Δεν είναι εύκολο πράγμα οι συνεντεύξεις, γενικώς. Από την επιλογή του προσώπου μέχρι το περιεχόμενό τους, από το αν θα βγάζουν είδηση και τίτλο, μέχρι τον κλονισμό που μπορεί να προκαλέσει στη σχέση δημοσιογράφου και προσωπικότητας, όλα αυτά μαζί συνιστούν ένα μικρό βασανιστήριο. Πόσω μάλλον οι συνεντεύξεις με κορυφαίες προσωπικότητες της εγχώριας και διεθνούς καλλιτεχνικής σκηνής. Εκεί το βασανιστήριο συμβαίνει επί δύο, μπορεί και επί δέκα.
Ο Αντώνης Μποσκοΐτης τη γνωρίζει καλά αυτή τη διαδικασία: απέναντι του έχουν καθίσει φυσιογνωμίες – θρύλοι της μουσικής, του θεάτρου, των γραμμάτων, έχει καταναλώσει τη μισή ενήλικη ζωή του σε απομαγνητοφωνήσεις, έχει δώσει στον ελληνικό Τύπο κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες εξομολογήσεις, που δικαίως του επιτρέπουν να υπογράφει αυτό τον καιρό το δικό του ανθολόγιο μεγάλων συνεντεύξεων, οι περισσότερες εκ των οποίων δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στη LiFO.
Στις «18 συνεντεύξεις – σαν μονόπρακτα» (εκδόσεις Μετρονόμος), δεν υπάρχουν απλώς οι συνομιλίες του με προσωπικότητες όπως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, η Τάνια Τσανακλίδου, η Μαριάν Φέιθφουλ, ο Μίκης Θεοδωράκης και πολλοί ακόμη. Υπάρχουν όλα εκείνα που θα ‘θελε να ρωτήσει ένας νεαρός δημοσιογράφος για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει κατά τη διάρκεια μίας συνέντευξης για να αποφύγει τα λάθη ουσίας, μια εφήμερη κουβέντα, ας πούμε, και να αποσπάσει μία διαχρονικά, δυνατή, καλή συνέντευξη.
Η «δημοσιογραφική παιδεία» είναι ανύπαρκτη στη χώρα μας. Δυστυχώς, το λέω βάσει των ταπεινών σπουδών που εγώ έκανα. Πώς να διδαχτεί, δηλαδή, η συνέντευξη; Υπάρχουν κανόνες; Καλύτερα σπούδασε ψυχολογία και όχι δημοσιογραφία αν θες να κάνεις καλές συνεντεύξεις.
— Πιστεύεις, παίζει ρόλο η προσωπική γνωριμία σε μία συνέντευξη ή μπορεί να κάνει τα πράγματα χειρότερα; Θέλω να πω, όταν γνωρίζεσαι καλά με τον άλλο, ξέρεις ποιον κάλο να μην πατήσεις, οπότε κάπου διστάζεις. Ή το 'χεις ξεπεράσει αυτό το στάδιο;
Έχεις πολύ δίκιο! Όταν συνδέεσαι με τον συνεντευξιαζόμενο προσωπικά, δύσκολα θα του «πάρεις» πράγματα που να ενδιαφέρουν ακόμα και σένα ως συνομιλητή του. Θέλω να πω πώς όταν έχεις με τον καλλιτέχνη ακόμα και μια καθημερινότητα, κάπου χάνεται η «μαγεία» μιας εκ βαθέων δημόσιας συζήτησης. Δεν ξέρω αν το 'χω ξεπεράσει, αφού αποφεύγω να κάνω συνεντεύξεις με καλλιτέχνες – φιλαράκια ή, αν το κάνω, θα 'ναι καθαρά στο πλαίσιο επικαιρότητας, που δεν μου λέει τίποτα.
Απ' την άλλη, οι καλύτερες συνεντεύξεις βγαίνουν καμιά φορά, όταν με τον καλλιτέχνη είστε κάθε άλλο παρά φίλοι. Σου θυμίζω, λόγου χάριν, ότι μία από τις πιο δυνατές συνεντεύξεις για τη LIFO ήταν αυτή με την Τάνια Τσανακλίδου, που συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο.
