Στην είσοδο μας υποδέχεται η «θρυλική» τραβεστί Μπέτυ, φορώντας ένα καταπληκτικό vintage Chanel ταγέρ. Στο μέρος που θυμίζει μια μείξη μπαρ του γαλλικού Marais, της Νέας Υόρκης, του Μαϊάμι και του Τόκυο, οι μπάρμεν φοράνε γαλόνια στους ώμους, ένας καθρέφτης με μπορντούρα από ομαδικές περιπτύξεις δεσπόζει στον ένα τοίχο και μια σαδίστρια γοργόνα του b. στον άλλο. Ο DJ παίζει Scissor Sisters, Pet Shop Boys, Imany και Ορχήστρα του 5ου Γαλαξία (καλά, που το θυμήθηκε αυτό;). Στη μια πλευρά, πάνω από την τεράστια μπάρα, μια μεγάλη καμπάνα και από την άλλη μια κούνια («όπου μπορεί όποιος θέλει ν’ ανέβει κατά τη διάρκεια της βραδιάς»). Ο Φώτης κάθεται σε μια γωνιά κάτω από τα ηχεία του μαγαζιού και περιεργάζεται τον χώρο, τον δικό του χώρο, με αυτό το ανάμεικτο συναίσθημα του δημιουργού και του επιχειρηματία ταυτόχρονα, σαν ζωγράφος που μόλις τελείωσε τον πίνακά του (το Shamone σήμερα κλείνει μόλις πέντε μέρες λειτουργίας!) κι επεξεργάζεται τις χρωματικές λεπτομέρειες («μήπως εκεί πάνω να έριχνα ένα μπλε;»).
Θυμάμαι πάντα τον Φώτη Σεργουλόπουλο ως έναν από τους πιο κουλ αναγνωρίσιμους τύπους στη χώρα. Ως έναν τύπο που, παρόλο που βρισκόταν υπερεκτεθειμένος και τσουρουφλισμένος από τα φώτα της δημοσιότητας, ήταν ένας από εμάς, στην πρώτη γραμμή των συναυλιών του Ρόδον, του Gagarin και του Λυκαβηττού, στην πίστα των κλαμπ τις καλές εποχές της αθηναϊκής νύχτας, στο Rockwave, παντού. Φτιαγμένος από αυτήν τη σπάνια για την Ελλάδα (σχεδόν δεδομένη στο αμερικανικό stardom) πάστα celebrity, που ενώ παρουσιάζει ένα σόου για τη Γιουροβίζιον γυρνάει στο καμαρίνι του και ακούει Massive Attack για να χαλαρώσει, που η διαδρομή του δεν του επιτρέπει να καταδυθεί στο πηγάδι της αβάσταχτης ελαφρότητας για νακερδίσει ένα ακόμα τηλεοπτικό μπόνους. Ένας κανονικός άνθρωπος.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Παγκράτι και συνεχίζω να ζω εκεί. Θυμάμαι, όταν ήμουν παιδί, έμενα πίσω από το Καλλιμάρμαρο και ήταν λίγο σαν χωριό. Έβγαινα, έπαιζα μπάλα μπροστά στον δρόμο όπου μέναμε - δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή κατάσταση. Έμενα και μένω σε μία περιοχή που λέγεται Γούβα. Είναι παλιό κομμουνιστικό άντρο, που στον Εμφύλιο έπαιξε πολύ σπουδαίο ρόλο για τους κομμουνιστές. Εγώ, όταν σκεφτόμουν τον εαυτό μου, σκεφτόμουν πάντα το θέαμα. Λόγω του ότι η αδερφή της μαμάς μου, η Κατερίνα Γιουλάκη, ήταν ηθοποιός, έχω μεγαλώσει πολύ σε καμαρίνια κι έχω δει παρασκήνια κινηματογραφικών ταινιών και πάντοτε αυτό που με ενθουσίαζε ήταν το τι γίνεται στο φως. Ήθελα από παιδί να κάνω το βήμα και να περάσω στο φως. Όλα όσα συνέβαιναν στον χώρο του θεάματος με εντυπωσίαζαν. Θα σου πω ένα παράδειγμα. Σχολείο πήγαινα στη Λεόντειο, που είναι σχολείο παπάδων. Εκεί έγινα παπαδοπαίδι γιατί όλο το τελετουργικό μου έκανε κάτι σαν θεατρική παράσταση».
