Μέσα στον Σεπτέμβριο διοργανώνονται στην Αθήνα τουλάχιστον πέντε μεγάλες συναυλίες – αφιερώματα, η μία πιο φιλόδοξη από την άλλη, σε εκλιπόντες καλλιτέχνες, πράγμα που δεν έχει ξανασυμβεί εδώ και πολλά χρόνια στην εγχώρια συναυλιακή κίνηση.
Η αρχή έγινε νωρίτερα, τον Ιούλιο, με τη μεγάλη μάζωξη στο Καλλιμάρμαρο για τον Τσιτσάνη (για χάρη της οποίας έκλεισαν οι γύρω δρόμοι και διακόπηκε η κυκλοφορία για αρκετές ώρες). Η συνέχεια εκτυλίχθηκε χθες στο Ηρώδειο, με τη φιλανθρωπικού χαρακτήρα συνάντηση που διοργάνωσε το Φεστιβάλ Αθηνών για τον Μάνο Ελευθερίου, ο οποίος πέθανε πριν από λίγες εβδομάδες. Τα έσοδα αυτής της διοργάνωσης θα διατεθούν στους πυρόπληκτους, ενώ τα ονόματα του τεράστιου line-up ανανεώνονταν μέχρι και την τελευταία στιγμή, λίγα εικοσιτετράωρα πριν από την έναρξη.
Σειρά έχουν ο Μάνος Λοΐζος (με το πιο περιορισμένο και «φειδωλό» line-up της Γαλάνη, του Δεληβοριά και της Νέγκα), ο Μάριος Τόκας (με Κότσιρα, Νέγκα κι εδώ, Πασχαλίδη κ.ά.), η Αρλέτα (εδώ το σχήμα είναι «όσοι πιστοί προσέλθετε» και περιλαμβάνει από τη Λένα Κιτσοπούλου και την Ντόρα Μπακοπούλου μέχρι την Angelika Dusk, την Παυλίνα Βουλγαράκη και ξένες συμμετοχές από τους Archive και τους Nouvelle Vague), ο Δημήτρης Μητροπάνος (μια από τα ίδια, μέχρι οι Μουζουράκης-Μαραβέγιας επιστρατεύτηκαν), ο Στέλιος Καζαντζίδης στο αφιέρωμα που του ετοιμάζει ο Γιώργος Μαργαρίτης.
Δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς σε πολλές περιπτώσεις τι σχέση έχουν κάποιοι από τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν με το τιμώμενο πρόσωπο –μουσικά, αισθητικά, ιδεολογικά–, πώς μπορούν να δέσουν καλλιτεχνικά και να συμπράξουν τόσο ετερόκλητα ονόματα επί σκηνής, στη διάρκεια μίας βραδιάς, με ποια κριτήρια, πέρα από τις εμπορικές βλέψεις των διοργανωτών και την ομαδοποίηση των δισκογραφικών, γίνεται η επιλογή αυτών των καλλιτεχνών.
Σε αυτή τη φετινή λίστα, με τιμώμενους καλλιτέχνες όμως που βρίσκονται εν ζωή, θα μπορούσαν να προστεθούν η συναυλία που ετοίμασε τον Ιούνιο ο Γιώργος Νταλάρας για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο (όπου συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, το γκρουπ της Μαρίνας Σάττι και ο Χρήστος Μάστορας από τις MELISSES), καθώς και το διήμερο του Θάνου Μικρούτσικου στο Θέατρο Βράχων, επίσης με πολλούς εκλεκτούς καλεσμένους.
Κι ενώ από εισπρακτική άποψη, οι πρώτες ενδείξεις δείχνουν αρκετά ενθαρρυντικές, ρίχνοντας μια προσεκτική ματιά στις λίστες με τους καλλιτέχνες που καλούνται να αποτίσουν, κάθε φορά, τον δικό τους φόρο τιμής, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς σε πολλές περιπτώσεις τι σχέση έχουν κάποιοι από αυτούς με το τιμώμενο πρόσωπο –μουσικά, αισθητικά, ιδεολογικά–, πώς μπορούν να δέσουν καλλιτεχνικά και να συμπράξουν τόσο ετερόκλητα ονόματα επί σκηνής, στη διάρκεια μίας βραδιάς, με ποια κριτήρια, πέρα από τις εμπορικές βλέψεις των διοργανωτών και την ομαδοποίηση των δισκογραφικών, γίνεται η επιλογή αυτών των καλλιτεχνών –και όχι άλλων που μπορεί να φαντάζουν «σχετικότεροι» ή πιο ταιριαστοί– και αν τελικά το μουσικό «τουρλουμπούκι» που προκύπτει είναι όντως φόρος τιμής ή καταλήγει σε «ασέβεια», τρόπον τινά, για τους θρύλους που υποτίθεται ότι τιμώνται.
Όπως και να 'χει, το διά ταύτα (δηλαδή οι εισπράξεις) θα δείξει αν αυτό το φαινόμενο θα έχει διάρκεια και μετά το 2018 – ή αν, επί παραδείγματι θα μπορούσε να λειτουργήσει τον χειμώνα, σε κλειστούς χώρους, των οποίων οι δυναμικές αλλά και οι ανάγκες του κοινού είναι εντελώς διαφορετικές. Μέχρι τότε, επιχειρούμε να χαρτογραφήσουμε το τοπίο με τη βοήθεια τριών δημοσιογράφων που ειδικεύονται (και) στο μουσικό ρεπορτάζ.
Δημήτρης Δουλγερίδης: «Δεν είναι όλες οι αφιερωματικές συναυλίες ίδιες»
Καταρχάς μπορούμε να διαχωρίσουμε τις συναυλίες με φιλανθρωπικό χαρακτήρα, μέρες που ζούμε. Στη συνέχεια μπορούμε να ακούσουμε με ενδιαφέρον τις ενστάσεις των καλλιτεχνών ότι δεν είναι «της μοδός» οι συναυλίες – αφιερώματα, αφού και στο παρελθόν η μαρκίζα με Τσιτσάνη, Λοΐζο, Χατζιδάκι γέμιζε τις κερκίδες. Ακόμη κι έτσι, πρόκειται για άλλο ένα ακόμη σύμπτωμα για τη γενική αμηχανία που επικρατεί στο ελληνικό ρεπερτόριο.
Ποια είναι, άλλωστε, η μόνιμη επωδός των ίδιων των καλλιτεχνών στις κατά καιρούς συνεντεύξεις τους; Ότι δεν γράφονται πλέον καλά τραγούδια (εκτός αν καλά τραγούδια ερμηνεύουν μόνο η Νατάσα Μποφίλιου και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, οπότε πάσο...). Τραγουδιστές και ακροατές επιστρέφουν ενίοτε στην ασφάλεια των «διαχρονικών» τραγουδιών, όπως κάποιος που επιστρέφει στην παιδική ηλικία, όταν περνάει κρίση: είτε επειδή τα τραγούδια είναι όντως αριστουργηματικά είτε επειδή η κεκτημένη ταχύτητα των μύθων σαρώνει τις αντιστάσεις.
Παρεμπιπτόντως, και το σουξέ στο οικογενειακό θέαμα των θεάτρων την τελευταία δεκαετία απ' την ίδια νοσταλγία προέρχεται: «Ζαμπέτας, το μιούζικαλ», «Καζαντζίδης, η ζωή του όλη», «Σμύρνη μου αγαπημένη», «Λωξάντρα» (ΚΘΒΕ), «Μαντάμ Σουσού» και πάει λέγοντας.
Καταλαβαίνω την ανάγκη για ποικιλία και «ελεγχόμενες» εκπλήξεις, αλλά μέχρι εκεί. Το anything goes απέχει ένα χειροκρότημα από το κιτς, ειδικά όταν καθένας δοκιμάζει ερμηνευτικούς κώδικες εκτός του δικού του πάλκου. Στην παλιότερη τιμητική συναυλία για τη Βίκυ Μοσχολιού, σε αρκετές ερμηνείες το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πόσο ακοπιάριστες ήταν οι δικές της. Το ίδιο σκέφτομαι όταν ακούω αφιερώματα πάσης φύσεως στον Καζαντζίδη. Και ο Notis τραγούδησε το «Υπάρχω». Η διαφορά ήταν όση ανάμεσα σε κλασικό μαύρο σακάκι και κροκοδειλέ σμόκιν.
