Σε μια πολιτισμένη χώρα είναι ανάρμοστο να σκαλίζεις επίμονα εθνικά ταμπού λίγες μέρες πριν τις από τις εθνικές εκλογές. Αλλά επειδή εδώ ο πολιτισμός εξαντλείται συχνά στους τύπους και στο μικροαστικό σαβουάρ βιβρ, δεν βλάπτει να θυμόμαστε αυτά που έχουμε ξεχάσει να διαχειριστούμε ψύχραιμα -και επιτέλους, χωρίς διάθεση για ξεκαθάρισμα λογαριασμών- για να προχωρήσουμε μπροστά. Εξήντα χρόνια, λοιπόν, συμπληρώθηκαν πριν λίγο καιρό από τη λήξη του εμφύλιου πολέμου και η επέτειος πέρασε περίπου στο ντούκου, ειδικά από την τηλεόραση, ένα μέσο που συνήθως δεν παραλείπει να γιορτάσει με τον πιο χαζοχαρούμενο τρόπο την πιο άσχετη επέτειο, γιορτάζοντας παράλληλα την ίδια την αβάσταχτη ελαφρότητά του.
Από την άλλη, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις τα τελευταία χρόνια μιας πιο επιστημονικής προσέγγισης της περιόδου αυτής που σκιάζεται ακόμα, ειδικά στο μυαλό των νεότερων, από φαντάσματα τεράτων με κονσερβοκούτια και δωσίλογων με κέρατα και ουρά (κατ' αντιστοιχία με την εικόνα των Ναζί στη συλλογική συνείδηση, οι οποίοι δεν ήταν Γερμανοί, αλλά... εξωγήινοι). Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει ακόμα έντονη η βιωματική σχέση με το γεγονός (όλοι έχουν ακούσει στον κοινωνικό τους περίγυρο ιστορίες από τον Εμφύλιο, συνήθως άγρια υποκειμενικές, είτε από επιζώντες της περιόδου, είτε από εκπροσώπους προηγούμενων έντονα στρατευμένων γενεών) και συνήθως εκεί εξαντλείται η σχετική «εκπαίδευση», αφού το υπουργείο Παιδείας (... και Θρησκευμάτων, μην ξεχνάμε) θεωρεί ότι το θέμα μάς ξεπερνά και οπωσδήποτε είναι ακατάλληλο για ανηλίκους, γι' αυτό και τίθεται εκτός δημόσιας παιδείας: τα βιβλία σύγχρονης Ιστορίας σταματούν διακριτικά σαν ντροπαλές παρθένες στο τέλος της Κατοχής, και μετά ξαναπιάνουν το νήμα από την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ.
Σε λίγο καιρό, πάντως, ολοκληρώνονται τα γυρίσματα της νέας ταινίας του Παντελή Βούλγαρη Ψυχή Βαθιά, η οποία -ανεξαρτήτως αποτελέσματος- υποτίθεται ότι είναι μια ισορροπημένη προς τις «δύο πλευρές» πολεμική ταινία (άλλο ταμπού αυτό, εδώ δεν υπάρχει πια το είδος, όλες οι ταινίες οφείλουν να είναι «αντιπολεμικές»), ή, τέλος πάντων, μια ταινία για τα έντονα πάθη της εποχής με στοιχεία δράσης και όχι η συνήθης «ελεγεία για την ήττα της Αριστεράς» που βλέπουμε από τη μεταπολίτευση και μετά. Είναι μια πρόοδος κι αυτό και δείχνει μια διάθεση προσαρμογής σε νέες αντιλήψεις και ευαισθησίες. Έχουν περάσει περίπου τριάντα χρόνια από το συνέδριο που έγινε στην Ουάσιγκτον το 1978, «Η Ελλάδα στη δεκαετία του '40: Ένα έθνος σε κρίση» από την εκεί Ένωση Νεοελληνικών Σπουδών - αν γινόταν εδώ ακόμα θα έπεφτε ξύλο και οπωσδήποτε θα βάραιναν την ατμόσφαιρα ένθεν και ένθεν κατηγορίες περί ανιστόρητου ρεβιζιονισμού και ακατάσχετης συνωμοσιολογίας, όπως συμβαίνει άλλωστε και σήμερα σε οποιοδήποτε επίσημο και ανεπίσημο