Με την Τάνια είχαμε «παρεξηγηθεί» προ ετών, όταν μαζί με τη Μυτιληναίου στο ραδιόφωνο μου είχαν σούρει τα εξ αμάξης για μία κριτική που είχα γράψει στο «Δίφωνο» για το τότε CD της – όχι τόσο η Τάνια, όσο η Μυτιληναίου, για να 'μαι ακριβοδίκαιος. Τέλος πάντων, ήταν η πρώτη φορά που τη συναντούσα ως απεσταλμένος της LiFO. Απ' την πρώτη στιγμή σαν να θέλαμε να απολογηθούμε ο ένας απέναντι στον άλλον για κάτι μάλλον χαζό που είχε συμβεί. Δεν έγινε με «συγγνώμες» κ.λπ. Έγινε με την Τάνια ξαπλωμένη σ' ένα καναπέ και με μένα καθιστό δίπλα της, με ένα μπουκάλι κρασί επίσης, ανάμεσα μας.
Πιστεύω ακράδαντα πως αν δεν είχε προηγηθεί εκείνη η άσχημη φάση, η Τάνια δεν θα είχε τόσο πλούσια εξομολογητική διάθεση. Να το πω αλλιώς, σαν να ήθελε να μου κάνει ένα πολύτιμο δώρο και γι' αυτό έγινε χείμαρρος και τα σάρωσε όλα, χαρίζοντας μου μία από τις καλύτερες συνεντεύξεις μου. Αποτέλεσμα: 13.000 shares μέσα σε λιγότερο από ένα 24ωρο, κάτι που δεν γίνεται κάθε μέρα με καμία συνέντευξη!
— Μη μου πεις ονόματα, αλλά υπήρξαν περιπτώσεις που ευχαρίστησες και σηκώθηκες να φύγεις, γιατί ο άλλος είχε τον χαβά του και δεν είχε σκοπό να πει τίποτα ουσιαστικό;
Όχι, δεν το έχω κάνει ποτέ αυτό. Μου έχει συμβεί, ακριβώς όπως το λες, να πάρω συνέντευξη από έναν μεγάλο Έλληνα τραγουδιστή στα ξεκινήματά μου, αρχές του 2000, που να 'ναι αδιάφορη και άγευστη. Ξέρεις, δεν είμαστε και θαυματοποιοί, δεν μπορούν όλες οι συνεντεύξεις μας να βγαίνουν υπεργαμάτες. Σήμερα πιστεύω πως ήμουν κι εγώ άπειρος, ήταν κι αυτός όμως μια όχι και τόσο έντονη προσωπικότητα. Τη συνέντευξη την παρέδωσα, δημοσιεύτηκε και την ξεχάσαμε όλοι. Εμένα όμως μου έγινε μάθημα και είπα πως τέτοιες συνεντεύξεις δεν ξανακάνω. Ευτυχώς δεν μου συνέβη άλλη φορά...
Εδώ να προσθέσω ότι δεν είναι και οι καλλιτέχνες υποχρεωμένοι να σε βλέπουν ως «ψυχαναλυτή» τους. Μπορεί να μην είναι σε εξομολογητικό mood, μπορεί να τους τη σπάει η φάτσα σου εκείνη την ώρα ή χίλια δύο άλλα πράγματα. Εσύ κάνεις τη δουλειά σου όσο μπορείς καλύτερα κι άμα δε βγει κάτι καλό, ε, δεν χάθηκε κι ο κόσμος.
— Ποια συνέντευξη δεν θα έκανες ποτέ; Δεν θα σ’ το επέτρεπαν οι αρχές σου και οι προσωπικοί αξιακοί κώδικες, άσ’ τη δεοντολογία…
Σίγουρα δεν θα δεχόμουν να συνομιλήσω με έναν ακραίο άνθρωπο, έναν δηλωμένο νεοναζί, ας πούμε. Τι να πεις μαζί του, να κάθεσαι ν' ακούς το παραλήρημα μίσους του; Μου δίνεις αφορμή να πω τώρα ότι γι' αυτό ακριβώς η ιστορία θα κρίνει και όσους δημοσιογράφους, κυρίως της τηλεόρασης, δέχτηκαν να ξεπλύνουν τους φασίστες ελέω μετρήσεων τηλεθέασης. Γιατί να κράζουμε δηλαδή 40 χρόνια τον Μαστοράκη για την εκπομπή του Πολυτεχνείου και να ξεχνάμε όσους δηλητηρίασαν τη νεοελληνική κοινωνία καθ' υπόδειξιν των καναλαρχών που παίζουν καλά τον ρόλο τους τελευταία; Πάντως, το ότι συνομιλώ αποκλειστικά σχεδόν με καλλιτέχνες, δεν μου δημιουργεί τέτοιου είδους προβλήματα και ανησυχίες.
