Η AMP είναι μια γκαλερί που άνοιξε σε ένα μέρος δίπλα στην πλατεία Κουμουνδούρου, ανάμεσα σε κινέζικα, πακιστανικά και μπαγκλαντεσιανά μαγαζιά ρούχων και εστιατόρια, πολυκατοικίες με μετανάστες που στοιβάζονται σε διαμερίσματα πληρώνοντας μερικά ευρώ την ημέρα, ναρκομανείς, βαποράκια, αστυνομικούς, άστεγους, απόκληρους. Περπατάς στα γύρω τετράγωνα και νιώθεις παντού μάτια να σε κοιτάνε, άλλα μέσα από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, άλλα από μια βρόμικη σκάλα εισόδου, άλλα μέσα από αποθήκες. Κάποτε, πριν η κατάσταση φτάσει σε αυτό το ιδιότυπο γκέτο, πήγαινα συχνά στο εστιατόριο (που έμοιαζε με καφενείο σε ελληνικό χωριό) Bengal Garden και έτρωγα φακές με κάρι, δίπλα σε Πακιστανούς που μασούσαν με μανία το μπετέλ, αυτό το «περίεργο» ναρκωτικό από φύλλα μπανανιάς, ασβέστη (!) και κάποια άλλα συστατικά, που σου κάνει τα σάλια κόκκινα και μπορεί να σε δηλητηριάσει για πλάκα (το ήξερα, γιατί είχα διαβάσει ένα σχετικό άρθρο του μάγου των φυτών Ορέστη Δαβία σ' ένα περιοδικό).
Η AMP είναι απέναντι από τις εκδόσεις Τουμπή κι από τα κινέζικα είδη του Zhongqizad και δίπλα σε ένα άλλο κατάστημα με κινέζικα ρούχα που πουλάει καλτσάκια με ρίγες, ιδανικά μάλλον για χίπστερ ή για φετιχιστές με τα ρούχα-στολές των μαθητριών στην Ιαπωνία. Μια πρώην ξυλαποθήκη μετατράπηκε από τον Ανδρέα Μελά στην πιο εντυπωσιακά ωραία γκαλερί της Αθήνας, ένα εκπληκτικό τριώροφο νεοκλασικό που είναι σαν τη μύγα μες στο γάλα και διοργανώνει μερικές από τις πιο up-to-date εκθέσεις. Απόψε είναι τα εγκαίνια της έκθεσης «Hungry for death», στην οποία παρουσιάζεται το έργο της μυθικής μπάντας Destroy All Monsters, μιας κολεκτίβας από το Ντιτρόιτ που αποτελείται, μεταξύ άλλων, από τον Mike Kelley, τον Cary Loren, τη Niagara και τον Jim Shaw, μια παρέας που στα '70s έκανε καταστασιακή τέχνη και παρόλο που δεν έγινε ποτέ «διάσημη», έμεινε στην ιστορία ως μια από τις σημαντικότερες art bands, έχοντας επηρεάσει δεκάδες μουσικούς (οι Sonic Youth είναι μεγάλοι φαν τους). Ο Cary Loren είναι εδώ απόψε, ένας 60άρης με ισόποσες δόσεις τρέλας και μειλιχιότητας στο βλέμμα, με μια ζωή βουτηγμένη μέχρι τη φτέρνα στη μουσική, την τέχνη και το αβανγκάρντ. Έχει κουβαλήσει μαζί του ένα φορτηγό με συμπράγκαλα που ορίζουν αυτό τον σουρεαλιστικό κόσμο που κρύβει στο κεφάλι του και καθορίζουν αυτό που ήταν η Αμερική στα seventies. Η έκθεση είναι ένα μιξ από CD, σκίτσα σε κάρτες, σαρανταπεντάρια των Soupy Sales, κούκλες Spiderman με κεφάλι Μπάρμπι, πλαστικούς αρουραίους, πιστόλια, μαχαίρια κάθε είδους κόλπα, καπάκια μπίρας Φιξ, ένα τεύχος του περιοδικού «Nude», κονκάρδες που γράφουν «Βring all the troops home now», γυμνές φωτογραφίες της Niagara με αξύριστη