Άντε κι ένα τελευταίο (ελπίζουμε) ξόδι αυτήν τη χρονιά σε σημαντικό δημιουργό και διαχρονικό παράγοντα έμπνευσης αυτής εδώ της στήλης. Πάει, λοιπόν, στα 62 του, λίγο καιρό αφότου ανακοίνωσε το «μη αναστρέψιμο» από τη σελίδα της κριτικής του στους «Sunday Times», και ο επιφανής συνάδελφος A.A. Gill: κριτικός, αρθρογράφος, περιηγητής, σαρδόνιος προβοκάτορας, μποέμ καλοπερασάκιας, σπουδαία πένα, οξύτατο πνεύμα, αξιοθαύμαστη γκάμα, υπόδειγμα υβριδικού «lifestyle» λόγου υψηλής καλλιέργειας και κοφτερής αντίληψης. Ανάποδος άνθρωπος, σταμάτησε να πίνει στα 30 (το Α.Α. είναι «φόρος τιμής» στους Alcoholic Anonymous, Adrian ήταν το μικρό του όνομα) και άρχισε να γράφει («επαγγελματικά») κοντά στα 40. Να υπαγορεύει για την ακρίβεια, αφού ήταν δυσλεκτικός. Άργησε, αλλά δεν είχε σημασία. Το είχε φουλ, είτε έγραφε για εστιατόρια, είτε για τηλεόραση, είτε για ταξίδια, είτε για αρχιτεκτονική, είτε για τις σκιές της σύγχρονης Ιστορίας, είτε όταν πέταγε, χαμογελώντας, δολώματα για να τσιμπήσουν οι πιο στεγνοί και άκαμπτοι παραστάτες της πολιτικής ορθότητας.
Θυμήθηκα κι εκείνο που είχε γράψει για τη Μύκονο το 2002, πάνω στην ακμή της «επίπλαστης ευδαιμονίας», όταν είχε έρθει για ανταπόκριση (και high-end ξεσάλωμα) μαζί με τον Τζέρεμι Κλάρκσον (αν το παρακάτω απόσπασμα σας φανεί ομοφοβικό, δικαίωμά σας εννοείται, αλλά ίσως δεν έχετε περάσει ποτέ μια βόλτα από τα μαρμαρένια αλώνια του Super Paradise): «... Ξέρετε ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ' έναν ετεροφυλόφιλο άντρα στην παραλία και σ' έναν ομοφυλόφιλο άντρα στην παραλία; Εκτός από το γυμνασμένο σώμα και την ολική αποτρίχωση, προφανώς. Ένας στρέιτ τύπος βαδίζει προς το νερό και κοιτάζει τον ορίζοντα. Ένας γκέι άντρας κοιτάζει προς την παραλία. Όλα είναι για τη βιτρίνα. Ένα διαρκές σκανάρισμα συντελείται εδώ. Όλοι κοιτάζονται και αναμετριούνται. Όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα, κλειδώνεις κάποια οπτική επαφή. "Είμαι κάμερα (αν)ασφαλείας". Τα γκέι ραντάρ (gaydar) έχουν μπουκώσει από το μποτιλιάρισμα. Ακόμα κι οι άντρες που αγκαλιάζονται απαλά στον αφρό των κυμάτων κοιτάζουν ο ένας πίσω από τον ώμο του άλλου, στέλνοντας έντονα τηλεπαθητικά μηνύματα. Δεν ακούς φασαρία εδώ. Ούτε γέλια. Μόνο ένα χαμηλό μουρμουρητό. Δεν επικρατεί χαλάρωση, ούτε κατά διάνοια. Δεν μοιάζει με διακοπές. Είναι σαν εκθεσιακό κέντρο γυμνών πωλήσεων. Ανόθευτος ερωτικός καπιταλισμός...».
Ο θάνατος προσδίδει στα πάντα μια μεταφορική προσταγή. Καθημερινά αντικείμενα γίνονται φετίχ, όταν ο εκλιπών δεν τα έχει πια ανάγκη και οι συζητήσεις στο τραπέζι του πρωινού γίνονται μυστηριώδεις και σοφές πίσω από τις σκιές.