— Τι νιώθεις, όταν σου ζητάνε να διαβάσουν τη συνέντευξη πριν δημοσιευτεί; Νιώθεις κάτι σαν οίκτο ή είναι μια αδυναμία που κάπως κατανοείς;
Καταρχάς δεν μου αρέσει αυτό, χωρίς να με θυμώνει κιόλας. Το κατανοώ κάπου, ειδικά όταν γίνεται από καλλιτέχνες με μεγάλη ιστορία που βασίζονται πολύ στη δημόσια εικόνα τους. Όλοι έχουμε κάνει το λάθος να παραδώσουμε συνεντεύξεις προς «έγκριση» των καλλιτεχνών, ειδικά στις αρχές.
— Τώρα πια; Πώς το αντιμετωπίζεις; Δίνεις το κείμενο «προς έγκρισιν»;
Πλέον δεν το κάνω, αλλά νομίζω πως δεν θα μου το ζητούσαν και οι ίδιοι, αφού ξέρουν καλά σε ποιον δίνουν συνέντευξη. Θυμάμαι τη συνέντευξη του Νταλάρα, πάλι για τη LiFO. Ο Νταλάρας, ξέρεις, έχει τόσο καλό δημόσιο λόγο που η απομαγνητοφώνηση είναι παιχνίδι, δεν αλλάζεις ούτε κόμμα, που λένε. Μου είχε ζητήσει τη συνέντευξη και το αρνήθηκα ευγενικά. Το ίδιο βράδυ τηλεφωνηθήκαμε, του τη διάβασα ολόκληρη και το μόνο που έκανε ήταν να προσθέσει δυο – τρία ονόματα που είχε ξεχάσει. Δεν το θεωρώ κακό αυτό, αλλά γενικά έως και θα τσακωνόμουν με κάποιον που θα γινόταν πιεστικός. Δεν μπορεί να 'σαι στο κουρμπέτι επί σειρά δεκαετιών και να θες να πατρονάρεις τις ίδιες σου τις συνεντεύξεις. Μοιάζει σαν να μην εμπιστεύεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό, όχι τον δημοσιογράφο απέναντι σου.
— Οι αναγνώστες που σε παρακολουθούν χρόνια ίσως να μην καταλαβαίνουν τη χρησιμότητα ενός βιβλίου με συνεντεύξεις, έστω και τεράστιων προσωπικοτήτων, όπως η Φέιθφουλ, ο Χριστιανόπουλος, η Φαραντούρη, όλοι αυτοί οι σπουδαίοι. Αν έπρεπε να τους εξηγήσεις το «γιατί» αυτού του βιβλίου, τι θα τους έλεγες;
Ως άνθρωπος των ντοκιμαντέρ και των βιογραφιών που είμαι, τρελαίνομαι να διαβάζω συνεντεύξεις. Να 'χουν ενδιαφέρον, όμως, διότι στο διαδίκτυο διαβάζεις δυστυχώς ό,τι πιο αδιάφορο και ασήμαντο μπορεί να πει ακόμη και ένας σημαντικός καλλιτέχνης. Μου 'χει τύχει να πηγαίνω να συναντήσω κάποιον και μια ώρα πριν να πω «δε μπαίνω να διαβάσω τι άλλο έχει πει αυτός παλιότερα;». Ειλικρινά, όπως μπαίνω, βγαίνω, αφού κινδυνεύω να ξενερώσω μαζί του. Οι κακές συνεντεύξεις δεν κάνουν κακό μόνο στον δημοσιογράφο, αλλά πρωτίστως στον συνεντευξιαζόμενο, γι' αυτό και όλοι πρέπει να 'ναι προσεκτικοί και επιλεκτικοί ως προς το σε ποιον θα μιλήσουν. Το βιβλίο αυτό μου το ζητούσε κόσμος εδώ και πολλά χρόνια μέσα από τα social media, που με διαβάζει και με παρακολουθεί.
Ένα βράδυ πρόπερσι, θυμάμαι, κατέβαινα τα σκαλιά του μετρό και μου λέει δυνατά μια άγνωστη μου γυναίκα: «Συγχαρητήρια». «Για ποιο πράγμα;», τη ρωτάω. «Για τις συνεντεύξεις σας! Βγάλτε ένα βιβλίο!»... Δεν ήξερα πού να κρυφτώ μες στον κόσμο, διότι κατά βάθος όλοι οι «φασαριόζοι» είμαστε και οι πιο αγοραφοβικοί άνθρωποι. Δεν ξέρω πραγματικά τι να πω στον κόσμο για να αγοράσει το βιβλίο μου, αν αυτό με ρωτάς. Ξέρω μόνο ότι μου αρέσει εμένα να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω καλές συνεντεύξεις σημαντικών προσώπων, πόσω μάλλον που εδώ, όπως και σε άλλα βιβλία του είδους, τα έχεις συγκεντρωμένα τα πρόσωπα αυτά.
