Με τη Θεοδώρα Τζήμου στo Fish Spa

Με τη Θεοδώρα Τζήμου στo Fish Spa Facebook Twitter
Φωτό: Photoharrie
0

Από την τζαμαρία του πρώτου ορόφου φαίνεται το καταπληκτικό μπλε κτίριο της Αιόλου, που στο ισόγειο στεγάζει το Mama Roux και από πάνω το Comedy Club, σ’ ένα μαγικό σημείο του ιστορικού κέντρου.

Στις δεξαμενές κατά μήκος της τζαμαρίας εκατοντάδες μικρά ψαράκια Garra Rufa κόβουν βόλτες πάνω κάτω, περιμένοντας για το επόμενο πόδι (ή χέρι) που θα μπει στο νερό για να του ορμήξουν και να του εξαφανίσουν τα

νεκρά κύτταρα και το ξηρό δέρμα. Πολλοί τρομάζουν στην ιδέα, αλλά στην ουσία αυτό που καταλαβαίνεις είναι ένα ανεπαίσθητο μούδιασμα στο πόδι. Είναι μια φυσική μέθοδος περιποίησης των άκρων που προέρχεται από την Τουρκία, αλλά εφαρμόζεται κυρίως στις χώρες της Άπω Ανατολής. Ο Φώτης Διονυσόπουλος, ιδιοκτήτης του αθηναϊκού fish spa (καθώς και άλλων έξι στη Ρόδο), φέρνει τα «θαυματουργά» ψάρια από ειδικά ιχθυοτροφεία της Σιγκαπούρης και τα ανανεώνει ανά τακτά διαστήματα. Η Θεοδώρα βάζει διστακτικά τα πόδια της στη δεξαμενή και αμέσως της «επιτίθενται» τα περισσότερα από τα 300 ψάρια που βρίσκονται στο νερό. Στην αρχή αισθάνεται λίγο άβολα, όπως τότε που, για τα γυρίσματα της αριστουργηματικής ταινίας Από την άκρη της πόλης του Γιάνναρη, όπου έπαιζε μια Ρωσοπόντια πόρνη, μπήκε για πρώτη φορά στη ζωή της σε οίκο ανοχής. «Μου είχε φανεί σαν ένας κόσμος που υπήρχε δίπλα μου, αλλά δεν τον ήξερα. Επίσης, μου είχε κάνει εντύπωση το Μενίδι. Κατάλαβα ότι ζούσα σε μια πόλη της οποίας την άκρη δεν ήξερα». Ήταν ο ρόλος που την έβαλε αυτομάτως στο πάνθεον των καλύτερων νέων ηθοποιών. Μ’ ένα πρόσωπο όμορφο, εύθραυστο και σκληρό ταυτόχρονα, ό,τι πρέπει για ρόλους αλήτικους και δύσκολους, μου θύμιζε πάντα μια εκδοχή της Κιμ Γκόρντον. Άλλωστε, η αγαπημένη της μπάντα είναι οι Sonic Youth. «Παλιά ταξίδευα πάρα πολύ για συναυλίες. Ξεκίνησα να πηγαίνω να βλέπω τους Sonic Youth και κόλλησα. Έχω πάει πολλές φορές στο Reading, κανονικά, με σκηνή, λάσπη και μπίρα ζεστή, έχω δει τους Nirvana το 1991 στο Paradiso, στο Άμστερνταμ, σ’ εκείνη τη θρυλική συναυλία, εκεί επίσης έχω δει Iron Butterfly και -το ξέρω ότι ξερνάς- Texas, έχω πάει στην Αγγλία, στο Ozzfest, και σε πολλά άλλα». Πίσω στην Αθήνα, στα ‘90s, τη δεκαετία της ευφορίας, η Θεοδώρα ισορροπούσε ανάμεσα στον ροκ και τον dance χαρακτήρα της. Από τη μια στο Booze για ν’ ακούει Kyuss και Girls against boys και στη Βίλα Αμαλία για ελληνικό πανκ και από την άλλη στο Fuzz, στη Μαβίλη, για acid house και techno. «Στο Fuzz πήγαινα πολύ. Δούλευα κιόλας. Με πλήρωναν πέντε χιλιάρικα για να χορεύω ανάμεσα στον κόσμο. Πολύ μικρή τότε. Πρέπει να ήμουν 17 χρόνων. Fuzz και μετά Οινόφυτα. Σ’ έπαιρνε η μπάλα και γεια σου. Πάντως, δεν μου άρεσε ποτέ αυτός ο διαχωρισμός: είσαι ροκού ή ρεϊβού, είσαι εμπορικός ή ποιοτικός ηθοποιός. Αυτός ο διαχωρισμός είναι για μένα καταστροφικός. Μπορεί να με τρελάνει. Είμαστε σαράντα πέντε χιλιάδες πράγματα και κάθε μέρα στη ζωή μας τα πάντα συνηγορούν στο να είμαστε ένα πράγμα. Γιατί, ρε πούστη μου;». Η Θεοδώρα γεννήθηκε στο Ουζμπεκιστάν, στην Τασκένδη.

