Και που λέτε, γράφει ο Γιώργος ο Πίττας (που κάποτε έφτιαξε τη νεωτερική Νεοσέτ και μετά κυκλοφόρησε το λεύκωμα Η αθηναϊκή ταβέρνα), αυτός ο υπέροχος ιστοριοδίφης της λαϊκής Αθήνας (ένας μουσάτος κύριος, ένας σύγχρονος Οδυσσέας, μια μορφή που, αν τη συναντήσεις, θα σε κατεβάσει στα πιο άγνωστα καταγώγια της αθηναϊκής γεωγραφίας), δρόμο παίρνω δρόμο αφήνω, μπερδεύομαι, εκεί, μες στα στενά του λιμανιού, πίσω από την Αγία Σοφία, και με οδηγό το παλιό τραμ φτάνω, μετά από πολλή ώρα, στη ζητούμενη διασταύρωση και μένω άναυδος. Ένα καταπληκτικό κτίσμα με τεράστια παράθυρα και στο βάθος, στους τοίχους, να διακρίνεται ένα περίτεχνο εκθετήριο μπακάλικου και τρία μεγάλα παλιά ψυγεία. Ενθουσιασμένος παρκάρω, και μπαίνοντας, βλέπω πάνω από την ταμπέλα που έγραφε «Οινοπαντοπωλείον Το Ειδικόν, Απ. Παπακωνσταντίνου και Υιός, έτος ιδρύσεως 1920». Παραξενεύτηκα γιατί ήμουν στο σωστό μέρος, στη σωστή διεύθυνση, αλλά σε λάθος μαγαζί. Η Ελένη Ψυχούλη είναι πάνω από μια ομελέτα παραγεμισμένη με ένα ταπεινό corn beef (το υλικό που θα πετούσε στο πυρ το εξώτερον οποιοσδήποτε έχει ένα φλερτ με τη γαστρονομία) και μου ετοιμάζει την πειραιώτικη εκδοχή του χοτ-ντογκ. Μια γωνιά ψωμιού, άδεια από ψίχα, με ντομάτες, κρεμμύδια και ένα κεφτεδάκι mashed up. «Αυτό είναι η απόλυτη ελληνική γεύση», μου λέει και ύστερα τινάζει τα μαλλιά της σαν μια Ραπουνζέλ που ρίχνει την κοτσίδα της για να την πιάσει ο εν δυνάμει εραστής της. Την ίδια στιγμή η κυρία Ζέτα (η Στέλλα-κρατάω-μαχαίρι), η τραγουδίστρια, η one woman show μαγαζιού, χτυπάει τις κορώνες με το «όλου του κόσμου οι Κυριακές λάμπουν στο πρόσωπό σου» και όλο το μαγαζί κάνει ησυχία, όλοι κρέμονται από τα σύμφωνα και τα φωνήεντά της. Η Ζέτα μάς λέει ότι ήταν η πρώτη, πριν δέκα χρόνια, που έφτιαξε την κομπανία που παίζει κάθε Σάββατο. Αρχικά ήταν μόνη της ανάμεσα σε 14 άντρες, μια φελινική φιγούρα που τραγουδούσε και χόρευε σαν να έπαιζε σε μια σκηνή από το 8 1/2. Ακόμα το κάνει. Ο Παναγιώγης, ο φορτηγατζής, ο άνθρωπος με την κιθάρα που όταν τραγουδάει Ζαμπέτα το μάτι του αστράφτει («και η βρόχα έπεφτε straight through»), στα διαλείμματα τσιμπάει από ένα λουκάνικο με καυτερή σάλτσα ή από εκείνες τις μπουκίτσες σαγανάκι (κάπως εμβληματικό πιάτο για την ελληνική οικογένεια).
Στο ντεκόρ βινύλια της Αλέξιας, του Στράτου Διονυσίου, αυτό από τα δημοτικά της Ελένης Βιτάλη (πριν αποτρελαθεί), δεκάδες συσκευασίες από ντοματάκια Κύκνος και απορρυπαντικά Όμο (και τότε σκέφτομαι εκείνη την εφήμερη μόδα στα τέλη των '90s που ήταν στην ουσία και ο προπομπός της νέο-ταβέρνας, όταν μπαρ και τα εστιατόρια είχαν γεμίσει με τις τότε νοσταλγικές ελληνικές εμμονές), οικογενειακές φωτογραφίες, μια ξύλινη προτομή ενός Ινδιάνου και μια άλλη που ένα ολόσωμος μαυροτσούκαλος Μαορί κρατάει ένα μπαγλαμαδάκι κι ατενίζει το κατάστημα από το (so called) υπερώο. Κάπου εκεί και ένας διαφημιστικός καθρέφτης από το ούζο Sans Rival, το «παγκοσμίου φήμης», ένα ούζο «χωρίς αντίπαλο» (sic), ένα πιάτο φριγαδέλι (το «συκώτι» των ναυτικών), ένα με γραβιέρα Θεσσαλίας και η Ιωάννα, το αηδόνι στην παρέα μας, που σκίζει το «Δίχτυ» σαν να ήταν επαγγελματίας. Η Ελένη δεν έχει υπομονή. Την ξέρω από τον Μάρτιο του 2001 .Φέτος θα κάνει δυο εκπομπές μαγειρικής στην τηλεόραση. Τη μια ως αρχισυντάκτρια στο Mega (το «Food and the city») και την άλλη ως παρουσιάστρια στον ΣΚΑΪ (το «Σεφ στον αέρα»). Θα τη βλέπεις σχεδόν κάθε μεσημέρι στην τηλεόραση. Θα είναι το δικό της προσωπικό momentum. Το αξίζει. Και δίπλα της είναι ξανά η κυρία Ζέτα, αυτή που έχει αφήσει τη μισή ψυχή της στη Βαρκελώνη, σε ένα μπαρ δίπλα στην αγορά, κι από τότε ζωγραφίζει αντρικές μουσάτες φιγούρες πάνω στα τραπεζομάντηλα. Εμφανίζεται ένας τύπος με μια αρμαθιά κομπολόγια. Μυρίζουν υπέροχα. Μου λέει ότι αρχικά ποτίζει τις χάντρες με ένα μαγειρικό μπαχαρικό και όταν ανοίγουν οι πόροι τις βουτάει σε ένα μυστικό μείγμα με 4 διαφορετικά αρώματα. Το αποτέλεσμα είναι ένα είδος πατσουλί που σου σπάει τη μύτη. Από κάτω το υπόγειο είναι γεμάτο δεκάδες βαρέλια κρασί φτιαγμένα με μούστο που έχει σκάσει από τα Μεσόγεια, έτσι όπως επιτάσσει η παράδοση, τα στόρια είναι σημαδεμένα με τις σφαίρες των Γερμανών από τον πόλεμο κι η Ιωάννα (το αηδόνι) μου διηγείται μια ιστορία που κάποτε έσκασε ένας τύπος στην είσοδο και αυθόρμητα είπε στην παρέα της «αυτός δεν μοιάζει με τον Γιώργο Παπανδρέου;». Και ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου. Κάποιος από την παρέα καπνίζει πουράκια Saint Louis Blues. Έξω βρέχει δαιμονισμένα. Μέσα παίζουν τα μπλουζ της Κοκκινιάς. Το ροκ του μέλλοντός μας.
σχόλια