Η Μιμίκα Κρανάκη γεννιέται στη Λαμία το 1922. Κόρη του αξιωματικού Ιωάννη Κρανάκη και της Δέσποινας Μακροπούλου. Χάνει τη μητέρα της σε ηλικία τεσσάρων χρονών και εγκαταλείπει τη σκοτεινή, καταπράσινη Φθιώτιδα για να περάσει τα παιδικά της χρόνια στην Αθήνα μαζί με τα αδέλφια της μάνας της. Θα ζήσει από κοντά την έντονη διαμάχη βενιζελικών και αντιβενιζελικών, αφού ο Ιωάννης και ο Δημήτρης Μακρόπουλος ήταν ισχυροί παράγοντες της δεύτερης φράξιας. Πηγαίνει σχολείο στο Παρθεναγωγείο του Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συνδέσμου, από το οποίο αποφοιτά σε ηλικία 15 ετών για να συνεχίσει τις σπουδές της στα νομικά και στις πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συλλαμβάνεται δύο φορές (1937 και 1939) για τη συμμετοχή της στον αντιδικτατορικό αγώνα εναντίον της δικτατορίας Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής οργανώνεται στο ΕΑΜ, ενώ παράλληλα συνεχίζει τις σπουδές της, αυτήν τη φορά στο πιάνο και στην αρμονία στο Ωδείο Αθηνών. Αυτή η σύνθεση μουσικής και πεζογραφίας είναι που θα προσδώσει έναν ιδιαίτερο λυρικό τόνο στο συγγραφικό της έργο. Το 1947 τελειώνει και η πολιτική της καριέρα, αφού διαγράφεται από το ΚΚΕ μαζί με τον μαρξιστή φιλόσοφο Κώστα Παπαϊωάνου και τον θεωρητικό του κινηματογράφου Άδωνι Κύρου. Κάθε τέλος όμως σημαίνει και μια νέα αρχή...
Ήδη από το 1945 μετακομίζει μόνιμα στο Παρίσι. Έφτασε εκεί με το φημισμένο πλοίο «Ματαρόα», που σάλπαρε τότε από τον Πειραιά για τη Γαλλία «φορτωμένο» με τα πιο φρέσκα και καλύτερα επιστημονικά και καλλιτεχνικά μυαλά της εποχής. Στο βιβλίο της Ματαρόα» σε δύο φωνές - Σελίδες ξενιτιάς, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Μουσείο Μπενάκη, περιγράφει μοναδικά πώς γοητεύτηκε και πώς δυσκολεύτηκε στη νέα της πατρίδα. «Αργότερα ξενιτεύτηκα. Εδώ τώρα αρχίζει η "Υποτροφιάς", υπότιτλος "Η Παρισίων άλωσις", μέγα ηρωικό έπος που άρχισες να μου άδεις. Μούσα, θεά, Δεκέμβρη του '45. "Ξενιτεύομαι" άλλοτε λεγόταν και "μισεύω", δηλαδή γίνομαι μισός, μισός εδώ, μισός εκεί, αλλού» έγραφε αργότερα στην Αυτογραφία της. Αψηφώντας τη μεγάλη πίεση που δέχεται αυτή και άλλα ξενιτεμένα στελέχη από το Κόμμα να επιστρέψουν πίσω ώστε να βοηθήσουν στον εμφύλιο, παραμένει στο Παρίσι και σπουδάζει φιλοσοφία στη Σορβόννη με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης. Μάλιστα γίνεται και η ίδια Γαλλίδα, αποκτώντας την γαλλική υπηκοότητα. Τα καλοκαίρια της τα περνάει συχνά στην Τζιά, προσπαθώντας να ξεφύγει από τις καταστάσεις που «φοβάται ο άνθρωπος ν' αντιμετωπίσει μονάχος του σ' αυτή τη μαύρη μεγαλούπολη». Στο χώρο των γραμμάτων κάνει την πρώτη δειλή της εμφάνιση το 1933 στέλνοντας κάποια ποιήματα στο περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων», το 1944 δημοσιεύει πεζά κείμενα στο περιοδικό «Παλμός», ενώ παράλληλα παρουσιάζει δύο κοινωνιολογικές μελέτες στο Αρχείο Κοινωνιολογίας και Θεωρίας των Επιστημών. Μεταξύ 1949 και 1957 πραγματοποιεί έρευνα στο C.R.N.S. και μετά από την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής της με τίτλο Emil Lask et le neocantisme εργάστηκε ως καθηγήτρια γερμανικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ (1967-1985). Ακόμα συνεργάζεται σταθερά με τον τηλεοπτικό σταθμό France-Culture. Παντρεύεται τον συγγραφέα Yvon Belaval, γνωστό από τη συμμετοχή του στην Εγκυκλοπαιδική Ιστορία της Φιλοσοφίας της Pleiade. Χωρίζουν το 1967.