Η οικογένειά της βρέθηκε εκεί γιατί ο παππούς και η γιαγιά της ήταν πολιτικοί πρόσφυγες. Ο παππούς της ήταν ο «θρυλικός» αντάρτης Αριστοτέλης Χοτούρας (Αρριανός στο παρατσούκλι), εσωκομματικός αντίπαλος του Νίκου Ζαχαριάδη στο ΚΚΕ και εκ των αρχηγών της αντιηγετικής φράξιας της Τασκένδης. Στα δύο της θα επιστρέψει στην Ελλάδα. Ο πατέρας της αρχιτέκτονας, η μάνα της γιατρός που κάνει το αγροτικό της, με αποτέλεσμα η οικογένεια να μετακινείται συνεχώς. Αθήνα, Βόλος, Καρδίτσα, Γιάννενα. «Δεν είχα επαφή με το θέατρο όσο ήμουν στο σχολείο, αλλά είχα μία ροπή προς τον χορό. Στην Τρίτη λυκείου βρέθηκε κάποιος που είχε ένα θεατρικό εργαστήρι, με έβαλε να διαβάσω ένα ποίημα, μου άρεσε πολύ όλη αυτή η διαδικασία κι έτσι σκέφτηκα να δώσω εξετάσεις και πέρασα στο Εθνικό». Έχει παίξει στις περισσότερες παραστάσεις του Μιχαήλ Μαρμαρινού και στις περισσότερες ταινίες του Γιάνναρη. «Η πιο σημαντική στιγμή για μένα ήταν ο Αγαμέμνονας του Μαρμαρινού στο θέατρο Θησείο, όπου εγώ έπαιζα την Κασσάνδρα και ο Μπλέιν Ρέινιγκερ των Tuxedomoon των ομώνυμο ρόλο». Στο θέατρο έχει δουλέψει με τον Γιάννη Χουβαρδά, τη Νικαίτη Κοντούρη, την Όλια Λαζαρίδου, στο σινεμά με τους Γιώργο Σταμπουλόπουλο (στην Πανδώρα, για την οποία

πήρε και το Βραβείο Ερμηνείας στη Θεσσαλονίκη), Στέλλα Θεοδωράκη και Λουκία Ρικάκη, μεταξύ άλλων. Δουλεύει ασταμάτητα. Τώρα παίζει στην Αυλή των Θαυμάτων που σκηνοθετεί ο Κακλέας στο Εθνικό, κάνει πρόβες για το Τρωΐλος και Χρυσηίδα του Σαίξπηρ που θα ανεβάσει επίσης στο Eθνικό ο Λιθουανός Οσκάρας Κορσουνόβας, ενώ ετοιμάζει κι έναν μονόλογο για το θέατρο του Νέου Κόσμου, το Χέρι, του σπουδαίου Τιμ Κράουτς. «Είναι μια παράσταση για ένα κορίτσι που αποφάσισε στα δέκα του να σηκώσει το χέρι του ψηλά και το κράτησε εκεί για τριάντα χρόνια. Απίστευτη ιστορία. Ήταν ένα κορίτσι που δεν έκανε τίποτα στη ζωή του, μέχρι που σήκωσε το χέρι του. Και πάλι, χωρίς να κάνει τίποτα στην ουσία, έγινε γνωστή, έκθεμα σε μουσεία κ.λπ.». Συγχρόνως, έχει δύο ταινίες που θα βγουν το επόμενο διάστημα, το πολύπαθο Man at sea του Γιάνναρη (που ξαναμοντάρεται για να βγει στις αίθουσες) και τον Άδικο Κόσμο του Φίλιππου Τσίτου, με ασταμάτητη ροή από βραβεία και διακρίσεις σε σημαντικά διεθνή φεστιβάλ. « Ήταν μεγάλη εμπειρία για μένα ο Άδικος Κόσμος. Ο Τσίτος είναι ένας πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος και αυτό βγαίνει στις ταινίες τους. Το φιλμ αφηγείται

