Πόσες φορές έχεις την ευκαιρία να γευματίσεις σε ένα αθηναϊκό εστιατόριο που μετρά μισό αιώνα ιστορίας; Όχι πολλές, γιατί απλώς δεν βρίσκεις εύκολα –πέρα από κάποιες ταβέρνες, που κι αυτές λιγοστεύουν– αστικά αθηναϊκά εστιατόρια που να έχουν πέντε δεκαετίες ζωής. Και ακόμη περισσότερο, δεν βρίσκεις εστιατόρια που η μακρά παρουσία τους να μην προδίδεται από την «κούραση» που αποπνέουν αλλά από τη χρυσή εμπειρία, που την ανακαλύπτεις από τα πιο μικρά έως τα πιο μεγάλα, όλα εκείνα που σε κάνουν να αισθάνεσαι πραγματικά ευτυχισμένος μετά από ένα γεύμα εκεί. Εδώ ακριβώς, σε αυτό το σημείο της αναζήτησης είναι που συναντάς το Αbreuvoir και διαπιστώνεις ότι είναι δύσκολο να μην υποκύψεις και να μην υποκλιθείς στη γοητεία του κλασικού, πόσο μάλλον όταν αυτό διατηρεί τέτοια ποιότητα που το κάνει διαχρονικά άκρως επίκαιρο και γαστρονομικά πάντα «ολόφρεσκο». Το Αbreuvoir πρωτολειτούργησε στις 18 Μαρτίου 1965, όταν ο Αλέξης Κώτσης, έχοντας διδαχτεί και δοκιμαστεί στη γαλλική κουζίνα στην πατρίδα της, αποφάσισε να ανοίξει ένα γαλλικό εστιατόριο στην Αθήνα, σε μια εποχή που το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής που σήμερα ονομάζουμε «Κολωνάκι» θύμιζε εξοχή. Αυτό ωστόσο δεν εμπόδισε το νέο και καινοφανές τότε εστιατόριο να γίνει αγαπημένος τόπος συνάντησης για τους καλοφαγάδες. Στο πέρασμα του χρόνου πολλά άλλαξαν, αλλά αυτό που έμεινε αλώβητο ήταν το πάθος του Αλέξη Κώτση για την ποιότητα και την εξυπηρέτηση. Ταυτόχρονα, το ίδιο το Αbreuvoir, αλλά και όλοι όσοι γευόμαστε την κουζίνα του και την ισχυρή του παράδοση, ευτύχησε να έχει, εκτός από έναν παθιασμένο ιδρυτή, εξίσου παθιασμένους συνεχιστές: τον Σπύρο και την Κλαίρη, τα παιδιά του Αλέξη Κώτση, οι οποίοι, μετά τις ανάλογες σπουδές, έχουν αναλάβει ο πρώτος την κουζίνα και η δεύτερη τη σάλα και τη διαχείριση. Την παράδοση του Αbreuvoir τη συναντάς από τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα, που είναι μαρκαρισμένα με το σήμα του εστιατορίου, έως τους ανθρώπους του σέρβις, που εμφανώς δείχνουν όχι μόνο να γνωρίζουν καλά αλλά και να αγαπούν τη δουλειά τους. «Εδώ, κάθε πελάτης ζητά τον δικό του σερβιτόρο» λέει με χαμόγελο η Κλαίρη, ενώ ο Σπύρος, επίσης με χαμόγελο, συμπληρώνει σχολιάζοντας το εκτεταμένο μενού: «Πολλές φορές θελήσαμε να αφαιρέσουμε κάποια πιάτα όταν προσθέταμε καινούργια, αλλά συνήθως σκοντάφταμε στα αγαπημένα πιάτα πιστών κι επώνυμων πελατών και ήταν δύσκολο να κάνουμε... διαγραφές». Το μενού του Αbreuvoir είναι πράγματι μεγαλύτερο απ' ό,τι περιμένει κανείς σε ένα εστιατόριο αυτού του επιπέδου, αλλά η ανάγνωσή του είναι άκρως απολαυστική. Φέτος γιορτάζει τα πενήντα χρόνια λειτουργίας του με ένα ειδικό μενού τριών πιάτων στην τιμή των 50 ευρώ. Στον εξωτερικό χώρο, οι μουριές συνδυάζονται άψογα με