Γεμάτος ευτυχία για τη ζωή που έζησε, ανακούφιση «για την εξαιρετική κατάσταση της υγείας του, εκτός από το εμφύσημα» που τον περιόριζε στο σπίτι του, όπως είπε σε μια δήλωση ευγνωμοσύνης προς τους ανήσυχους φαν του, και ελπίδα πως θα σκηνοθετήσει σύντομα, έστω και εξ αποστάσεως, κάτι που δεν τον χαροποιούσε αλλά το δεχόταν ως αναγκαστική συνθήκη, ο Ντέιβιντ Λιντς πέθανε μερικές ημέρες πριν από τα 79α γενέθλιά του.
Ο πρώτος «λαϊκιστής σουρεαλιστής του παγκόσμιου κινηματογράφου», πνευματικό παιδί του Λουίς Μπουνιουέλ και της Μάγια Ντέρεν, ο τεράστιος δημιουργός του Μπλε Βελούδο και του Οδός Μαλχόλαντ αιχμαλώτισε το υποσυνείδητο σε επώδυνες ιστορίες εσωτερικής μεταμόρφωσης και εικόνες ποιητικού παροξυσμού, κάθετα αντίθετες με την ευγενική, συνεσταλμένη του φύση.
Κάθε ταινία του ήταν μια αξέχαστη εμπειρία, ακόμη και για όσους πασχιζαν να εξηγήσουν με καρτεσιανά κλειδιά την ονειρική λογική που από το ξεκίνημά του ασπάστηκε και δεν πρόδωσε ποτέ – ο Φελίνι, τον οποίο λάτρευε, θα τον χειροκροτούσε όρθιος, και ο Φρόιντ θα του έβγαζε το καπέλο. Κι όμως, στην καρδιά της εφιαλτικής ομορφιάς που πετύχαινε επιβραδύνοντας τον χρόνο, χωρούσε γενναιόδωρα η τρυφερότητα, το χιούμορ και βέβαια ένας ερωτισμός, συχνά kinky, πάντα στην κόψη του θανάτου.
Αποστομώνοντας τους επιπόλαιους ψυχαναλυτές του, είχε πει πως μεγάλωσε σε ένα σπιτικό γεμάτο αγάπη, από δυο δίκαιους γονείς, τον ερευνητικό επιστήμονα Ντόναλντ και τη δασκάλα Εντουίνα, τους οποίους ανέθρεψαν εξίσου καλοί γονείς, και όλοι τους συμπαθούσαν. Δεν ήταν λαμπρός μαθητής στη Μιζούλα της Μοντάνα, και μετά από προσκοπική παιδική ηλικία, ανέφελη εφηβεία και κολεγιακές περιηγήσεις, παράτησε την Σχολή Καλών Τεχνών στη Βοστώνη –ο περίπου αστικός μύθος λέει πως όταν είδε τους ζωγραφικούς του πίνακες να κινούνται, ήξερε πως οφείλει να γυρίσει ταινίες– και γράφτηκε στο παράρτημα του American Film Institute στο Λος Άντζελες, συμμαθητής του Τέρενς Μάλικ και του Πολ Σρέιντερ, πριν κάνει το ντεμπούτο του με την τετράλεπτη μικρού μήκους Six Men Getting Sick.
Ο Ντέιβιντ Λιντς σώθηκε από τον υπερβατικό διαλογισμό που άσκησε συστηματικά και υπηρέτησε μέσα από το ίδρυμά του εδώ και μισό αιώνα, λάτρευε τον καφέ και το κάπνισμα, που αναγκάστηκε να κόψει πριν από δυο χρόνια, σχεδίαζε έπιπλα και clubs (Silencio στο Παρίσι) ως προέκταση των ταινιών του, ζωγράφιζε πίνακες και παρουσίασε ερωτικές, εύλογα τρομακτικές φωτογκραβούρες που εκτέθηκαν σε πολλές πόλεις του κόσμου.
Είναι δύσκολο να κατανοήσει κάποιος πώς είναι δυνατόν ένας λάτρης του κλασικού Χόλιγουντ (Ο Σιωπηλός Μάρτυς και ο Μάγος του Οζ συγκαταλέγονται στις all time αγαπημένες του ταινίες ) να ξεκινήσει το 1977 την καριέρα του με το, εμπνευσμένο από τον Κάφκα, τον Γκόγκολ και ένα εδάφιο της Παλαιάς Διαθήκης, Eraserhead, τον φόβο της πατρότητας όπως ο Λιντς τον αποτύπωσε στην ιστορία του Χένρι Σπένσερ με το κεφάλι σαν τη γόμα ενός μολυβιού και το ερπετόμορφο μωρό που σκούζει ασταμάτητα.
Η κόρη του, Τζένιφερ, σκηνοθέτις του Τεμαχίζοντας την Έλενα και συγγραφέας του Κρυφού Ημερολογίου της Λόρα Πάλμερ, είχε γεννηθεί με στρεβλοποδία το 1968, γεγονός που σόκαρε τον Λιντς, ο οποίος αργότερα αποκάλυψε πως όσο ζούσε στη Φιλαδέλφεια με τους γονείς του, υπήρξε μάρτυρας απίστευτα βίαιων, παράλογων περιστατικών, όπως οι τσιρίδες πόνου μιας γειτόνισσας που κράδαινε τις ρώγες της στους άναυδους περαστικούς, εν μέρει αναιρώντας το ειδυλλιακό παρελθόν του, υπονοώντας προφητικά την απαράμιλλη αρχική σεκάνς του Μπλε Βελούδου και δίνοντας αυτό που ο θεωρητικός Γκρεγκ Όλσον αποκάλεσε «το διπολικό του όραμα για μια Αμερική ανάμεσα στην Κόλαση και τον Παράδεισο».
Το τρέιλερ του «Eraserhead»
Η έγκριση και η υλοποίηση του Eraserhead στους κόλπους και τους χώρους του AFI δεν ήταν απλή διαδικασία. Ο πρύτανης της σχολής Φρανκ Ντάνιελ έθεσε βέτο παραίτησης στα δύσπιστα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και ο συνεργάτης του, κορυφαίος σκηνογράφος Τζακ Φισκ, η σύζυγός του και σπουδαία ηθοποιός Σίσι Σπέισεκ καθώς και η σύζυγος του πρωταγωνιστή Τζακ Νανς, Κάθριν Κόλσον, βοήθησαν οικονομικά την παραγωγή, που σε επίπεδο προετοιμασίας χρειάστηκε 6 χρόνια.
Παράλληλα με το ανυποχώρητο σουρεαλιστικό του στίγμα, ήδη από το Eraserhead ο Λιντς προσέφερε δυο στοιχεία που τον έκαναν μοναδικό: την επιδραστική τεχνική του στον ενδελεχή ηχητικό σχεδιασμό, με ανάποδες ηχογραφήσεις τραγουδιών και συχνότητες που δεν γίνονται συνειδητά αντιληπτές, που δημιουργούσε υποβλητική, σχεδόν τρισδιάστατη αίσθηση τρόμου και επηρέασε γενιές σκηνοθετών (τρανό παράδειγμα, το Barton Fink των αδελφών Κοέν), καθώς και τη χαριτωμένη, σταθερή του άρνηση να σχολιάσει το περιεχόμενο των αφηγηματικών του γρίφων. «Με το που τελειώνουν μια ταινία, όλοι θέλουν να μιλάνε γι’ αυτήν, ωστόσο η ταινία μιλά από μόνη της», έλεγε, προσφέροντας ελάχιστες εξηγήσεις στις χρόνιες απορίες σινεφίλ και δημοσιογράφων, σποραδικά μόνο δίνοντας κάποια clues, σαν διακοσμητικό αντιπερισπασμό στον αδιαπέραστο πυρήνα του έργου του.
Το buzz του αξιοθέατου, ουσιαστικά ανάδελφου Eraserhead που ο παραδοσιακά ασυγκίνητος Στάνλεϊ Κιούμπρικ ύμνησε γενναιόδωρα, κίνησε την περιέργεια του Μελ Μπρουκς, ο οποίος, με το που το είδε, αναφώνησε, «αυτός είναι πολύ τρελός, και πολύ καλός, τον θέλω για τον Άνθρωπο Ελέφαντα!», τα δικαιώματα του οποίου είχε στην κατοχή του και έψαχνε σκηνοθέτη.
Ο πρωταγωνιστής Άντονι Χόπκινς, στη μισανθρωπική φάση του τότε, αμφισβήτησε τις ικανότητες του Λιντς, επειδή δεν του αρκούσε ένας άπειρος δημιουργός μιας μικρής ταινίας που δεν είδε κανείς, και ο μνημειωδώς πράος σκηνοθέτης έχασε την ψυχραιμία του, για πρώτη και τελευταία φορά σε πλατό και εκστόμισε ακατονόμαστες βρισιές ουρλιάζοντας στον Βρετανό που τον άκουγε αποσβολωμένος, ώσπου η Γουέντι Χίλερ, ξερά, τον παρότρυνε να κάνει ό,τι του λέει, όπως και έγινε.
Αν και δεν κέρδισε κανένα, το ασπρόμαυρο πορτρέτο του αξιοπρεπούς και δύσμοιρου Μέρικ (ο Τζον Χερτ στην κορυφαία του στιγμή) απέσπασε 8 υποψηφιότητες στην τελετή των Όσκαρ του 1981 και το αντικαθρέφτισμα ενός ακόμη περιθωριακού λιντσεϊκού (lynchian) ήρωα στην τερατωδώς υποκριτική βικτοριανή κοινωνία έμελλε να είναι το πρώτο και τελευταίο φλερτ του σκηνοθέτη με το κυρίως ρεύμα της χολιγουντιανής βιομηχανίας.
Λίγα χρόνια αργότερα, η μεταφορά του Dune του Φρανκ Χέρμπερτ θα κατέληγε σε καθολικό φιάσκο, αν και ο Λιντς ουδέποτε κατηγόρησε τον παραγωγό Ντίνο ντε Λαουρέντις για την πολυπρόσωπη διαστημική όπερα που ερμήνευσε δυσκίνητα και άχαρα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως εκείνος είχε το final cut και θα το έφερνε στο δικό του, όπως αποδείχθηκε, εμπορικά και καλλιτεχνικά λανθασμένο γούστο.
Το Μπλε Βελούδο ήταν ένα από το πιο εντυπωσιακά rebounds στην ιστορία της σύγχρονης κινηματογραφίας, το φιλμ που εγκαινιάζει τις συμβολικές και ποπ, κρυπτικές ή φανερές αναφορές του Λιντς στη δεκαετία του '50, σε μια εργογραφία που ωστόσο έμοιαζε να κινείται εκτός χρόνου ή μάλλον να τοποθετείται σε ένα εφιαλτικό χρονικό εκκρεμές χωρίς σαφείς άκρες, απατηλά επικίνδυνο σαν τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ και αποπροσανατολιστικό σαν τα περίτεχνα σχέδια του Έσερ.
Έδωσε καινούργιο νόημα στην κρυφή γοητεία της αμαρτίας, με το κομμένο αυτί στο γρασίδι να ξεκινά το πάρτι σε ένα ηλιόλουστο προαστιακό νουάρ με εκκεντρικούς χαρακτήρες, μοιραίες γυναίκες, μυστήριο και μια χαραμάδα παλιομοδίτικης ελπίδας, εγκαινίασε την εγκάρδια επαγγελματική σχέση του με τη Λόρα Ντερν, ενηλικίωσε απότομα την Ιζαμπέλα Ροσελίνι (για χάρη της άφησε την πρώτη από τις τέσσερις συζύγους του και έζησε μαζί της για έναν χρόνο) και μας παρέδωσε την αμίμητη ατάκα «Baby wants to fuck» από έναν από τους πιο διεστραμμένους κακούς στην ιστορία, τον υπεροξυγονωμένο Φρανκ Μπουθ του Ντένις Χόπερ – «εγώ είμαι στ’ αλήθεια ο Φρανκ Μπουθ», ισχυρίστηκε ο Χόπερ στην επιτυχημένη προσπάθειά του να τον πείσει, για να πάρει την απάντηση από τον Λιντς «αυτό είναι καλό και κακό».
Υποψήφιος για δεύτερη φορά για Όσκαρ σκηνοθεσίας, ο Λιντς εξέπληξε κάνοντας στροφή προς την τηλεόραση, μεγαλώνοντας την ποιότητα της μικρής οθόνης με το Twin Peaks, που αργότερα μετέφερε με λιγότερη επιτυχία στο σινεμά. Προηγουμένως, είχε αποσπάσει τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών, το 1990, με την άγριας ομορφιάς Ατίθαση Καρδιά, την ιστορία αγάπης του Σέιλορ με τη Λούλα, ένα ρομαντικό θρίλερ για ζόρικους περιπλανώμενους και ανυπότακτα πνεύματα.
Επηρεασμένη από το αριστουργηματικό Detour του 1945 από τον Έντγκαρ Άλμερ, η Χαμένη Λεωφόρος, το σκοτεινό horror της μεταμόρφωσης ενός φυλακισμένου σε έναν άλλο άνδρα, μια ψυχογενής φούγκα, όπως την περιέγραψε ο Λιντς σε μία από τις σπάνιες ταξινομήσεις έργου του, με την ανατριχιαστική παρουσία του Ρόμπερτ Μπλέικ, την υπνωτική κίτρινη γραμμή και την υπόκρουση του διόσκουρού του στη μουσική, Άντζελο Μπανταλαμέντι, παραγνωρίστηκε άδικα στην εποχή της, αν και σήμανε την ώριμη μετάβαση από τον παροξυσμικό πειραματισμό του Eraserhead σε έναν ιδιοσυγκρασιακό αφηρημένο εξπρεσιονισμό, αποσπασματικά βουτηγμένο στη νουάρ σηματοδότηση και στους κώδικες του θρίλερ, με τα θέματα της διαστροφής, της βίας και της προδοσίας να λειτουργούν ως συμπτώματα για τους ανοιχτόμυαλους θεατές – τους δεκτικούς στην εσωτερική λογική του ονείρου.
Δικαιώνοντας όσους χαϊδευτικά τον αποκαλούσαν Τζίμι Στιούαρτ από τον Άρη για τους καλούς του τρόπους και την ευδιάκριτη μεσοδυτική προφορά σε συνδυασμό με την εξωγήινη καλλιτεχνική του περσόνα, ο Λιντς γύρισε το 1998 τη συγκινητική και συγκινητικά συμβατική αφηγηματική εξαίρεση στο φαντασματικό του σύμπαν (σαν γλυκό ρέκβιεμ μιας γενιάς, μιας εποχής και μιας χώρας που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί), το Straight Story, με τον Ρίτσαρντ Φάνσγουορθ, για λογαριασμό της Disney, προτού υπογράψει το κομψοτέχνημά του και ένα από τα σπουδαιότερα φιλμ του αιώνα μας, το Mulholland Drive, φόρο τιμής στην ταινία όπου θα ήθελε να κατοικεί για πάντα, τη Λεωφόρο της Δύσης, και ένα από τα σημαντικότερα έργα για την άφατη γυναικεία επιθυμία, το Λος Άντζελες και την ψυχή ενός/μιας ηθοποιού.
Όλα αυτά μαζί δεν κατάφεραν να του δώσουν το Όσκαρ Σκηνοθεσίας στην τρίτη και τελευταία του υποψηφιότητα (πήρε το αντίστοιχο βραβείο στις Κάννες) και η Ακαδημία τον τίμησε για το σύνολο του έργου του το 2019. Το VHS αισθητικής αίνιγμα του Inland Empire χρήζει ειδικής ανάγνωσης και λειτουργεί καλύτερα ως αντανακλαστικός κινηματογραφικός βιβλιοστάτης της Mulholland Drive, παραμένοντας η τελευταία μεγάλου μήκους του – έκανε πρεμιέρα μπροστά σε ένα αμήχανο κοινό στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2006.
Το τρέιλερ του «Mulholland Drive»
Δεν κατάφερε να υλοποιήσει την επιστροφή του στο σινεμά με το Wisteria, αλλά πρόλαβε να περπατήσει ξανά με τη φωτιά με το sequel του Twin Peaks, την πιο πεσιμιστική καλλιτεχνική του κατάθεση, και ένα αγνό σουρεάλ κερασάκι, το 17λεπτο What did Jack do του 2017, την ανάκριση μιας μαϊμούς από έναν ντετέκτιβ, με πρωταγωνιστή τον ίδιο! Και βέβαια, τον είδαμε πρόπερσι να υποδύεται καταπληκτικά, και σπαρταριστά, τον Τζον Φορντ στο αυτοβιογραφικό Fabelmans, συναινώντας απρόθυμα στην αρχή –αλλά ερμηνεύοντας με περίσσιο μπρίο– στην προτροπή του καλού του φίλου Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο οποίος έσπευσε από τους πρώτους να τον αποχαιρετήσει ως μια μοναδική φωνή στον χώρο που το έργο του πέρασε θριαμβευτικά τη δοκιμασία του χρόνου.
Ο Ντέιβιντ Λιντς σώθηκε από τον υπερβατικό διαλογισμό που άσκησε συστηματικά και υπηρέτησε μέσα από το ίδρυμά του εδώ και μισό αιώνα, λάτρευε τον καφέ και το κάπνισμα, που αναγκάστηκε να κόψει πριν από δυο χρόνια, σχεδίαζε έπιπλα και clubs (Silencio στο Παρίσι) ως προέκταση των ταινιών του, ζωγράφιζε πίνακες και παρουσίασε ερωτικές, εύλογα τρομακτικές φωτογκραβούρες που εκτέθηκαν σε πολλές πόλεις του κόσμου, είχε δική του δικογραφική εταιρεία και ηχογράφησε, μόνος του ή σε συνεργασία (με την Τζούλι Κρουζ και τον Μπανταλαμέντι, που έφυγαν από τη ζωή πριν από αυτόν), άλμπουμ και τραγούδια για τα μεγάλα όνειρα και τη σκοτεινή νύχτα της ψυχής ή απλώς υποβλητικά ηχοτοπία, μοιράστηκε τις σκέψεις και τις εμπειρίες του σε βιβλία, δημοσιεύοντας το αυτοβιογραφικό Room to dream σε συνεργασία με την Κριστίν Μακένα. Και, βέβαια, μια περίοδο εκφωνούσε, με αυτήν τη χαρακτηριστικά αργή diction του βαρύκοου «θείου» από την αδιευκρίνιστη επαρχία, το δελτίο καιρού επί καθημερινής βάσης, εξωπραγματικό και ιδιοφυούς απλότητας και σύλληψης βάλσαμο στους χαλεπούς καιρούς της καραντίνας, πάντα κοιτάζοντας από το παράθυρο του σπιτιού του και σποραδικά επισημαίνοντας τις ανεπαίσθητες αλλαγές στην αδρανή καλιφορνέζικη ηλιοφάνεια.
Πίστευε ακράδαντα στις ιδέες, στους σπόρους της δημιουργίας, στην αταλάντευτη δημιουργικότητα. Και τα μετέδωσε χωρίς ποτέ να συνθηκολογήσει. Επηρέασε μυριάδες σκηνοθέτες· και όλους εμάς, ανυπολόγιστα. Του χρωστάμε ένα κομμάτι της ελευθερίας μας στη θέαση του κινηματογράφου, ίσως γιατί, όπως κι αυτός, είδαμε τις εικόνες να πάλλονται διαφορετικά στη μεγάλη λεωφόρο του υποσυνείδητου.
Θα μας λείψει όσο κανείς άλλος.