Στη συναυλία των Girls against boys στο Gagarin το 2008 είχα κάτσει κάτω απ’ το αριστερό ηχείο, το σφυροκόπημα απ’ τον γιγάντιο ήχο που βγάζει η μπάντα ήταν ανελέητο, τα ηχητικά κύματα έσκαγαν πάνω στο σώμα σου σαν ωστικό κύμα από έκρηξη χειροβομβίδας - είναι αυτό το συναίσθημα που νιώθεις όταν το στομάχι σου πάλλεται και το στήθος σου πιέζεται σαν να έχεις ένα βάρος. Δυο μέρες μετά και ύστερα από φριχτούς πόνους στ’ αυτιά ο ωριλά μού ανακοίνωσε ότι είχα χάσει το 20% της ακοής μου απ’ το αριστερό αυτί. «Σου ζητάω ειλικρινά συγγνώμη, αλλά αυτοί είναι οι Girls against boys. Έτσι παίζουμε», μου λέει ο Scott McCloud που κάθεται με παροιμιώδη ηρεμία δίπλα μου και τρώει ένα τοστ με σουτζούκι και κασέρι.
Η μπάντα του, πίσω στα ‘90s, ήταν από αυτές που επαναπροσδιόρισαν τον πανκ ήχο, κατάφεραν να εκτοπίσουν την ‘80s λαίλαπα και να μπουν στο MTV και στα μεγάλα ακροατήρια, παρόλο που είχαν έναν «δύσκολο» και «βαρύ» ήχο - η νέα, εξελιγμένη γενιά των πανκ ήταν εκεί, στα βρόμικα πεζοδρόμια του νοτιανατολικού Μανχάταν, στα υπόγεια λαϊβάδικα του Σιάτλ, σε κάθε γωνιά της Αμερικής όπου η άγρια νεολαία έπιανε μια κιθάρα, αποφασίζοντας να παίξει δυνατά κι έχοντας την παρακαταθήκη της δεκαετίας του ‘70. Δεν ξέρω πόσα αυτιά έχασαν την ακοή τους τότε, πόσοι έφηβοι έσπασαν τον σβέρκο τους απ’ το headbanging ή πόσοι έφυγαν με κατάγματα από ένα ατυχές crowdsurfing. Αλλά, σίγουρα, για μερικά από αυτά τα ατυχήματα θα ήταν υπεύθυνοι οι Girls against boys. Δεν μπορείς ν’ ακούσεις τραγούδια σαν τα «Bulletproof Cupid», «Super Fire», «Disco 666», «One Dose Of Truth» και να μείνεις ατάραχος. Ήταν (και είναι) αδύνατον.
Ο Scott, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ουάσινγκτον ως άγριο νιάτο και αυτός, ξεκίνησε να παίζει στους Soulside, μια μπάντα με σχετικά καλή, αλλά βραχύβια καριέρα, πριν μετακομίσει στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσει σινεμά, «γιατί μου φαινόταν το πιο φυσικό πράγμα που θα μπορύσα να κάνω. Πάντα μου άρεσαν οι εικόνες, ήθελα να καδράρω τα πάντα. Ακόμα και όταν άρχισα να γράφω τραγούδια, ήταν σαν να τραβάω φωτογραφίες. Όταν γράφεις ένα τραγούδι, είναι σαν ν’ απομονώνεις μια στιγμή μέσα στον χρόνο, μια νύχτα ή μια στιγμή της ζωή σου. Τα περισσότερα τραγούδια που έχω γράψει αφορούν συγκεκριμένες νύχτες στη ζωή μου. Ξέρεις, “κάποιος, κάπου, είπε κάτι”. Σαν μια ταινία». Πίσω στη δεκαετία του ‘90, στη Νέα Υόρκη, πριν ο Τζουλιάνι καθαρίσει τους δρόμους από την «κόπρο του Αυγεία», ο Scott απολάμβανε το underground της υπόθεσης - αντλούσε έμπνευση από τη ζοφερή πραγματικότητα της πόλης. «Η κατάσταση τότε ήταν χαοτική, γιατί οι περισσότερες αμερικανικές πόλεις ακόμη υπέφεραν απ’ το hangover του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ’60. Έτσι, δημιουργήθηκαν τα γκέτο στις μεγάλες πόλεις, όπου οι άνθρωποι εξεγείρονταν ή επαναστατούσαν, καταφέρνοντας τελικά να κατοχυρώσουν ή τουλάχιστον να έρθουν πιο κοντά στο ν’ αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα. Oπότε, η Times Square, για παράδειγμα, έμοιαζε με σκουπιδότοπο. Είχε παντού πορνοσινεμά και αστέγους. Για εμάς, που ήμασταν νέοι τότε, αυτή η επικινδυνότητα που απέπνεε η πόλη ήταν κουλ. Αλλά το Μανχάταν, και κυρίως το Μπρούκλιν, ήταν πολεμικές ζώνες. Εγώ τότε έμενα στο Lower East Side και πήγαινα συνέχεια στο Max Fish. Ήταν το μοναδικό μέρος σε απόσταση ενός μιλίου που είχε τζουκμπόξ και μπορούσες ν’ ακούσεις Sonic Youth. Πήγαινα εκεί κάθε βράδυ της εβδομάδας. Τώρα, πια, βέβαια είναι αρκετά τουριστικό».