Ο πρώτος δίσκος που αγόρασε ήταν ένας τον Deep Purple - όπως πολλοί τότε, φαντάζομαι. Οι γονείς του άκουγαν αμερικανικά κι ευρωπαϊκά και ολίγη από Ζαμπέτα - τον Έλληνα ροκ εν ρολ σταρ της εποχής. Άνθρωποι της αστικής τάξης, γλεντζέδες με την ουσιαστική έννοια, πήγαιναν στα καμπαρέ, έπαιζαν χαρτιά, χωρίς ποτέ να ξεφεύγουν από τη λεπτή γραμμή που χώριζε την καταγωγή τους από το περιθώριο. «Το πρώτο μου 45άρι ήταν το “Daddy Cool” των Boney M.
Ήρωάς μου, όμως, ήταν ο Φρέντι Μέρκιουρι. Λάτρευα το “A night at the opera” και το “A day at the races”. Τα έχω και τα δύο στη μνήμη μου ως παιδική εικόνα».
Ο Φώτης από μικρός χωνόταν με την πρώτη ευκαιρία στα σινεμά της πόλης. Έκανε κοπάνες από τα αγγλικά και πήγαινε στο Αττικόν για να δει σε πρώτη προβολή από Γκοντάρ και Κιούμπρικ μέχρι το King Kong με την Τζέσικα Λανγκ. « Έβλεπα και πολύ θέατρο. Θυμάμαι, πιτσιρικάς, έχω δει μόνος μου την Έλλη Λαμπέτη να παίζει τον ρόλο της Σάρα στα Παιδιά ενός κατώτερου θεού στο Μπρόντγουεϊ. Eίχα μείνει άφωνος. Είχα δει τον Δημήτρη Χορν και μαζί τον Γιώργο Κιμούλη στην πρώτη του εμφάνιση το 1979 σ’ ένα έργο που λεγόταν Χιτ. Γενικά, έβλεπα πάρα πολύ θέατρο, σινεμά και πήγαινα σε συναυλίες. Έχω δει τους Police στη συναυλία τους στο Σπόρτινγκ, όπου έπεσε ξύλο τρελό, τους Εloy, ένα ψυχεδελικό συγκρότημα, επίσης στο Σπόρτινγκ, αλλά και το τρομερό φεστιβάλ Rock in Athens το 1985 με τους Depeche Mode, Stranglers, Culture Club, Talk Talk, Nina Hagen, Cure και Clash». O Φώτης έχει επίσης γράψει πολλά χιλιόμετρα στο αθηναϊκό nightlife, στις ντισκοτέκ των '80s, στα πρώτα underground κλαμπ των '90s, στα rave parties. «Σε μέρη όπως το Place στην Τσακάλωφ, ένα από τα ωραιότερα κλαμπ που υπήρξαν ποτέ. Στο Figaro, στο Κολωνάκι, στην οδό Ξάνθου, και στις Εννέα Μούσες στην Ακαδημίας, που μετά ονομάστηκαν Craze κι έγιναν αφτεράδικο. Και βέβαια έχω κάνει ουρά για να μπω, αλλά δεν έχω μπει ποτέ, στο 14 στην πλατεία Κολωνακίου, εκεί που είναι το Rock and Roll τώρα. Όταν πρωτομπήκα σε ντισκοτέκ, νόμισα πως ήμουν στον παράδεισο. Ήταν στο Olympic House στη Γλυφάδα. Έχω περάσει στη νύχτα, έχω δει πολλά πράγματα και τα έχω ακολουθήσει όλα. Ακόμη και το rave στα '90s.
