ΤΙΣ ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΦΟΡΕΣ που βλέπουμε με κοστούμι τον Τόμας Έντουαρντ Λόρενς στο έπος του Ντέιβιντ Λιν, αισθάνεται εκτός τόπου και χρόνου, αποπνέει την άβολη αίσθηση του περιθωριακού Βρετανού μπροστά σε ανθρώπους που θα περίμεναν μια άψογη εμφάνιση από έναν τυπικό, έστω πρώην, γραφειοκράτη των αρχών του 20ού αιώνα. Η Φίλις Ντάλτον, που είχε φροντίσει να ράψει τον Πίτερ Ο’Τουλ με όλες τις αυστηρές προδιαγραφές της αγγλικής ραπτικής για άνδρες, αμέσως πήρε το ρούχο του, το έβαλε στο πλυντήριο, του το παρέδωσε συρρικνωμένο, και σε αυτό το μικρότερο μέγεθος υπέβαλε ένα μικρό αν και κρίσιμο μέρος της μεγαλειώδους ερμηνείας του Ιρλανδού ηθοποιού στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο.
Η Βρετανή ενδυματολόγος ρίχτηκε με πάθος στην πρόκληση της ιστορικής ακρίβειας και συνάμα της εξωτικής φαντασμαγορίας που απαιτούσε ο Λόρενς της Αραβίας. Μελέτησε σε μουσεία επί μήνες, βρήκε τον πραγματικό ράφτη του θρυλικού συγγραφέα, διπλωμάτη και αρχαιολόγου, τον συμβουλεύτηκε για κάθε λεπτομέρεια και συνέθεσε το ανεπανάληπτο look της ερήμου, με αποκορύφωμα το κατασκευασμένο στο Λονδίνο και κεντημένο στη Δαμασκό μεταξωτό πουκάμισο με τις μάλλινες ματιέρες και τα επάλληλα στρώματα της λευκής του κελεμπίας.
Όπως είπε κάποιος στο αφιέρωμα που της έκαναν τα BAFTA το 2012, η Φίλις Ντάλτον έντυσε ολόκληρες στρατιές στην πλούσια καριέρα της, τον βρετανικό, τον κόκκινο και τον αμερικανικό στρατό, τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης –και μάλιστα δις–, κοζάκους, ναζί, Αφγανούς, ιακωβίνους αλλά και ιακωβίτες!
Παράλληλα, έντυσε χιλιάδες πρωταγωνιστές και κομπάρσους, πάντα με το βλέμμα στραμμένο στην αναπαραγωγή της αυθεντικότητας και στην αντίληψη της δραματικότητας του σεναρίου – όσο ο Λόρενς έχανε τα λογικά του, τα ρούχα του έμοιαζαν φθαρμένα και η κάποτε αρχοντική εμφάνισή του, παραμελημένη και θαμπή. Στην περίπτωση του Ομάρ Σαρίφ έκανε μια εξαίρεση, φτιάχνοντας από το μυαλό της κελεμπία σε μαύρο και μπλε για να κάνει κοντράστ με τον μακρινό ορίζοντα και τον εκτυφλωτικό ήλιο.
Αν η ενδυματολογία ξεφεύγει από τον αυτοματισμό της γκαρνταρόμπας και την ευκολία του εντυπωσιασμού, τότε η συμβολή της Φίλις Ντάλτον προσεγγίζει όσο λίγες την καλλιτεχνική διάσταση μιας τεχνικά δύσκολης αποστολής: δημιουργεί μεγάλες εικόνες και στέκεται στο ύψος της, από το μικροσκόπιο.
Η ταινία απέσπασε 10 υποψηφιότητες στα Όσκαρ, κερδίζοντας τελικά τα 7, ωστόσο η δουλειά της Φίλις Ντάλτον απουσίαζε από τις πεντάδες και ήχησε πένθιμα στον συνολικό θρίαμβο της βραδιάς.
Ο ευειδής Λιν της έγραψε μια απολογητική επιστολή, εξαίροντας την τέχνη της και ρίχνοντας το φταίξιμο στην Columbia που δεν προσπάθησε δεόντως να προωθήσει το επίτευγμά της. Αναδρομικά η Ντάλτον μακάριζε την τύχη της.
Επειδή δεν είχε ζουμερό βιογραφικό πριν από αυτή την ταινία, συμπτωματικά πήρε τη θέση γιατί ο πρώτος ενδυματολόγος δεν ήταν διαθέσιμος για τα διετή, όπως αποδείχθηκε γυρίσματα, και δεν ήταν σίγουρη αν θα κατάφερνε να αντεπεξέλθει σε τέτοιο όγκο δουλειάς και με έναν τερατώδη παραγωγό, τον Σαμ Σπίγκελ, να διατάζει αντί να εμπνέει.
Μικρή σημασία έχει η παράλειψη του 1962, γιατί τρία χρόνια αργότερα, πάλι σε σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Λιν, κέρδισε το πρώτο της Όσκαρ για τα πιο διακοσμητικά, ρομαντικά και επικά κοστούμια του Δόκτωρ Ζιβάγκο –5.000 χιλιάδες τον αριθμό–, τα περισσότερα ανδρικά και στρατιωτικά, καταδεικνύοντας πως η θηλυκή ματιά της Ντάλτον μπορούσε να καταλάβει τι χρειάζεται το ανδρικό σώμα. Όπως είπε κάποιος στο αφιέρωμα που της έκαναν τα BAFTA το 2012, η Φίλις Ντάλτον έντυσε ολόκληρες στρατιές στην πλούσια καριέρα της, τον βρετανικό, τον κόκκινο και τον αμερικανικό στρατό, τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης –και μάλιστα δις–, κοζάκους, ναζί, Αφγανούς, ιακωβίνους αλλά και ιακωβίτες!
Η μοίρα τα έφερε έτσι που μετά τη θητεία της σε ατελιέ που έντυνε διασημότητες του θεάτρου και του χορού, όπως η Μάργκοτ Φοντέιν, ξεκίνησε ως βοηθός ενδυματολόγου στον Ερρίκο Ε’ του Λόρενς Ολίβιε το 1944 και σαράντα πέντε χρόνια αργότερα πήρε το δεύτερο της Όσκαρ για το ίδιο έργο, σε σκηνοθεσία Κένεθ Μπράνα, με τον συνεργάστηκε ξανά στο Νεκροί ξανά και το Πολύ κακό για το τίποτα, κλείνοντας με αυτό την καριέρα της στο σινεμά το 1993.
Εκτός των ιστορικών δραμάτων που της χάρισαν τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ, ένα Emmy και ένα βραβείο BAFTA, η γνωστότερη ταινία της Φίλις Ντάλτον παραμένει το Princess Bride του Ρομπ Ράινερ με τον Κάρι Έλγουις και τη Ρόμπιν Ράιτ, αν και όταν πρωτοδιάβασε το σενάριο νόμιζε πως θα ασχολούνταν με μια μεγάλη μπούρδα. Η πιο παράξενη συνεργασία της ήταν στο Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά («δεν κατάλαβα ποτέ αν ο Χίτσκοκ έβριζε τόσο κόσμο για πλάκα ή αν το εννοούσε»), ενώ η πιο εύκολη αποστολή της θεωρούσε ότι ήταν το μιούζικαλ Όλιβερ του sir Κάρολ Ριντ, επειδή ο Ντίκενς είχε φροντίσει να περιγράψει ενδελεχώς τις κοινωνικές συνθήκες και να υποδείξει τις σκηνογραφικές λεπτομέρειες εκ των προτέρων.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.