Πέρα από τα άρθρα του, μικρής και μεγάλης φόρμας, άξια είναι και τα βιβλία του, ανθολογίες κυρίως, με πιο ξεχωριστό για μένα το To America with love, τεχνικά μια ωδή σ' έναν ιδανικό αμερικανισμό, που συχνά όμως μιλά για την Ευρώπη ή για τον θάνατο (συναντιούνται τακτικά αυτά τα δύο):
«Η Ευρώπη, στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι μια μυστικοπαθής ήπειρος που λειτουργεί κατά γενική συναίνεση με όρους αδράνειας και "δεδικασμένου". Οι δογματικοί και οι αντιρρησίες προκαλούν αναταραχή στα λιμνάζοντα νερά όπου πλέουν οι πυκνοκατοικημένες και ιεραρχικές μας κοινότητες... Η Ευρώπη είναι τόπος συντήρησης. Διατηρεί, επιμελείται και προστατεύει τον πολιτισμό της ενάντια στις φθορές και στις σκουριές που θέλουν, υποτίθεται, να του προκαλέσουν άλλες κουλτούρες, ενάντια στη διάβρωση του χρόνου και στη διανοητική κλοπή. Είμαστε μια ήπειρος όπου ο φόβος τού να χάσουμε αυτά που έχουμε είναι πολύ μεγαλύτερος από τη φιλοδοξία να φτιάξουμε κάτι καινούργιο...».
«Ο θάνατος προσδίδει στα πάντα μια μεταφορική προσταγή. Καθημερινά αντικείμενα γίνονται φετίχ, όταν ο εκλιπών δεν τα έχει πια ανάγκη και οι συζητήσεις στο τραπέζι του πρωινού γίνονται μυστηριώδεις και σοφές πίσω από τις σκιές».
«Η Ιστορία είναι πάντα προσωπική – πολύ περισσότερο για εκείνους που βλέπουν να τη γράφει ο εχθρός τους. Απογυμνώνει τον ηττημένο και τον εκτοπισμένο από κάθε αξιοπρέπεια. Είναι μια προσβολή μετά θάνατον».
«Η Αμερική εφηύρε τον τεχνομορφισμό, τον εμποτισμό λειτουργικών εργαλείων με γνωστικές ιδιότητες. Δεν υπάρχουν άψυχα αντικείμενα, απλώς αναπαύονται».
Από τα ταξιδιωτικά του κείμενα συμπεραίνει κανείς μια αδυναμία στην Αφρική, την οποία δικαιολογούσε ως εξής: «Το νόημα της Αφρικής ή το πιάνεις ή όχι. Αυτό που με κάνει να επιστρέφω ξανά, χρόνο με τον χρόνο, είναι το ότι η εμπειρία μοιάζει σαν να βλέπεις τον κόσμο με το καπάκι σηκωμένο». Ο A.A. Gill μπορεί να μπήκε μεγάλος στην πιάτσα των γραφιάδων, ένιωθε όμως βαθιά τη σημασία της ελεύθερης και καλοστημένης έκφρασης, ακόμα και στα πιο «ευτελή» και «επιφανειακά» υπο-είδη του δημοσιογραφικού λόγου: «Η ελευθερία του λόγου είναι αυτό πάνω στο οποίο ισορροπούν όλες οι άλλες ανθρώπινες ελευθερίες. Αυτό μπορεί να ακούγεται ως ανείπωτη αλαζονεία, όταν πρόκειται για κριτικές εστιατορίων και στήλες κουτσομπολιού. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα. Η δημοσιογραφία δεν είναι ατομικό σπορ, όπως τα βιβλία ή τα θεατρικά έργα. Είναι ομαδική προσπάθεια. Η δύναμη του Τύπου είναι αθροιστική. Εμπεριέχει πάντα μια συνειδητή ανθρώπινη δυναμική...».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO