Το πιο επίμονο ταμπού

Το πιο επίμονο ταμπού Facebook Twitter
0

Σε μια πολιτισμένη χώρα είναι ανάρμοστο να σκαλίζεις επίμονα εθνικά ταμπού λίγες μέρες πριν τις από τις εθνικές εκλογές. Αλλά επειδή εδώ ο πολιτισμός εξαντλείται συχνά στους τύπους και στο μικροαστικό σαβουάρ βιβρ, δεν βλάπτει να θυμόμαστε αυτά που έχουμε ξεχάσει να διαχειριστούμε ψύχραιμα -και επιτέλους, χωρίς διάθεση για ξεκαθάρισμα λογαριασμών- για να προχωρήσουμε μπροστά. Εξήντα χρόνια, λοιπόν, συμπληρώθηκαν πριν λίγο καιρό από τη λήξη του εμφύλιου πολέμου και η επέτειος πέρασε περίπου στο ντούκου, ειδικά από την τηλεόραση, ένα μέσο που συνήθως δεν παραλείπει να γιορτάσει με τον πιο χαζοχαρούμενο τρόπο την πιο άσχετη επέτειο, γιορτάζοντας παράλληλα την ίδια την αβάσταχτη ελαφρότητά του.

Από την άλλη, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις τα τελευταία χρόνια μιας πιο επιστημονικής προσέγγισης της περιόδου αυτής που σκιάζεται ακόμα, ειδικά στο μυαλό των νεότερων, από φαντάσματα τεράτων με κονσερβοκούτια και δωσίλογων με κέρατα και ουρά (κατ' αντιστοιχία με την εικόνα των Ναζί στη συλλογική συνείδηση, οι οποίοι δεν ήταν Γερμανοί, αλλά... εξωγήινοι). Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει ακόμα έντονη η βιωματική σχέση με το γεγονός (όλοι έχουν ακούσει στον κοινωνικό τους περίγυρο ιστορίες από τον Εμφύλιο, συνήθως άγρια υποκειμενικές, είτε από επιζώντες της περιόδου, είτε από εκπροσώπους προηγούμενων έντονα στρατευμένων γενεών) και συνήθως εκεί εξαντλείται η σχετική «εκπαίδευση», αφού το υπουργείο Παιδείας (... και Θρησκευμάτων, μην ξεχνάμε) θεωρεί ότι το θέμα μάς ξεπερνά και οπωσδήποτε είναι ακατάλληλο για ανηλίκους, γι' αυτό και τίθεται εκτός δημόσιας παιδείας: τα βιβλία σύγχρονης Ιστορίας σταματούν διακριτικά σαν ντροπαλές παρθένες στο τέλος της Κατοχής, και μετά ξαναπιάνουν το νήμα από την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ.

Σε λίγο καιρό, πάντως, ολοκληρώνονται τα γυρίσματα της νέας ταινίας του Παντελή Βούλγαρη Ψυχή Βαθιά, η οποία -ανεξαρτήτως αποτελέσματος- υποτίθεται ότι είναι μια ισορροπημένη προς τις «δύο πλευρές» πολεμική ταινία (άλλο ταμπού αυτό, εδώ δεν υπάρχει πια το είδος, όλες οι ταινίες οφείλουν να είναι «αντιπολεμικές»), ή, τέλος πάντων, μια ταινία για τα έντονα πάθη της εποχής με στοιχεία δράσης και όχι η συνήθης «ελεγεία για την ήττα της Αριστεράς» που βλέπουμε από τη μεταπολίτευση και μετά. Είναι μια πρόοδος κι αυτό και δείχνει μια διάθεση προσαρμογής σε νέες αντιλήψεις και ευαισθησίες. Έχουν περάσει περίπου τριάντα χρόνια από το συνέδριο που έγινε στην Ουάσιγκτον το 1978, «Η Ελλάδα στη δεκαετία του '40: Ένα έθνος σε κρίση» από την εκεί Ένωση Νεοελληνικών Σπουδών - αν γινόταν εδώ ακόμα θα έπεφτε ξύλο και οπωσδήποτε θα βάραιναν την ατμόσφαιρα ένθεν και ένθεν κατηγορίες περί ανιστόρητου ρεβιζιονισμού και ακατάσχετης συνωμοσιολογίας, όπως συμβαίνει άλλωστε και σήμερα σε οποιοδήποτε επίσημο και ανεπίσημο φόρουμ στήνεται για το θέμα. Πολύ σημαντικό, πάντως (τουλάχιστον για μένα τον «ύποπτο, ανιστόρητο και αντιδραστικό»), υπήρξε το μεγάλο αφιέρωμα στον Εμφύλιο που έκανε η εφημερίδα «Καθημερινή» πριν μερικούς μήνες - ειδικά όσον αφορά την «κληρονομιά της τραγωδίας». Αξίζει, νομίζω, να ξαναδιαβαστούν οι διαφορετικής οπτικής απόψεις, έστω και εκτός πλαισίου, δύο ακαδημαϊκών που επισήμαναν πολύ εύστοχα τους κινδύνους επιπόλαιης ανάγνωσης αυτής της ακατανόμαστης συχνά περιόδου και του ελλείμματος επιστημονικής ερμηνείας των γεγονότων:

«... Ο πόλεμος αυτός, όπως και πολλές άλλες περιπέτειες των ανθρώπων, έχει γίνει ένα είδος καταναλώσιμου είδους στις μέρες μας... Για να καταναλωθεί εύπεπτα χρειάζονται ειδικά "καταναλωτικά χαρακτηριστικά", τα οποία προστίθενται σε έναν εξαιρετικά θολό ιστορικό καμβά, ώστε το όλον να είναι δυνατό να πωληθεί "αγοραία". Οι απεικονίσεις ή οι περιγραφές του πολέμου επιμένουν σε εξηγήσεις του τύπου: "οι ξένοι που μας έβαλαν", "το κακό μας το κεφάλι", "η φύση του Έλληνα που χύνει την καρδάρα με το γάλα", και το ηθικό δίδαγμα του πόσο κακό είναι "αδελφός να πολεμά αδελφό". Πάνω σ' αυτή την εμπορική εκδοχή του στηρίχθηκαν επιστημονικοφανείς "ερμηνείες", όπου απουσιάζουν μεν η ιστορία, η οικονομία, η ιδεολογία, η πολιτική και εν γένει όλοι οι τρόποι με τους οποίους ως τώρα κατάφερναν οι άνθρωποι να ερμηνεύουν επιστημονικά τον εαυτό τους, περισσεύει όμως η ηθικολογική μεταφυσική ερμηνεία των γεγονότων». (Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ)

«... Το μείζον, αναπάντητο ερώτημα αφορά την κληρονομιά του Εμφυλίου και τον τρόπο με τον οποίο η Ιστορία του διατρέχει την κοινωνία. Από τη μία, ο Εμφύλιος έχει πλέον αποσυνδεθεί οριστικά από την πολιτική. Από την άλλη, όμως, εξακολουθούν να αναπαράγονται συστηματικά μύθοι και κλισέ που έχουν τελείως απαξιωθεί επιστημονικά. Αντίθετα από χώρες όπως η Γαλλία ή η Ιταλία, όπου η ιστορική έρευνα διαχέεται στο ευρύτερο κοινό, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στη χώρα μας, τουλάχιστον όχι ακόμη...». Τους κινδύνους όταν «η ιστοριογραφία αγγίζει την αγιογραφία» (από τη πλευρά της Αριστεράς ειδικά καταλήγει: «... Το κεντρικό, λοιπόν, ερώτημα αφορά την ύπαρξη και διάρκεια της αντίληψης που θεωρεί πως η αποστασιοποίηση από τα γεγονότα της εποχής είναι αδύνατη, πως η ιστορία της δεκαετίας του '40 δεν επιδέχεται διορθώσεις και αναθεωρήσεις και πως εκείνες που τελικά επιχειρούνται είναι πολιτικά ύποπτες και ηθικά απαράδεκτες. Πρόκειται, βέβαια, για ένα ευρύτερο πρόβλημα που χαρακτηρίζει συνολικά τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία στέκεται απέναντι στο ίδιο της το παρελθόν και που σχετίζεται άμεσα με τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η ορθολογική και κριτική σκέψη στη χώρα μας». (Στάθης Ν. Καλύβας, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Γέιλ)

Shortcut
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αναζητώντας το μυστικό του Γιάννη Πετρίδη

Δ. Πολιτάκης / Αναζητώντας το μυστικό του Γιάννη Πετρίδη

Στις 29 Μαρτίου συμπληρώθηκαν σαράντα έξι χρόνια από την πρώτη εκπομπή του ανθρώπου που μας έμαθε να ακούμε μουσική, όμως, παρά την οικειότητα, το κύρος και τη γνώση που εκπέμπει ακόμα η φωνή του από τα ερτζιανά, ο ίδιος παραμένει σε μεγάλο βαθμό ένα μυστήριο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
200 χρόνια «κρυφό σχολειό»

Δ. Πολιτάκης / 200 χρόνια «κρυφό σχολειό»

Πέρα από τις εθιμοτυπικές τελετουργίες της αρμόδιας επιτροπής, ο εορτασμός των 200 χρόνων από το ’21 θα μπορούσε να γίνει αφορμή για μια βαθύτερη αντίληψη των συναρπαστικών γεγονότων εκείνης της εποχής από αυτή που μας χάρισε το σχολείο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Αποχαιρετισμός στην κυρία Μιράντα

Δημήτρης Πολιτάκης / Αποχαιρετισμός στην κυρία Μιράντα

Πηγαίνοντας μετά από καιρό σε σπίτι φίλων, είδα στην εξώπορτα το αγγελτήριο θανάτου της ηθοποιού Μιράντας Κουνελάκη που έμενε στην ίδια πολυκατοικία και για χρόνια «επέβλεπε» στοργικά και διακριτικά τις νεανικές μας τρέλες.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
H περίπτωση του Άκη Πάνου, που ακόμα μας στοιχειώνει

Δημήτρης Πολιτάκης / H περίπτωση του Άκη Πάνου, που ακόμα μας στοιχειώνει

Ούτε το έργο ενός δημιουργού μπορεί εύκολα να διαγραφεί ούτε όμως και η σύνδεσή του με τις όποιες αποτρόπαιες πράξεις. Μένει εκεί, σαν ανεξίτηλη κηλίδα που διαβρώνει και συρρικνώνει το σέβας, το δέος, την εκτίμηση, την απόλαυση. Αυτό είναι το τίμημα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Βρίσκοντας καταφύγιο στη μοιρολατρία και στα εποχικά μαγαζιά

Δημήτρης Πολιτάκης / Βρίσκοντας καταφύγιο στη μοιρολατρία και στα εποχικά μαγαζιά

Έχει ανάγκη ο κόσμος να περιβληθεί στην απομόνωσή του από ένα γιορτινό σκηνικό, από μια λαμπερή ψευδαίσθηση, ξορκίζοντας μια χρονιά που έγινε η προσωποποίηση όλων των δεινών που έχουν πέσει στο κεφάλι μας, όχι μόνο της πανδημίας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Η πανδημία και η λαχτάρα μας να «σώσουμε τα Χριστούγεννα»

Δημήτρης Πολιτάκης / Η πανδημία και η λαχτάρα μας να «σώσουμε τα Χριστούγεννα»

Ας είμαστε προετοιμασμένοι για σεμνές, ταπεινές, υπερβατικές γιορτές, όπως θα έπρεπε δηλαδή πάντα να είναι, αν πιστέψουμε όλες αυτές τις χριστουγεννιάτικες ταινίες που βλέπουμε μια ζωή.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Απόδραση από την Αθήνα

Δημήτρης Πολιτάκης / Απόδραση από την Αθήνα

Παίζει ξανά δυνατά ως σενάριο ή ως όραμα μέσα στην πανδημία η οριστική φυγή από τη μητρόπολη και η μετεγκατάσταση σε κάποια ιδανική γωνιά της επαρχίας με άμεση πρόσβαση σε φύση, βουνά, ακρογιαλιές, δειλινά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