— Πες μου μια στιγμή που ένιωσες δυσάρεστα για την επιλογή σου, που άλλο περίμενες και βρέθηκες απέναντι στην απόλυτη απομυθοποίηση –δεν αναφέρομαι αναγκαστικά στις προσωπικότητες του βιβλίου–, που μετάνιωσες που την έκανες, εξαιτίας των όσων άκουσες…
Θα σου πω, αλλά όχι με όνομα και δεν θα σου πω όνομα, γιατί τώρα δεν έχει κανένα νόημα, άπαξ και η συνέντευξη έχει δημοσιευθεί «ωραιοποιημένα»: μου έτυχε πριν από λίγα χρόνια να μου δώσει συνέντευξη μια ηθοποιός του παλιού κινηματογράφου που θεωρείται ακόμα «gay icon». Το ομοφοβικό της παραλήρημα δεν είχε προηγούμενο! Δεν θα ξεχάσω τη φράση της: «Τι θέλουν τα τραβέλια στη Βουλή;», μια και ήταν επίκαιρο τότε το θέμα της ταυτότητας φύλου.
Στο παρά πέντε, αποφάσισα να μην τα βάλω αυτά στη συνέντευξή της, παρόλο που η καλή φίλη μου, η Πάολα Ρεβενιώτη, με είχε συμβουλέψει να την «ξεμπροστιάσω». Πίστεψε με, δεν το έκανα για να «προστατεύσω» την ίδια, όσο για να μην απογοητευθεί ένα μεγάλο κομμάτι κοινού που την αγαπάει και την ακολουθεί. Βέβαια, αν ποτέ αναδημοσιευθεί η συνέντευξη σε ένα επόμενο βιβλίο, εκεί δεν θα σκεφτώ κανέναν και θα τη βάλω αυτούσια. Πάντως, δεν έχω μετανιώσει για καμία συνέντευξη, σπάνια με εκπλήσσουν δυσάρεστα οι συνομιλητές μου.
— Πώς αντιδράς στην αγένεια, το παραλήρημα μεγαλείου, την ευθεία προσβολή; Σε ρωτώ γιατί εδώ και χρόνια διαπιστώνω, σε τηλεοπτικές και έντυπες συνεντεύξεις, ότι ο δημοσιογράφος από αμηχανία θες, από σοκ θες, χαμογελάει, κάνει χιούμορ και προσπερνάει, χωρίς να πατήσει φρένο…
Εξαρτάται από την περίπτωση. Μου έχει τύχει να πάρω συνέντευξη από ηθοποιό και την ώρα της συνέντευξης να σηκωθεί όρθιος, να παίξει έναν σύντομο μονόλογο και μετά να μου πει «Πες μου, έχεις δει καλύτερη ερμηνεία απ' αυτή;» Εκεί, τι να πεις, με το ζόρι κρατήθηκα να μη σκάσω στα γέλια, αν και πάλι έχει ένα ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον – για το παραλήρημα μεγαλείου λέω. Του είπα απλά: «Είστε φοβερός, αλλά καθίστε να τα πούμε γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο»...
Αγένεια συνάντησα από τη Μαριάν Φέιθφουλ, ήταν σχεδόν απαίσια. Όση ώρα μου μιλούσε μ' αυτό το ξινισμένο ύφος της, με έβαλε ασυνείδητα σε ένα εξίσου επιθετικό mood. «Θα σε φτιάξω καλά εσένα», έλεγα από μέσα μου, «που έκανα ολόκληρο ταξίδι από την Αθήνα στο Παρίσι για να υποστώ την ξινίλα σου»... Τελικά, η συνέντευξη, παρότι διήρκεσε λίγο, εξελίχτηκε σε ένα είδος λεκτικού πινγκ πονγκ στην κόψη του ξυραφιού. Σήμερα πολύς κόσμος τη θυμάται, άρα ήταν μια καλή, δυνατή και ίσως αλλιώτικη για τα δημοσιογραφικά δεδομένα συζήτηση με μια ροκ σταρ.
