Eνας λεπτός στύλος σαν αντένα μέσα στο σκοτάδι και ένα μικρο- καμωμένο κορίτσι να τον κοιτάζει με προσήλωση προσπαθώντας να τον «αγκαλιάσει» χωρίς ποτέ να τα καταφέρνει, λες κι ένα αδιόρατο ηλεκτροφόρο σύρμα υπάρχει εκεί ανάμεσα στα χέρια της και το μουσικό όργανο. Και όμως, ύστερα από λίγο το κορίτσι καταφέρνει να δαμάσει την αντένα (το θέρεμιν) και να διηγηθεί την ιστορία ενός άλλου κοριτσιού που αγαπάει τα panda, αλλά φοβάται σχεδόν τα πάντα (στο υπέροχα ονειρικό άλμπουμ «Panda, a story about love and fear»). Γνώρισα τη May Roosevelt πριν από έναν χρόνο περίπου, όταν ήταν η ελληνική συμμετοχή του Red Bull Music Academy, και ταξιδέψαμε μαζί στο Λονδίνο για να παρακολουθήσω την πορεία της στην Ακαδημία. Λιγομίλητη, χαμένη με τις ώρες στα στούντιο ηχογραφήσεων και στις διαλέξεις, μεθοδική και εργατική, κατάφερε να κλέψει τις εντυπώσεις και να γίνει η σταρ (όχι με τη show off έννοια της λέξης) της περσινής Ακαδημίας, κερδίζοντας αρκετές εμφανίσεις στα events που διοργανώθηκαν στα κλαμπ της πόλης.
Τώρα καθόμαστε ένα γλυκό βράδυ έξω από το («μυθικό» πια) Residents της Στρατηγού Καλλάρη στη Θεσσαλονίκη και μου μιλάει χαμηλόφωνα για το χωριό της στα Γρεβενά, όπου παραθέριζε κάθε καλοκαίρι αναμένοντας τη «μεγάλη μέρα», το πανηγύρι της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο, στην πλατεία του χωριού. Χοροί, κλαρίνα, τραγούδι, μυρωδιά από ψητό κρέας και λεμόνι. Το μικροκαμωμένο κορίτσι έβλεπε, γελούσε, κατέγραφε και όταν μερικά χρόνια αργότερα τής ανατέθηκε να συνθέσει ένα μονόλεπτο κομμάτι ως μέρος ενός ενιαίου κομματιού που θα συνέθετε το παζλ όλων των συμμετεχόντων στην Ακαδημία ανακάλεσε τις μνήμες της και συνέλαβε την ιδέα να αποδομήσει τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς και να τους περάσει μέσα από το θέρεμίν της. «Εκείνη την περίοδο ήμουν σε μια περίεργη συναισθηματική κατάσταση κι αυτό που μου βγήκε αβίαστα ήταν να πατήσω πάνω στον ρυθμό του ζεϊμπέκικου. Μετά, όταν γύρισα στην Ελλάδα, άρχισα να αναζητώ παραδοσιακούς χορούς στο YouTube κι εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα από τα πολυφωνικά τραγούδια από το Πωγώνι». Το τελικό αποτέλεσμα εκείνου το πρώτου πειραματισμού που ανοίγει το νέο της άλμπουμ «Haunted» που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες είναι μια στοιχειωμένη εκδοχή του αντρικού χορού, ένα ζεϊμπέκικο με ανεβασμένα bpm χωρίς να χάνει ποτέ τον βαρύ ρυθμό του, την έξαψη και την ψυχή του. «Στο άλμπουμ υπάρχουν οχτώ παραδοσιακοί χοροί παιγμένοι με θέρεμιν και συνθεσάιζερ. Τσάμικος, ζωναράδικος, ζεϊμπέκικο, μαντηλάτος, πωγωνίσιος, κότσαρι, καλαματιανός, χασάπικος».