μασχάλη και μια άλλη κάτω από ένα κάδρο του μυστικού δείπνου, αφίσες των MC5 από ένα λάιβ στο Straight Theater του Σαν Φρανσίσκο, μια της ταινίας Fuego Del Deseo, μια κάρτα με τη Susan Sontag με ζωγραφισμένο μουστάκι που γράφει «Against Interpretation», ένα κόκκινο πανό με ένα σκαθάρι με κεφάλι κάποιου βασιλιά που γράφει «Show No Shame» κι ένα άλλο που έχει μια σοκολάτα και γράφει «Peanut Butter Motherfucker». Ο κόσμος του Cary Loren. «Είχαμε μια κοινότητα που τη λέγαμε God's Oasis. Ήταν ένα κτίριο που είχε μια ταμπέλα απέξω που έγραφε "God's Oasis drive-in church" και είχαμε κι έναν πύραυλο πάνω εκεί κολλημένο. Κάποιοι περνούσαν από μπροστά και νόμιζαν ότι ήταν κανονική εκκλησία και μας χτυπούσαν την πόρτα. Εκεί κάναμε πρόβες με την μπάντα». Ντιτρόιτ, 1973, βιομηχανίες παντού, μόλυνση, κοινωνικές ανισότητες, ο Iggy με τους Stooges, ξύλο στις διαδηλώσεις. «Ήταν η εποχή που μόλις είχε σβήσει το κίνημα των χίπις, ο James Taylor ήταν στο ραδιόφωνο, η μουσική ήταν παντού χάλια, και θέλαμε να κάνουμε κάτι ασυνήθιστο και διαφορετικό. Εγώ είχα επηρεαστεί από τον Jack Smith, έναν κινηματογραφιστή από τη Νέα Υόρκη, κι άρχισα να κάνω ταινίες και θεατρικά στο loft που μέναμε με τη Niagara. Κάθε βράδυ κάναμε διάφορα χάπενινγκ, όπου το κοινό γινόταν μέρος της παράστασης: τους φορούσαμε κοστούμια και τους βάζαμε μπροστά από την κάμερα. Και κάπως έτσι γνώρισα και τον Mike Kelley και τον Jim Shaw, όταν συνειδητοποιήσαμε ότι μας άρεσαν τα ίδια πράγματα και ξεκινήσαμε την μπάντα». Είμαστε έξω από την γκαλερί όταν περνάνε μπροστά μας τέσσερις Ζητάδες κι από πίσω σταματάει ένα αυτοκίνητο μ' έναν παπά (και την παπαδιά) που μένουν απέναντι και ξεφορτώνουν διάφορες σακούλες και κιβώτια στην είσοδο της πολυκατοικίας. «Κάναμε πάντα guerilla gigs. Στο Ann Arbor, όπου μέναμε, υπήρχαν κτίρια που ανήκαν σε διάφορες αδελφότητες, στα οποία έμεναν κυρίως αστικές οικογένειες, που τα σαββατοκύριακα έκαναν κυριλέ πάρτι. Εμείς χτυπούσαμε την πόρτα και λέγαμε "είμαστε η μπάντα που παίζει στον δρόμο, έχουμε μαζί μας τον εξοπλισμό, θα παίξουμε δωρεάν αν θέλετε". Βασικά, το κάναμε για να τρώμε τσάμπα. Μπαίναμε μέσα, τρώγαμε καλά και μετά στήναμε τα μηχανήματα. Η Niagara φορούσε ένα νυφικό που είχαμε αγοράσει πάμφθηνα από ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα. Εγώ είχα ένα μπουκαλάκι με ψεύτικο αίμα και με το που αρχίζαμε να παίζουμε noise αυτοσχεδιασμούς το έριχνα πάνω της κι αμέσως μας πετούσαν έξω με τις κλοτσιές. Και μετά πηγαίναμε στο διπλανό σπίτι και κάναμε το ίδιο. Έτσι παίζαμε πάντα. Δεν πρέπει να είχαμε κάνει και πολλές συναυλίες που να είχαν διαρκέσει πάνω από πέντε λεπτά». Μια συναρπαστική ζωή ενός υπέροχου ανθρώπου.
σχόλια