τις γυάλινες «κυψέλες» που έχουν έξυπνα διαμορφωθεί για όσους θέλουν να απολαμβάνουν το φαγητό τους στον ήλιο. Στο επετειακό μενού προτείνεται για πρώτο πιάτο φινετσάτη τάρτα με φουαγκρά που συνδυάζεται με γλυκά κρεμμύδια και τραγανό μπέικον και απογειώνεται γευστικά με ζωμό πάπιας και πινελιές από λάδι τρούφας – βασιλική λιχουδιά. Συνοδεύεται ιδανικά από ένα ποτήρι αφρώδους οίνου Αμαλία Τσέλεπου. Ακολούθησε καρδιά από χτένι που συνοδεύει πετυχημένα χλιαρή σαλάτα βιολογικής κινόα με εσπεριδοειδή, κομμάτια αβοκάντο και ανάλαφρη κρέμα με πορτοκάλι. Ο συνδυασμός του πιάτου με κρασί Αρμύρα Σκούρα Chardonnay που σερβιρίστηκε από μάγκνουμ φιάλη αποδείχτηκε επιτυχημένος. Στο μενού για το κυρίως δίνεται η επιλογή από κάποιο φιλέτο με τη συνοδεία του εξαιρετικού κρασιού «Δύο Ελιές Κυρ Γιάννη», μιας γενέθλιας εμφιάλωσης της χρονιάς του 2011. Επέλεξα Μπιτόκ αλά Ρους, ένα πιάτο που μάλλον δύσκολα θα βρεις στα μενού των εστιατορίων και που η ιστορία του στην αθηναϊκή εστίαση κρατά από τη δεκαετία του '50. Ήρθε ένα ζουμερό, πληθωρικό μπιφτέκι από κρέας κομμένο στο χέρι, στεφανωμένο με ένα τηγανητό αυγό με χρυσαφένιο κρόκο, και συνοδευόταν από σπανάκι ατμού και λεπτοκομμένες τηγανητές πατάτες. Γεύση αληθινή, που μιλάει κατευθείαν στην καρδιά σου. Την τέχνη της κουζίνας αλλά και τα ποιοτικά υλικά ανακαλύπτεις και στο καλοφτιαγμένο φιλέτο από μοσχαράκι γάλακτος που ευωδιάζει, είναι τρυφερό και η νοστιμιά του δένει με το γλυκό κρασί, το φασκόμηλο και τις τρούφες που το καλύπτουν. Για επιδόρπιο επιβάλλεται να δοκιμάσετε την καταπληκτική κρεπ σουζέτ – θα ταρακουνηθείτε. Ετοιμάζεται με ιεροτελεστία μπροστά σου τη στιγμή της παραγγελίας. Βελούδινη υφή και εκρηκτική γεύση εσπεριδοειδών, με το πορτοκάλι να χαρίζει το εκτυφλωτικό χρώμα του στο πιάτο. Στο Αbreuvoir θα απολαύσεις την αίσθηση της φιλοξενίας και θα περάσεις όμορφα.
☛ L' Αbreuvoir, Ξενοκράτους 51, Κολωνάκι, 210 7229106
Η Αθήνα δεν έχει παράδοση στα μπέιγκελ, ένα αγαπημένο έδεσμα της Νέας Υόρκης που θέλει να βρει τη θέση του και στο εγχώριο street food. Η καταγωγή αυτού του ειδικού τύπου ψωμιού είναι πολωνο-εβραϊκή και η διαφορετικότητά του έγκειται στο ότι πριν ψηθεί στον φούρνο, βράζεται. Είναι τραγανό εξωτερικά με αφράτο εσωτερικό, λαστιχωτό, ό,τι πρέπει για να κάνεις τρελό παιχνίδι με σάντουιτς. Γι' αυτό και αγαπήθηκαν στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αγγλία. Μια σοβαρή προσπάθεια να καθιερώσει το μπέιγκελ στην ελληνική αγορά κάνει ο Λεό Γαβαλλίας, ο οποίος, έχοντας γεννηθεί στη Νέα Υόρκη και δουλεύοντας πολλά χρόνια στη βιομηχανία των μπέιγκελ, ξέρει πολύ καλά τα παραδοσιακά μυστικά του ειδικού αυτού αρτοσκευάσματος. «Είχα την ιδέα, που μου έγινε σχεδόν εμμονή, να παράγω και να καθιερώσω τα μπέιγκελ στην Ελλάδα από τότε