Εμένα με «φτιάχνει» αυτή η διαδικασία, η σύνταξη μίας συνέντευξης, τα «στολίδια» που βάζω, η προφορικότητα που πάντα μεταφέρω στο γραπτό λόγο, σαν να γράφω ένα θεατρικό μονόλογο ή σαν να γνωρίζω καλύτερα τον συνομιλητή, αφού την ώρα της συνέντευξης κάτι μπορεί να μην «έπιασα» καλά.
— Όντως. Ωστόσο, μας έχουν εκπαιδεύσει στις ανούσιες, γρήγορες, αναμενόμενες συνεντεύξεις. Φταίει, πιστεύεις, η δημοσιογραφική μας παιδεία;
Η «δημοσιογραφική παιδεία» είναι ανύπαρκτη στη χώρα μας. Δυστυχώς, το λέω βάσει των ταπεινών σπουδών που εγώ έκανα. Πώς να διδαχτεί, δηλαδή, η συνέντευξη; Υπάρχουν κανόνες; Καλύτερα σπούδασε ψυχολογία και όχι δημοσιογραφία αν θες να κάνεις καλές συνεντεύξεις. Οφείλεις να διαβάζεις πολύ, να ενημερώνεσαι, να ασχολείσαι με τα δικά σου εσώψυχα και να ‘σαι και επικοινωνιακός. Το τελευταίο το πιστεύω 100%. Είναι χάρισμα να καταφέρνεις να ξεκλειδώνεις τον άλλον, κάτι που δεν γίνεται, αν δεν έχεις όλα τα παραπάνω προσόντα.
Γενικά, μόνο με πάθος ξεχωρίζεις σε οποιαδήποτε δουλειά κι αν κάνεις, αυτό έχω καταλάβει με τα χρόνια κι εύχομαι το δικό μου πάθος να διατηρηθεί για πολύ. Και, μιλώντας με κάθε ειλικρίνεια, μετά από κάθε ωραία συνέντευξη με νοιάζει το δικό μου συναίσθημα πληρότητας παρά των αναγνωστών μου.
— Τι σχέσεις κρατάς με τους ανθρώπους που έχουν περάσει από το μαγνητόφωνό σου; Υπάρχει μια σχολή –που, προσωπικά την ασπάζομαι– που λέει ότι καλό είναι να κρατάς σχέσεις ευγενούς απόστασης… Εσύ πού βρίσκεσαι;
Μετά από κάθε καλή συνέντευξη, δεν επιθυμώ να ξανακάνω συνέντευξη με το ίδιο πρόσωπο. Θεωρώ ότι τα είπαμε όλα κι αυτό δεν αλλάζει ότι κι αν κάνει καλλιτεχνικά στη συνέχεια, στο πέρασμα των χρόνων. Αυτό μου επιτρέπει να κρατάω μια φιλική σχέση, αλλά σπάνια θα γίνω κολλητός με κάποιον, κυρίως λόγω των συνθηκών της ζωής με τα πολλά «τρεχάματα» του καθενός. Μένει μια ζεστή γνωριμία. Αυτό μόνο.
— Αντώνη, την έχεις ψωνίσει ποτέ; Σε ρωτάω γιατί, κάποιος που έχει κάνει τόσες βιογραφικές συνεντεύξεις –σαν τους πιλότους ένα πράγμα με τις πολλές ώρες πτήσεις– νιώθει μια σιγουριά, μέχρι να βρεθεί εξ απήνης; Έχεις πιάσει τις αλλαγές που επιφέρει κάτι τέτοιο στον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζες και μιλούσες στους ανθρώπους από ένα σημείο και μετά;
Καλή ερώτηση! Αν η σιγουριά και η πίστη σ' αυτό που κάνεις θεωρείται «ψώνισμα», μπορεί να την έχω ψωνίσει και δεν έχω κανένα πρόβλημα. Θα είχα πρόβλημα αν έπαιρνα συνεντεύξεις άχρωμες, άοσμες και άγευστες. Όσο περνάνε τα χρόνια, όλο και πιο πολύ γουστάρω αυτό που κάνω. Για να καταλάβεις, ενώ υπάρχουν πια τα μέσα να κάνεις ηλεκτρονική απομαγνητοφώνηση, δεν θα το έκανα ποτέ. Η απομαγνητοφώνηση της Λίνας Νικολακοπούλου για τη LiFO μού έφαγε δύο ολόκληρα 24ωρα με διαλείμματα. Εμένα με «φτιάχνει» αυτή η διαδικασία, η σύνταξη μίας συνέντευξης, τα «στολίδια» που βάζω, η προφορικότητα που πάντα μεταφέρω στο γραπτό λόγο, σαν να γράφω ένα θεατρικό μονόλογο ή σαν να γνωρίζω καλύτερα τον συνομιλητή, αφού την ώρα της συνέντευξης κάτι μπορεί να μην «έπιασα» καλά. Η μόνη αλλαγή που επιφέρει η εμπειρία στην περίπτωση μου είναι να γίνομαι παθιασμένος με τη δουλειά μου κι αυτό πες το «ψώνιο» ή όπως αλλιώς θέλεις.