Το 1947 εκδίδει στην Αθήνα το μυθιστόρημα Contre-Temps που μαζί με τη συλλογή από νουβέλες Τσίρκο και τους Φιλέλληνες (είκοσι τέσσερα γράμματα μιας Οδύσσειας) είναι τα μοναδικά έργα της που είναι γραμμένα στα ελληνικά. Τα πρώτα δύο, αν και από μια πλευρά ανήκουν ως θέματα στο είδος του νεανικού αφηγήματος μαθητείας, ταυτόχρονα είναι και αυτούσιες μεταφορές στο χώρο της μυθοπλασίας των μουσικών σπουδών της. Ο ίδιος διάλογος επικρατεί και στο Φιλέλληνες, που λόγω της γλωσσικής του ποικιλίας δημιουργεί μια πανδαισία φωνών. Τα βιβλία της Κρανάκη κάνουν μεγάλη αίσθηση στους αναγνώστες και στη λογοτεχνική κριτική του πρώιμου μεταπολέμου εξαιτίας αυτής της «μουσικής» κίνησης της αφήγησης που ερμηνεύεται ως μια έκφραση κοσμοπολιτισμού σε μια εποχή που η ελληνική πραγματικότητα δεν είχε ιδιαίτερα ανοίγματα προς το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Ασχολείται πάντα σε δοκιμιακό επίπεδο με την ψυχανάλυση, τη φιλοσοφία, την ιστορία και τη λαογραφία, ενώ δημοσιεύει ασταμάτητα κείμενά της σε γαλλικά περιοδικά όπως το «Temps Modernes» και το «Critique» και στα ελληνικά περιοδικά «Εποχές», «Στάχυς», «Διαβάζω» και στην εφημερίδα «Η Καθημερινή».
Στο έργο της Κρανάκη κυριαρχεί το αίσθημα του νόστου. Ανήκει σε εκείνη τη γενιά διανοούμενων που δίχως πόρους αλλά με πολλές ελπίδες και με βεβαρημένο το μητρώο κοινωνικών φρονημάτων εγκατέλειψαν την πατρίδα. Η αίσθηση του μέτοικου σφράγισε το τελευταίο της έργο, την Αυτογραφία (Ίκαρος 2004). Ήταν ίσως η τελευταία επιζώσα από τη μεγάλη παρέα του «Ματαρόα» και «αυτός ο εν ζωή θάνατος είναι, αχ, χειρότερος απ' τον άλλο». Πέθανε την Πρωταπριλιά σε ηλικία 88 χρονών χωρίς να αφήσει άμεσους απογόνους αλλά χορτασμένη από ζωή. «Είναι τύχη... να παίρνεις ό,τι σου προσφέρεται, κατά βάθος ο απολογισμός είναι θετικός» έλεγε η ίδια.
Άφησε πίσω της μια αδελφή, τη Νίκη, και έναν ανιψιό, τον Μενέλαο Χριστόπουλο.
σχόλια