που ήμουν πιτσιρικάς και δούλευα σε coffee shops της Νέας Υόρκης», λέει ο Λεό και προσθέτει, «αργότερα απέκτησα την τεχνογνωσία και τα υλικά για να πραγματοποιήσω το όνειρό μου. Εργάστηκα στο διάσημο Murray's Bagels στο West Village του Μανχάταν και ύστερα, όταν επέστρεψα στην Αθήνα, σε γνωστά αρτοπωλεία». Ο Λεό οργάνωσε τη διαδικασία παραγωγής του στην Ελλάδα και άρχισε να τα διανέμει σε καταστήματα τροφίμων και οικιακούς καταναλωτές. Τώρα αποφάσισε να κάνει το επόμενο βήμα και να ανοίξει ένα μινιόν μαγαζί με λαχταριστά μπέιγκελ που πωλούνται φρέσκα ή κατεψυγμένα, σκέτα ή ως σάντουιτς, στο κέντρο της Αθήνας, στην πλατεία Κοτζιά. Τα λαχταριστά μπέιγκελ φιγουράρουν σε διάφορες γεύσεις: ολικής αλέσεως, πολύσπορο, με ελιά, λιαστή ντομάτα, κρεμμύδι, σταφίδες και κανέλα, αλλά και με επικάλυψη σουσαμιού ή παπαρουνόσπορου. Για γρήγορο και νόστιμο τσιμπολόγημα στα όρθια επιλέγεις το μπέιγκελ της αρεσκείας σου και το γεμίζεις με ό,τι τραβάει η όρεξή σου. Ωραίο και χορταστικό ήταν αυτό με παστράμι, μαρούλι, τυρί, ντομάτα, κρεμμύδι και πινελιές μουστάρδας και μαγιονέζας (€3,90). Εξαιρετικό και απολαυστικό το κλασικό με σολομό, cream cheese, κρεμμύδι, κάππαρη και φρεσκοστημένο λεμόνι (€3,90), όπως ακριβώς το τρως στη Νέα Υόρκη. Μαζί με τον καφέ ή τον φρέσκο χυμό σου μπορείς να επιλέξεις ένα απλό μπέιγκελ που θα το ενισχύσεις με φιστικοβούτυρο ή μαρμελάδα. Κάντε μια στάση στο Leo's House of Bagels και δεν θα το μετανιώσετε.
☛ Leo's House of Bagels, Αθηνάς 50, 210 3231925
Μια πρωτότυπη συνεργασία που ενώνει την ψαροφαγική προσέγγιση της Άπω Ανατολής με τις θαλασσινές γεύσεις της Μεσογείου ξεκίνησαν δύο εστιατόρια με «γεμάτες» περγαμηνές το καθένα στο είδος του. Ο λόγος για το Rakkan Bar Restaurant στην Κηφισιά και το Varoulko Seaside στο Μικρολίμανο. Οι σεφ Naruse Fumiaki και Λευτέρης Λαζάρου υπογράφουν ένα fixed menu επτά πιάτων με δικά τους signature dishes, το οποίο θα προσφέρεται παράλληλα και στα δύο εστιατόρια με €58,00 το άτομο τις τέσσερις Πέμπτες του Μαΐου. Από το Rakkan, το μενού θα περιλαμβάνει: ανάμεικτη πράσινη σαλάτα με φύκια, καλαμάρι, σολομό και λαυράκι, ταρτάρ βασιλικό καβούρι με tobiko, truffle yuzu sauce και αβοκάντο, μάνγκο σάλτσα, κάππαρη, ψιλοκομμένο chives και κανταΐφι, χιλιανό λαβράκι με πουρέ πατάτας και σάλτσα σαμπάνιας με μίσο. Το Varoulko Seaside θα συνεισφέρει με καρπάτσιο λαβράκι μαριναρισμένο σε έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, ψητή σουπιά με λάδι κύμινου, χριστόψαρο με τσορίθο και ταμπουλέ κουνουπίδι. Για επιδόρπιο υπάρχει επιλογή από namelaka, που είναι τραγανή γκοφρέτα πραλίνας σε crème σοκολάτας γάλακτος με ζελέ από passion fruit και πέρλες σοκολάτας (Rakkan) ή κύβος λεμονιού με sorbet lychee και ζαχαρωμένα τριαντάφυλλα (Varoulko).
σχόλια