Είμαστε στo Δυάρι, στη γωνία της Μεγάλου Αλεξάνδρου και Αρτεμισίου στον Κεραμεικό, στο μαγαζί που έχουν στήσει δυο υπέροχοι τύποι, ο Πάνος και ο Ιωακείμ - ένα σχεδόν κανονικό σπίτι με κουζίνα, σαλονάκι, ένα τέλειο τραπέζι με μια φρουτιέρα γεμάτη μανταρίνια, ένα ψυγείο μ’ ένα μαγνητάκι με τον θεό Απόλλωνα, ο οποίος φοράει σώβρακο κι αρβύλες, και μ’ ένα κάδρο που απεικονίζει έναν ελαιώνα ο οποίος μοιάζει να βγήκε απ’ το σπίτι της γιαγιάς τους. Ο κατάλογος είναι η κάτοψη του χώρου, τα (σούπερ καθαρά) ποτά κάνουν πέντε ευρώ, από τα ηχεία παίζει Τρίτο Πρόγραμμα, Florence & the Μachine, Adele και Στέρεο Νόβα. Το αστικό τοπίο έξω είναι χαοτικό. Υπέροχα νεοκλασικά, άθλιες πολυκατοικίες, φοίνικες, συνεργεία, μάντρες ανταλλακτικών αυτοκινήτων, μπουρδέλα, γκέι σάουνες, η Ταινιοθήκη, καντίνες με χοτ-ντογκ.
O Scott είναι στο στοιχείο του. «Λατρεύω αυτή την πόλη, μου θυμίζει τις καλές εποχές της Νέας Υόρκης. Μου αρέσει αυτό το χάος, ότι όλα συμβαίνουν στον δρόμο. Θυμάμαι, την πρώτη φορά που είχα έρθει με τους Girls against boys στο Ρόδον, το 1996, καθόμουν κάπου έξω, σε μια καφετέρια, έπινα έναν φραπέ κι ένα μηχανάκι σχεδόν με πάτησε. Ήταν τέλειο αυτό το απρόσμενο, που μπορεί να σου συμβεί ανά πάσα στιγμή, αυτές είναι οι ζωντανές πόλεις». Τώρα ο Scott μένει μόνιμα στη Βιέννη με την κοπέλα του, έχει κάνει παιδί, έχει κόψει τα ναρκωτικά και τα (πολλά) ποτά και είναι κάπως νεόπτωχος. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πολλά λεφτά είχα βγάλει και τα έφαγα όλα σε ποτά, ακριβές διακοπές, διαζύγια, αμάξια και ναρκωτικά. Όταν βγάζεις πολλά, οι τράπεζες είναι πρόθυμες να σου δανείσουν ακόμα περισσότερα κι έτσι την πατάς και τα παίρνεις και μετά δεν έχεις να τους τα ξεπληρώσεις. Αυτό είναι και το πρόβλημα των χωρών που αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση σήμερ». Ο Scott είναι στην Αθήνα ύστερα από πρόσκληση των False Alarm, μιας αθηναϊκής μπάντας που ξεκίνησε να παίζει το ’97, χωρίς να ηχογραφήσει τίποτα, και αποφάσισε ύστερα από 14 χρόνια να επαναδραστηριοποιηθεί και να φωνάξει τον McCloud να κάνει τα φωνητικά στο πρώτο τους single. Έξω επικρατεί μια υπόκωφη ηρεμία, ένα περιπολικό έχει σταματήσει στη γωνία χωρίς προφανή λόγο, ένας σκύλος κόβει βόλτες πάνω κάτω.
«Μου λένε συνέχεια ότι μοιάζω πολύ με τον Τζον Μάλκοβιτς. Θα σου πω μια ιστορία. Έμενα στο Παρίσι την ίδια περίοδο που έμενε και ο Μάλκοβιτς εκεί. Δεν τον έχω γνωρίσει, αλλά μια φορά περπατούσα στον δρόμο κι ερχόταν απ’ την αντίθετη κατεύθυνση και με κοιτούσε σαν να ήθελε να με χαιρετίσει. Αλλά πιθανότατα σκεφτόταν ό,τι κι εγώ. “Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που μοιάζει με μένα;”». Αυτή ήταν και η μοναδική φορά που τον είδα από κοντά. Θα ήθελα να τον γνωρίσω , είναι καταπληκτικός ηθοποιός».
σχόλια