Περπατώντας προς την πλατεία Ελευθερίας, εκεί απέναντι από τις «θρυλικές» πια αποθήκες του Φεστιβάλ (ένα εισιτήριο μηδενικό, πάρτι με δωρεάν ντόπια ρετσίνα του σπόνσορα και κιλά φυλλάδια του Κέντρου Κινηματογράφου), σκέφτομαι μερικές εικόνες από το βιβλίο της Σοφίας Νικολαΐδου. Το κοριτσάκι που κατουρήθηκε πάνω του και πιτσίλισε το παπούτσι του Ανδρέα Παπανδρέου, τη γιαγιά που περιέλουσε με καυτό λάδι μια γάτα, τη Θεσσαλονίκη στις φλόγες. Τα σουτζουκάκια του Ρογκότη, εκεί στο δεξί μέρος της πλατείας (στη γωνία με την Καλαποθάκη), έχουν παραδώσει πια τα ηνία σε μια (καλή) μοντέρνα κρεατοταβέρνα, τα ψηλά δέντρα της πλατείας όμως παραμένουν και σου προκαλούν το αίσθημα ότι είσαι κοντά σε θάλασσα ή σε λίμνη ή σε κάποιο ποτάμι (τι δέντρα είναι αυτά, άραγε;). Η Σοφία Νικολαΐδου που έγραψε αυτό το υπέροχο βιβλίο με τίτλο Απόψε δεν έχουμε φίλους με περιμένει στο στενάκι της οδού Ρογκότη, κάτω από μια απλωμένη (κερκυραϊκού τύπου) μπουγάδα με ρούχα που έχουν τη στάμπα του Αρκτούρου - προφανώς διαφημιστικό τρικ για το κατάστημα με αναμνηστικά της περιβαλλοντικής οργάνωσης που βρίσκεται στον ίδιο δρόμο. Το ραντεβού μας είναι έξω από τον Ερμή, αυτό το πρώην μπακάλικο-οινομαγειρείο, που έχει πια επεκταθεί μέχρι την παρακείμενη στοά χωρίς να έχει χάσει τη γοητεία του παλαιού μπιστρό. Ένα μαγαζί που μου θυμίζει συνδυασμό ενός εστιατορίου στην Κοπεγχάγη, ενός μπαρ στις Βρυξέλλες και μιας μπρασερί στη Νίκαια. Κόκκινο κρασί δικής τους παραγωγής, φιλέτο με άγρια μανιτάρια, σπέσιαλ χουνκιάρ μπεγιεντί, ψάρια από «μιλημένο» ψαρά και minimal techno στα ηχεία. Η Σοφία έχει έρθει κατευθείαν από τη Φλώρινα, όπου κάθε Σαββατοκύριακο διδάσκει δημιουργική γραφή στους φοιτητές του εκεί πανεπιστημίου. «Είναι ένα βιβλίο με τρεις γενιές Ελλήνων. Είναι η γενιά της Κατοχής, η γενιά του '80 και η γενιά των Δεκεμβριανών του 2008. Η γενιά της Κατοχής παίρνει τις αποφάσεις της σε πολύ κρίσιμα πράγματα, καθώς και πάνω στο δίλημμα "ζωή ή θάνατος". Στη δεκαετία του '80 οι αποφάσεις της τότε γενιάς είχαν να κάνουν με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ενώ στην τελευταία γενιά, αυτή των Δεκεμβριανών, τα πράγματα είναι ρευστά». Μέχρι εκείνη την Κυριακή του Δεκεμβρίου του 2008 είχε σχεδόν έτοιμο το βιβλίο της. Η Κατοχή και η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία συνέθεταν το παζλ που έδενε την ιστορία της πόλης με την κινηματογραφική φαντασία της. Απόκληροι ήρωες, προδότες, αισιοδοξία, μια πόλη, μια χώρα που αλλάζει κάθε λεπτό, αυτό. «Εκείνο το απόγευμα της εβδόμης Δεκεμβρίου επέστρεφα με το τρένο από τη Φλώρινα, χωρίς να έχω απόλυτη συναίσθηση του τι συνέβαινε σε όλη τη χώρα ύστερα από τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Έφτασα στον