Kαι στα πάρτι στα Οινόφυτα και στο Αλεποχώρι πήγαινα. Και, δόξα τω Θεώ, υπάρχω ακόμα...».
Ο Φώτης σπούδασε ηθοποιός. Πήγε στη Σχολή Βεάκη και ύστερα, ακολουθώντας μια παρόρμηση, βρέθηκε στο Παρίσι, στη σχολή του περίφημου Jacques Lecoq. «Εκεί γνώρισα μία ιντελιγκέντσια του Παρισιού πολύ ιδιαίτερη, μέσα στην οποία ήταν και η Αριάν Μνουσκίν που έχει το Θέατρο του Ήλιου, η οποία μου πρότεινε να μείνω εκεί και να ενταχθώ στον θίασό της. Αλλά τότε ήμουν ερωτευμένος στην Ελλάδα και δεν δέχτηκα. Ελπίζω να μου βγήκε σε καλό. Είναι αυτά τα sliding doors, όπως στην ταινία. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν αποφάσιζα να μείνω. Ίσως να ήμουν τελείως διαφορετικός σήμερα».
Αντ’ αυτού, έγινε ραδιοφωνικός παραγωγός στον τότε ΚΛΙΚ FM. « Έκανα ραδιόφωνο από απελπισία, επειδή δεν έβρισκα δουλειά ως ηθοποιός. Με φώναξε μια μέρα η φίλη μου η Μαρία η Μπακοδήμου κι έτσι ξεκίνησα. Ήταν μια τρομερή εποχή τότε για το ραδιόφωνο. Σου συγχωρούσαν όλα τα λάθη. Ήμασταν σαν νεοχίπις. Έκανες ό,τι μαλακία ήθελες. Αλλά εκεί κατάφερα να χτίσω όλο αυτό που έκανα μετά στην τηλεόραση».
Η μετέπειτα τηλεοπτική του πορεία είναι γνωστή, έχει περάσει σχεδόν από όλα τα μεγάλα κανάλια με μεγάλη επιτυχία, χρεωμένος μ’ ελάχιστες αποτυχίες και πάντα μ’ ένα overground προφίλ. Και τώρα έκανε αυτό εδώ το μπαρ, το ελντοράντο και η νέμεσίς του μαζί, αλλά ταυτόχρονα ένα υπέροχο μαγαζί που δεν μοιάζει με κανένα στην πόλη. Για το όνομα κάθισαν και διαλογίστηκαν ώρες ολόκληρες. «Μαζί με τον Κώστα τον Σκουλαρίκη που έχει το Circus και τον Βαγγέλη τον Γερασίμου που είναι οι συνέταιροί μου είχαμε σκεφτεί δεκάδες ονόματα, αλλά κανένα δεν μας έκανε. Ώσπου, κάποια στιγμή, ακούω το “Βad” του Μάικλ Τζάκσον, ο οποίος σε κάποιο σημείο του κομματιού λέει “shamon,shamon” ως μια δική του, ιδιότυπη μετάφραση του “c’mon, c’mon”. Και λέω, έτσι θα το πούμε. Μόνο που θα έπρεπε να εφεύρουμε μια ιστορία πίσω από αυτήν τη λέξη. Έτσι, ένα κυριακάτικο πρωί σηκώθηκα στις επτά κι έγραψα τη φανταστική ιστορία της κυρίας Shamone, η οποία είναι μια γυναίκα ονόματι Σεβαστή Γεωργίου, γεννημένη στην οδό Ιθάκης, κοντά στην πλατεία Γεωργίου στην Κυψέλη, που έγινε μια από τις πιο διάσημες πορνοστάρ στον κόσμο. Νομίζω πως σε αυτήν τη γυναίκα είναι συγκεντρωμένες όλες οι εμπειρίες από τις γυναίκες που έχω γνωρίσει στη ζωή μου».
σχόλια