φόρουμ στήνεται για το θέμα. Πολύ σημαντικό, πάντως (τουλάχιστον για μένα τον «ύποπτο, ανιστόρητο και αντιδραστικό»), υπήρξε το μεγάλο αφιέρωμα στον Εμφύλιο που έκανε η εφημερίδα «Καθημερινή» πριν μερικούς μήνες - ειδικά όσον αφορά την «κληρονομιά της τραγωδίας». Αξίζει, νομίζω, να ξαναδιαβαστούν οι διαφορετικής οπτικής απόψεις, έστω και εκτός πλαισίου, δύο ακαδημαϊκών που επισήμαναν πολύ εύστοχα τους κινδύνους επιπόλαιης ανάγνωσης αυτής της ακατανόμαστης συχνά περιόδου και του ελλείμματος επιστημονικής ερμηνείας των γεγονότων:
«... Ο πόλεμος αυτός, όπως και πολλές άλλες περιπέτειες των ανθρώπων, έχει γίνει ένα είδος καταναλώσιμου είδους στις μέρες μας... Για να καταναλωθεί εύπεπτα χρειάζονται ειδικά "καταναλωτικά χαρακτηριστικά", τα οποία προστίθενται σε έναν εξαιρετικά θολό ιστορικό καμβά, ώστε το όλον να είναι δυνατό να πωληθεί "αγοραία". Οι απεικονίσεις ή οι περιγραφές του πολέμου επιμένουν σε εξηγήσεις του τύπου: "οι ξένοι που μας έβαλαν", "το κακό μας το κεφάλι", "η φύση του Έλληνα που χύνει την καρδάρα με το γάλα", και το ηθικό δίδαγμα του πόσο κακό είναι "αδελφός να πολεμά αδελφό". Πάνω σ' αυτή την εμπορική εκδοχή του στηρίχθηκαν επιστημονικοφανείς "ερμηνείες", όπου απουσιάζουν μεν η ιστορία, η οικονομία, η ιδεολογία, η πολιτική και εν γένει όλοι οι τρόποι με τους οποίους ως τώρα κατάφερναν οι άνθρωποι να ερμηνεύουν επιστημονικά τον εαυτό τους, περισσεύει όμως η ηθικολογική μεταφυσική ερμηνεία των γεγονότων». (Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ)
«... Το μείζον, αναπάντητο ερώτημα αφορά την κληρονομιά του Εμφυλίου και τον τρόπο με τον οποίο η Ιστορία του διατρέχει την κοινωνία. Από τη μία, ο Εμφύλιος έχει πλέον αποσυνδεθεί οριστικά από την πολιτική. Από την άλλη, όμως, εξακολουθούν να αναπαράγονται συστηματικά μύθοι και κλισέ που έχουν τελείως απαξιωθεί επιστημονικά. Αντίθετα από χώρες όπως η Γαλλία ή η Ιταλία, όπου η ιστορική έρευνα διαχέεται στο ευρύτερο κοινό, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στη χώρα μας, τουλάχιστον όχι ακόμη...». Τους κινδύνους όταν «η ιστοριογραφία αγγίζει την αγιογραφία» (από τη πλευρά της Αριστεράς ειδικά καταλήγει: «... Το κεντρικό, λοιπόν, ερώτημα αφορά την ύπαρξη και διάρκεια της αντίληψης που θεωρεί πως η αποστασιοποίηση από τα γεγονότα της εποχής είναι αδύνατη, πως η ιστορία της δεκαετίας του '40 δεν επιδέχεται διορθώσεις και αναθεωρήσεις και πως εκείνες που τελικά επιχειρούνται είναι πολιτικά ύποπτες και ηθικά απαράδεκτες. Πρόκειται, βέβαια, για ένα ευρύτερο πρόβλημα που χαρακτηρίζει συνολικά τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία στέκεται απέναντι στο ίδιο της το παρελθόν και που σχετίζεται άμεσα με τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η ορθολογική και κριτική σκέψη στη χώρα μας». (Στάθης Ν. Καλύβας, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Γέιλ)
σχόλια