σταθμό της Θεσσαλονίκης και αντίκρισα μια άλλη, διαφορετική πόλη. Τη διέσχισα ανάμεσα σε φωτιές και συντρίμμια για να φτάσω σπίτι μου και ήταν κάτι τόσο ισχυρό που μου πυροδότησε κάτι εξίσου έντονο ώστε να ενταχθεί μέσα στην ιστορία που ήθελα να διηγηθώ στο βιβλίο μου. Ξαφνικά, έδεσε το παζλ και κάποια πράγματα ξαναγράφτηκαν με βάση αυτή την οπτική». Τώρα το techno έχει δώσει την θέση του στο «Be thankful for what you got» του William DeVaughn και ο νεο-mod μπάρμαν του μαγαζιού εξηγεί στους θαμώνες την ουσία των στίχων («είναι γραμμένο για τους ράπερ που μεγαλοπιάνονται όταν βγάζουν λεφτά, είναι για να τους θυμίζει την καταγωγή τους και την ταπεινότητα μέσα στην οποία μεγάλωσαν»). Η Σοφία πίνει αργά ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και μου αναλύει το γεγονός ότι το βιβλίο της αποδομεί τρεις διαφορετικές γενιές των Ελλήνων σε τρεις διαφορετικές κομβικές στάσεις της Ιστορίας, μιας Ιστορία που υπάρχει χαραγμένη σε κάθε γωνιά της πόλης. «Ο απλός κόσμος δεν παρατηρεί την Ιστορία της πόλης του γιατί υπάρχει η επιχωμάτωση της καθημερινότητας. Στη Βασιλίσσης Όλγας, για παράδειγμα, υπάρχει ένα σημείο στο οποίο είχαν δολοφονήσει τον Γεώργιο Α'. Απέναντι έχει ένα περίπτερο. Ο περιπτεράς δεν δίνει σημασία γιατί έχει τα δικά του θέματα, τη μείωση της πελατείας, τους φόρους που χρωστάει κ.λπ. Αλλά, ταυτόχρονα είναι και ένας τόπος που εκλύει και άλλα πράγματα, εκτός από αυτά. Είναι τα επάλληλα στρώματα της πραγματικότητας, η οποία καταπίνει τα πάντα». Το Ρώσικο Μαιευτήριο, τα απολυμαντήρια στην Καλαμαριά («εκεί που τώρα είναι καφετέριες, αλλά κάποτε κράταγαν τους πρόσφυγες πριν τους δώσουν την άδεια να βγουν στην πόλη»), η πλατεία μπροστά από το Ντορέ, η κατάβαση από τα Κάστρα ένα απόγευμα με καλό καιρό όταν η θέα φτάνει μέχρι τον Θερμαϊκό και τα παπόρια που είναι αρόδο στην σκοτεινή θάλασσα, τα μνήματα πίσω από τα πανεπιστήμια («το μέρος που ζω»), το υποβλητικό κτίριο της Φιλοσοφικής («εκεί που σπούδασα»), τα νοσοκομεία της πόλης. Η Θεσσαλονίκη της Σοφίας Νικολαΐδου. « Έχω πάει σε νοσοκομείο, έχω χάσει άνθρωπο, έχω θάψει άνθρωπο και έχω γεννήσει. Έχω δει πώς είναι ένα διανυκτερεύον νοσοκομείο». Ανεβαίνουμε στον πάνω όροφο, εκεί όπου έχει παραμείνει η παλιά ατμόσφαιρα του οινομαγειρείου. Σε ένα ράφι δίπλα από άδειες καράφες, μπουκάλια ούζου και στοιχισμένα κρασοπότηρα υπάρχουν οι δυο τόμοι του Τσελεμεντέ. Η Σοφία αρπάζει τον πρώτο με ενθουσιασμό, ανοίγει στην πρώτη σελίδα και διαβάζει φωναχτά: «Η εφεύρεση ενός νέου φαγητού φέρνει μεγαλύτερη ευτυχία στην ανθρωπότητα απ' όση η ανακάλυψη ενός νέου άστρου». Το βλέμμα της αστράφτει, πίνει μια τελευταία γουλιά από το κρασί της και μοντάρει νοερά μια νέα ιστορία για το επόμενο βιβλίο της.
σχόλια