— Από αυτές τις 18 συνεντεύξεις –και επειδή ξέρω ότι πιέστηκες για να διαλέξεις– ποια είναι αυτή που τελικά ήταν πιο κοντά στην καρδιά σου;
Θα έλεγα δύο: Του Θόδωρου Αγγελόπουλου και του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Για μένα που σπούδασα κινηματογράφο και που η σκηνή αυτή με το άγαλμα του Λένιν πάνω στο πλοίο ακόμα μου προξενεί ρίγη, ήταν τεράστια υπόθεση να συνομιλήσω με τον Αγγελόπουλο. Η συνέντευξη ήταν να μπει τρισέλιδο στο “Culture” του «Επενδυτή» και τελικά μπήκε εξασέλιδο, ολόκληρη. Δύο μήνες πριν σκοτωθεί, ο Αγγελόπουλος μου είχε εκφράσει την επιθυμία η συνέντευξη να μεταφραζόταν στα γαλλικά και να έμπαινε ως πρόλογος σε μια γαλλική έκδοση για το έργο του. Δεν έγινε ποτέ αυτό και θεώρησα πως δεν υπήρχε περίπτωση να μην έμπαινε στο βιβλίο αυτό τώρα.
Για τη συνέντευξη με τον Χριστιανόπουλο, είχα πάει χωρίς ερωτήσεις, χωρίς τίποτα, αν και ποτέ δεν πηγαίνω με ερωτήσεις έτοιμες, σε κανέναν! Με συγκινεί το γεγονός πως ο κ. Ντίνος δεν είναι καλά πια στην υγεία του και πως δεν θα τη διαβάσει ποτέ, ενδεχομένως. Νιώθω σαν να διέσωσα κάτι από την αιρετική παρουσία του στα ελληνικά γράμματα και από το αναρχικό χιούμορ του. Για κάτι τέτοια, να πώς νιώθεις πραγματικά τυχερός για τη δουλειά που κάνεις!
— Πες μου ένα περιστατικό που δεν έχεις γράψει ποτέ, αλλά σου ‘γινε μάθημα.
Όταν ανέλαβε τη διεύθυνση του «Δίφωνου» η Στέλλα Βλαχογιάννη, προ δεκαετίας και βάλε, με πέταξε στα βαθιά κατευθείαν, μου ανάθεσε τις συνεντεύξεις – cover stories του περιοδικού. Κλείστηκε, έτσι, συνέντευξη κοινή των αδερφών Κατσιμίχα που είχαν πολλά χρόνια να μιλήσουν μαζί δημόσια, ήταν κάπως σαν το comeback τους. Ο Χάρης είχε αρχίσει να λέει τα ακραία τα δικά του, για την ακρίβεια είχε περάσει γενεές δεκατέσσερις πολλούς συναδέλφους του. Την επόμενη, ο αδερφός του, ο Πάνος, ζήτησε τη συνέντευξη και την ξανάστειλε πίσω εντελώς αλλαγμένη. Λίγα χρόνια μετά, διάβασα συνέντευξη του Χάρη σε άλλο έντυπο που έλεγε ακριβώς ό,τι είχε πει και σε μένα παλαιότερα και που φυσικά έκανε πάταγο. Δεν ήξερα με ποιον να θυμώσω: Με τον ίδιο, με τον Πάνο που δεν παρενέβη σε εκείνη την περίπτωση ή με τον συνάδελφο που μάλλον τους την «έφερε» και τα 'βγαλε όλα στη φόρα; Εκεί είπα πως «μετά την απομάκρυνση από το ταμείο κανένα λάθος δεν αναγνωρίζεται». Και δεν ξανάδωσα κείμενο σε κανέναν, εκτός περιπτώσεων που σου είπα προηγουμένως.
σχόλια