την ιστορία ενός αστυνομικού που ξαφνικά αποφασίζει να πάψει να είναι άδικος και να αθωώνει όσους έμπλεξαν με το έγκλημα επειδή δεν είχαν άλλη επιλογή, ώσπου σκοτώνει κατά λάθος έναν άνθρωπο. Συγχρόνως, μπλέκει σε μια ερωτική περιπέτεια με ‘μένα, που είμαι και η μοναδική μάρτυρας στον φόνο. Την ταινία τη διακατέχει μια ταπεινότητα. Ακόμα και στην ερωτική ιστορία. Είναι μια υπέροχη και απλή ταινία με φοβερή κινηματογράφηση». Τα ψάρια συνεχίζουν τη δουλειά τους στα πάλλευκα πόδια της Θεοδώρας,ο ήλιος δύει στην οδό Αιόλου, ένας ποδηλάτης περνάει βιαστικά. «Τελευταία, διαβάζω πάλι κλασικά πράγματα. Το Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα του Μπουλγκάκοφ, την Ανάσταση του Τολστόι και

από τα πιο καινούργια τον Άνθρωπο Αντίγραφο του Ζοζέ Σαραμάγκου».

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μέσα στη νέα, πολυσυλλεκτική Αίγλη Ζαππείου

Γεύση / Μέσα στη νέα, πολυσυλλεκτική Αίγλη Ζαππείου

Ένα τοπόσημο της πόλης αλλάζει ριζικά, επενδύει σε μια dream team και σε ό,τι κλασικό, από το φαγητό και το ποτό μέχρι την αρχιτεκτονική του, ακόμα και τη μουσική του μερικές φορές, και περιμένει τη νέα γενιά Αθηναίων, ακόμα κι εκείνους που δεν το είχαν στο ραντάρ τους μέχρι τώρα.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Η ξέφρενη πορεία του Nolan και η επόμενη μέρα του

Γεύση / Η ξέφρενη πορεία του Nolan και η επόμενη μέρα του

Μπορεί ένα εστιατόριο να είναι μια ιστορία πάθους, ταλέντου, απανωτών δυσκολιών και επιμονής; Φυσικά και μπορεί. Ο restaurateur Κώστας Πισιώτης αφηγείται την πορεία του μικρού εστιατορίου του Συντάγματος, λίγο πριν αυτό ξεκινήσει το νέο του κεφάλαιο. 
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Starata: Οι χωριάτικες πίτες των Εξαρχείων που μας έμαθε ένας σταρ σεφ

Γεύση / Starata: Οι χωριάτικες πίτες των Εξαρχείων που μας έμαθε ένας σταρ σεφ

Το πιο κλασικό ελληνικό πρωινό, η τυρόπιτα, φτιάχνεται και ψήνεται μπροστά μας σε ένα μικρό μαγαζί που συνεχίζει τη θεσσαλική παράδοση στην Αθήνα. Την πρότεινε ο Σωτήρης Κοντιζάς και τη δοκιμάσαμε.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Ντρόμ(ι)σες: Ένα ξεχασμένο αρβανίτικο πιάτο και η ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα

Ηχητικά Άρθρα / Ντρόμ(ι)σες: Ένα ξεχασμένο αρβανίτικο πιάτο και η ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα

Φτιαγμένο με τα πιο απλά υλικά, αλεύρι, νερό και λάδι, συνδέθηκε, μαζί με την μπομπότα, με την Κατοχή. Ο M. Hulot περιγράφει τις αναμνήσεις που του φέρνει στο μυαλό αυτό το πολύ απλό «φαγητό των γιαγιάδων».
M. HULOT
Συνταγές με κουνουπίδι

Γεύση / Συνταγές με κουνουπίδι, με ένα από τα «δώρα» της χειμωνιάτικης κουζίνας

Ο σεφ Άγγελος Μπακόπουλος μοιράζεται ιδέες που έχουν το κουνουπίδι για πρωταγωνιστή, πιάτα που μπορούν να σταθούν τόσο στο καθημερινό όσο και σε ένα κυριακάτικο τραπέζι με φίλους.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
Μουσουρλού μου η γλυκιά σου κουζίνα ανάβει φωτιές!

Γεύση / Ένα νέο γαστροκαφενείο στον Βύρωνα σερβίρει τη μικρασιατική παράδοση

Στη Μουσουρλού για τραγανά μύδια Κωνσταντινουπόλεως, τηγανητές πατάτες με κιμά και κασέρι, τυροκαυτερή «χτυπητή», κεμπάπ και ένα πιάτο εμπνευσμένο από τα παλιά Λαδάδικα της δεκαετίας του ’70.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