Το τέταρτο κομμάτι («Dark the night») είναι ένα χασάπικο που μοιάζει να ξεπηδάει από τα πιο ερεβώδη κομμάτια της Zola Jesus, για να μεταμορφωθεί στο τέλος σε ένα club anthem ικανό να σταθεί όρθιο στις έξι τα ξημερώματα σε οποιοδήποτε dance club του πλανήτη (φαντάζομαι τους παραζαλισμένους κλάμπερ να χορεύουν αγκαλιασμένοι με κλειστά μάτια στην πίστα). Μέσα στο Residents ο DJ έχει βουτήξει τη φτέρνα του στη φανκ και τη σόουλ και ο (ένας εκ των ιδιοκτητών) Γιώργος Χριστιανάκης που κάθεται δίπλα μας (αυτός ο σπουδαίος μουσικός που έχει διανύσει τα χιλιόμετρά του με τις Τρύπες -από τον πρώτο τους κιόλας δίσκο, το αριστουργηματικό «Τρύπες» του 1985- αλλά και σόλο ως συνθέτης μουσικής για το θέατρο και τον κινηματογράφο) μου αφηγείται την ιστορία της ροκ Θεσσαλονίκης, από τότε που γράφτηκε με underground γράμματα στο τοπικό CBGBs, τη Σελήνη (εκεί που βρίσκεται σήμερα το μεζεδοπωλείο Μυρσίνη, πίσω από το θέατρο Μακεδονικών Σπουδών), εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν οι A Priori, οι Τρύπες, ο Παπάζογλου και τα υπόλοιπα «παιδιά».
Από το ταβάνι του Residents («ρέζι» για τους φίλους) κρέμονται κάτι ψεύτικα μικρόφωνα (ή μήπως είναι παγωτά χωνάκι), σε μια γωνιά μια συστάδα ξεριζωμένες καρέκλες από κάποιο παλιό σινεμά, ένα μαγαζί ποτισμένο με τον ροκ ‘ν’ ρολ ιδρώτα του Αγγελάκα, του Παυλίδη, του Μάλαμα και των υπόλοιπων ηρώων της βόρειας όχθης. «Κάποια στιγμή, όταν ετοίμαζα τον δίσκο, έπεσα πάνω στο λήμμα hauntology του Wikipedia, μια έννοια που διατύπωσε ο Ζακ Ντεριντά και είναι ομόηχη της γαλλικής ontologie. Μετά βρήκα κάποιο βιντεάκι στο YouTube που λέγεται Ghost Dance, στο οποίο μιλάει ο ίδιος ο Ντεριντά και στα λεγόμενά του ανακάλυψα έναν συσχετισμό με αυτό που είχα στο μυαλό μου για το “Haunted”. Μιλούσε για τα φαντάσματα. Ότι κάθε φάντασμα έχει δυνητικά τη μορφή ενός προσώπου από το παρελθόν μας, αλλά όταν το συναντήσουμε τελικά μπορεί να εμφανιστεί με ένα άλλο πρόσωπο ή να είναι ένα άλλο πρόσωπο», μου λέει η May, που η κανονική της δουλειά είναι γραφίστρια (είναι και κόρη του σπουδαίου γραφίστα Στέλιου Ψευτόγκα).
«Το πιο δύσκολο είναι να σχεδιάσω κάτι για τον εαυτό μου, εν προκειμένω για το άλμπουμ μου. Μου πήρε πολύ καιρό να καταλήξω στο τελικό σχέδιο του δίσκου, το οποίο έχει επιρροές από τα μελανόμορφα αγγεία της Αρχαίας Ελλάδας. Είχα στο μυαλό μου την παράσταση ενός αγγείου με μαύρο και κόκκινο χρώμα. Αυτό προσπάθησα να αποτυπώσω». Στο δεύτερο κομμάτι του δίσκου («Oomph») βρίσκεται το μοναδικό sample που έχει χρησιμοποιήσει η May. Είναι από ένα παλιό κομμάτι της ξενιτιάς του Κώστα Κρυστάλλη: «Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο αχείλι, βγάλε κάνα χαμόγελο και πες κάνα τραγούδι».
σχόλια