνεται όμως πάντα ο συγγραφέας της νεκρολογίας, του επικήδειου λόγου, του εγκωμίου, της «ευλογίας» (eulogy) που λένε κι οι Αγγλοσάξονες.
Ο θάνατος κι ο χρόνος ήταν πάντα σύμμαχοι.
Την εποχή της αέναης νεκρολογίας επωνύμων στο Ίντερνετ φάνηκε ιδανικό το timing της έκδοσης προ μερικών μηνών της ανθολογίας υπό τον τίτλο Dead People που έβγαλε το ζεύγος γνωστών Αμερικανών γραφιάδων Stefany Anne Goldberg και Morgan Meis, στην οποία περιλαμβάνονται κάποιες από τις ιδιοσυγκρασιακές νεκρολογίες που έχουν γράψει τα τελευταία χρόνια για μια σειρά από διάσημα πρόσωπα, στα οποία προσδίδεται συχνά μια απροσδόκητη διάσταση, που μοιάζει όμως να αποκρυσταλλώνει την κληρονομιά, το βαθύ ίχνος που άφησαν πίσω. «Το πιο τρομακτικό πράγμα στον Οσάμα μπιν Λάντεν ήταν η σιωπή και η ηρεμία του», φέρ' ειπείν. Ή για τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας: «Επιζητούσε να αντιληφθεί πώς είναι να είσαι ένα άτομο σε τούτο τον συγκεκριμένο κόσμο χωρίς να αγνοεί την απέραντη θάλασσα μαζικής, εμπορευματοποιημένης κουλτούρας στην οποία ζούμε, αλλά ούτε και να υποκρίνεται ότι δεν νιώθουμε μια βασανιστική αμηχανία κολυμπώντας σ' αυτά τα νερά». Ή για τον Μιχαήλ Καλάσνικοφ: «Η φόρμα της εφεύρεσής του ήταν το γνωστό ΑΚ-47. Η ουσία της όμως είμαστε εμείς». Ή για τον Sun Ra: «Μόνο διαμέσου της ομορφιάς μπορούσαν να επιλυθούν οι ιδέες του Sun Ra, όπως τα μαθηματικά επιλύονται ως τραγούδι, όταν γίνουν κομμάτι της καθημερινής ζωής... Για τον Sun Ra, η ζωή δεν ήταν μόνο μια ιστορία με ηθικό δίδαγμα, αλλά κυρίως ένα παραμύθι».
Ο θάνατος του Χάβελ, από την άλλη, αποτέλεσε την αφορμή μιας μίνι πραγματείας για τα αποξενωμένα υποκείμενα «που αναζητούν απελπισμένα νόημα και σκοπό και καταλήγουν να εμπιστεύονται μια ανώνυμη Εξουσία που τους προσφέρει μια ιδεολογική ασφάλεια, ακόμα κι αν αυτή η ασφάλεια είναι ένα ψέμα. Δεν είναι απαραίτητο καν να πιστεύουν πραγματικά αυτό το ψέμα, αρκεί να συμπεριφέρονται σαν να ισχύει». Το αγαπημένο μου εδάφιο του βιβλίου όμως είναι αυτό που αναφέρεται στον θάνατο του Adam «MCA» Yauch των Beastie Boys to 2012 (47 χρονών, γαμώ την τρέλα μου μέσα) και συνοψίζει το όλο «ζήτημα» του διάσημου γκρουπ ως «θεολογικό πρόβλημα»: «Πώς ενοποιείς μια τριάδα; Ανταλλάσσοντας φωνητικά, συμπληρώνοντας ο ένας τις προτάσεις του άλλου. Ο θάνατος του MCA σήμανε, εκτός των άλλων, τον θάνατο μιας τριάδας της οποίας ήταν αναπόσπαστο μέλος».
Λίγες μέρες πριν από τον Ζίγκμουντ Μπάουμαν έφυγε από τη ζωή, στα 90 του επίσης, και ο Τζον Μπέργκερ, μέγας κριτικός, θεωρητικός, λογοτέχνης, καλλιτέχνης, τεράστια και πολυσύνθετη μορφή που βοήθησε τόσο κόσμο «να δει καλύτερα» την τέχνη, τη ζωή αλλά και τον θάνατο. «Ο θάνατος κι ο χρόνος ήταν πάντα σύμμαχοι» είχε γράψει. Επίσης, σ' έναν από τους πιο εντυπωσιακούς αφορισμούς του, φαίνεται είχε πιάσει το βαθύ νόημα της ροπής μας προς τη νεκρολογία: «Αυτό που κατά βάση θρηνούμε στους νεκρούς είναι ότι έχασαν τις ελπίδες τους».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια