Φορούσε πάντα, μα πάντα, τα ίδια ρούχα: μια μαύρη, κινέζικη στολή. Ήταν μικροσκοπικός και ζητούσε να φωτογραφίζεται με τα αγαπημένα του μοντέλα. Αρνιόταν πεισματικά να δώσει συνεντεύξεις. Όταν ξεκίνησε να δουλεύει για τον εαυτό του, οι πελάτισσες ερχόντουσαν στην κουζίνα του, κάθονταν όπου μπορούσαν μαζί με τα γατιά και τα σκυλιά του και περίμεναν στωικά για να περάσουν τα μοντέλα από μπροστά τους. Το όνομά του δεν ήταν ποτέ γνωστό σε όλους, μόνο στους μύστες. Έμπαινες στη λίστα για να δεις συλλογή του σχεδόν μονάχα κατόπιν σύστασης και ήξερες ότι έπρεπε να περιμένεις ώρες μέχρι ξεκινήσει.
Περιμάζεψε μια μέρα στο Παρίσι τη μικρή Ναόμι Κάμπελ που είχε μείνει χωρίς λεφτά και διαβατήριο, γιατί μόλις της είχαν κλέψει την τσάντα. Πήρε τηλέφωνο τη μαμά της για να την καθησυχάσει και την κοίμισε σπίτι του. Από τότε η Ναόμι τον φώναζε «papa».
Μια μέρα ξεκίνησε να φτιάχνει ένα ρούχο για μια πελάτισσά του, δουλεύοντας το ύφασμα κατευθείαν πάνω της, μετά της το έβγαλε και άρχισε να σημειώνει με κιμωλία πάνω στο σώμα της. Όταν η πελάτισσα παρέλαβε το ρούχο της μετά από καιρό, οι ραφές υπήρχαν ακριβώς στα σημεία που είχε σχεδιάσει με την κιμωλία πάνω στο κορμί της. Της εφάρμοζε τέλεια, σαν γάντι.
O μικρός Τυνήσιος Azzedine δεν πίστεψε ποτέ στη «μόδα». Δεν πίστευε πως τα ρούχα πρέπει να αλλάζουν κάθε σεζόν, δεν ένιωθε πως πρέπει να γίνονται συνέχεια επιδείξεις, θεωρούσε πως το concept της υπερπαραγωγής ιδεών πνίγει τους νέους σχεδιαστές. Ήταν ο μόνος που έφτιαχνε ο ίδιος τα πατρόν και έραβε τα ρούχα.
Ήταν γνωστό πως έκανε στα ρούχα ραφές που δεν είχε κάνει κανείς πριν από αυτόν. Όταν εμφανίστηκε, στα μέσα της δεκαετίας του '80, η δυτική μόδα είχε μόλις πάρει μια ανάσα από τους Γιαπωνέζους σχεδιαστές, αλλά πνιγόταν μέσα στα power suits της «δυναμικής γυναίκας». Τα ρούχα του Azzedine Αlaïa δεν ήταν μόνο αποκαλυπτικά, σέξι και δυναμικά με έναν πολύ μοναδικό και γαλλικό τρόπο αλλά και αειθαλή. Δεν ορίζονταν από καμία τάση, δεν υπάκουαν σε trends, έντυναν το γυναικείο σώμα για να υπογραμμίσουν την τελειότητά του, μια υπεροχή που δεν ήταν επιθετική ή υπεροπτική, ήταν απλώς παρούσα.
O μικρός Τυνήσιος Azzedine δούλεψε δίπλα στον Christian Dior για μία εβδομάδα –τα χαρτιά του είχαν πρόβλημα− και όταν γύρισε στο Παρίσι πήγε στον Guy Laroche. Όλα αυτά είναι πολύ σπουδαία για έναν σχεδιαστή, αλλά όχι για τον συγκεκριμένο – τα σημαντικά για εκείνον πιθανότατα έγιναν όταν έφτιαχνε τα κουστούμια για τις χορεύτριες του καμπαρέ «Crazy Horse». Όλα έπρεπε να συναρμολογούνται και να εφαρμόζουν τέλεια πάνω στα γυμνά σώματα των χορευτριών λίγο πριν βγουν στη σκηνή.
Όμως δεν πίστεψε ποτέ στη «μόδα». Δεν πίστευε πως τα ρούχα πρέπει να αλλάζουν κάθε σεζόν, δεν ένιωθε πως πρέπει να γίνονται συνέχεια επιδείξεις, θεωρούσε πως το concept της υπερπαραγωγής ιδεών πνίγει τους νέους σχεδιαστές. Ήταν ο μόνος που έφτιαχνε ο ίδιος τα πατρόν και έραβε τα ρούχα. Καθένα από αυτά ήταν και μια ιδέα, κάτι που έπαιρνε τον χρόνο που του αναλογούσε μέχρι να ολοκληρωθεί. Ένα ρούχο τελείωνε όταν έπρεπε να τελειώσει, μια συλλογή έπαιρνε όσους μήνες ή χρόνια χρειαζόταν για να ολοκληρωθεί. Αρνιόταν να συμμορφωθεί σε deadlines – έκανε επιδείξεις όταν τα ρούχα ήταν έτοιμα και τα μοντέλα έβγαιναν στην πασαρέλα μετά από μεγάλη αναμονή, με τα ρούχα ζεστά από το τελικό σιδέρωμα. Ήταν, όμως, τέλεια.
Ήταν τόσο τέλεια που το μόνο κατάστημα που δεχόταν να παίρνει τις συλλογές του όποτε και όταν ήταν έτοιμες ήταν το Barneys. Ο διευθυντής του Gene Pressman είχε πει: «Όταν φτάσουν, θα τις παραλάβω, γιατί δεν κάνει λάθη, γράφει Ιστορία».
Ήταν τόσο τέλεια, που όλα τα top models –που αυτός ανακάλυψε– άλλαζαν το πρόγραμμά τους για να δουλέψουν στις επιδείξεις του. Ήταν τόσο τέλεια, που όταν έκαναν την έκθεση στην Galleria Borghese, δεν μετακίνησαν τα αρχαία αγάλματα από τις αίθουσες. Τα άφησαν να συνομιλούν με τα φορέματα.
Ήταν πολύ διασκεδαστικός, εξαιρετικός οικοδεσπότης. Κάθε μέρα μια μεγάλη κουζίνα ετοίμαζε στο ατελιέ φαγητό για όλους και αν ήσουν ένας από τους τυχερούς που είχε διαλέξει, έτρωγες μαζί με διανοούμενους, πολιτικούς, διάσημους καλλιτέχνες, top models. Είχε έντονη προσωπικότητα και δεν φοβόταν να τη δείξει, φώναζε όταν ήταν θυμωμένος, δεν το ξεχνούσε αν τον είχες πληγώσει. Όταν βρισκόταν σε δημόσιους χώρους ήταν ελάχιστα ομιλητικός και προτιμούσε τα γαλλικά, αλλά παρατηρούσε τα πάντα.
Έφτιαξε όλα τα ρούχα της Grace Jones όταν συμπρωταγωνιστούσε στον «James Bond» και έντυσε την Tina Turner με αλυσίδες. Δούλευε σε ένα ατελιέ πνιγμένο στα χαρτιά, στα υφάσματα, ανάμεσα στις γάτες και τους σκύλους του, έφερνε κρασί για να πιεις μαζί του, αν του ήσουν συμπαθής. Η Carla Sozzani ήταν από τις αγαπημένες του φίλες. Οι άλλοι σχεδιαστές πρόφεραν με σεβασμό το όνομά του. Δεν είχε ποτέ γραφείο Τύπου.
Δεν μάθαμε ποτέ την ηλικία του, ούτε την ημερομηνία γέννησής του. Μάθαμε πως ήταν 77 χρονών όταν βγήκε η ανακοίνωση του θανάτου του, το Σάββατο 18 Νοεμβρίου του 2017. Ο χρόνος, άλλωστε, ήταν κάτι εντελώς ρευστό και αδιάφορο ως ιδέα για τον Azzedine Alaïa.