Αντιθέτως, ο Μανώλης Φάμελλος θα μπορούσε να συμμετάσχει σε αφιερωματική συναυλία για τον Κουγιουμτζή μετά την επανεκτέλεση του «Κάπου νυχτώνει». Σε μια άλλη για τον Στράτο Διονυσίου θα έβλεπα τον Πορτοκάλογλου, που φόρεσε στα μέτρα του τον «Ξένο». Μεταξύ μας, έχω μεγαλύτερη περιέργεια για το πώς θα τραγουδήσει ο Μαραβέγιας τραγούδια του Μητροπάνου στη συναυλία του Ηρωδείου απ' όση για τον Μπάση ή τον Κότσιρα (που έχει τραγουδήσει, πάντως, εξαιρετικά το «Για μια Ντολόρες»).
Δεν είναι όλες οι αφιερωματικές συναυλίες ίδιες. Σ' αυτήν του Τσιτσάνη, για παράδειγμα (που είχε φιλανθρωπικό χαρακτήρα), η ορχήστρα και οι ενορχηστρώσεις ήταν υποδειγματικές, ενώ στο τέλος έμεναν και αρκετές διφωνίες ή επανεκτελέσεις. Φαντάζομαι ότι όλοι οι συντελεστές προσέρχονται στον χώρο της συναυλίας με τη σκέψη ότι κανείς δεν θεωρείται ιερός μέχρι να καταργηθεί ή ιερότητά του. Οπότε έχουν δικαίωμα να εκτεθούν στον μύθο όσο και ένας σκηνοθέτης που θέλει να ξαναγυρίσει το «Ψυχώ» του Χίτσκοκ. Κρίνονται όλοι εκ του αποτελέσματος – μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί άλλος τρόπος για να διακόψει το ακροατήριο το χασμουρητό του.
Αντώνης Μποσκοΐτης: «Η μόδα αυτή είναι κατευθυνόμενη και στόχο έχει το ταμείο και όχι το να τιμηθεί η μνήμη του καλλιτέχνη»
Ιστορικά αυτές οι συναυλίες δεν είναι κάτι καινούργιο. Αν, ας πούμε, σε λίγες μέρες γίνεται το αφιέρωμα στον Λοΐζο στο Ηρώδειο, θυμίζω πως ένα παρεμφερές αφιέρωμα είχε γίνει στον Λοΐζο το 1985, λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του. Αμέτρητα και τα αφιερώματα, «επίσημα» και «ανεπίσημα», στη μνήμη του Μάνου Χατζιδάκι, του Νίκου Ξυλούρη κ.ο.κ.
Φέτος, ωστόσο, πραγματικά έγιναν μόδα τέτοιου είδους αφιερώματα, με πιο τρανταχτά παραδείγματα αυτά στον Μητροπάνο και στην Αρλέτα. Η μόδα αυτή είναι σαφώς κατευθυνόμενη και με μία κάπως καχύποπτη σκέψη λέμε πως στόχο έχει το ταμείο περισσότερο και λιγότερο το να τιμηθεί η μνήμη του καλλιτέχνη που «έφυγε».
Σε μία εποχή που οι συναυλίες δεν πάνε και τόσο καλά και τα κονδύλια των δήμων, περιφερειών κ.λπ. έχουν μειωθεί σημαντικά, τι καλύτερο για κάποιους το στήσιμο μιας στάνταρ ευπώλητης συναυλίας έστω κι αν ως «όχημα» χρησιμοποιείται η εκμετάλλευση –θα μου επιτρέψετε– της μνήμης και του συναισθήματος;
Τα κριτήρια, λοιπόν, είναι κατά 80% εμπορικά, αφήνοντας ένα 20% μόνο για καλλιτέχνες που πραγματικά σχετίζονταν με τον εκλιπόντα. Ευθύνη βέβαια, και τη μεγαλύτερη μάλιστα, έχουν οι καλλιτέχνες που δέχονται να συμπράξουν, αφενός για να ταυτιστούν με έναν σημαντικό προκάτοχό τους (αμ δε), αφετέρου για να βρεθούν οι ίδιοι στην επικαιρότητα, που μπορεί να μην την έχουν καν ανάγκη. Απ' την άλλη, συχνά τα αφιερώματα στήνονται από συγκεκριμένες δισκογραφικές εταιρείες που προσπαθούν να «χώσουν» αδιάκριτα τους καλλιτέχνες τους, ειδικά αν ο εκλιπών ανήκε στο δυναμικό τους κιόλας.
Στην εποχή του απόλυτου «χύμα», το τι είναι ασεβές και τι όχι δεν μπορούμε να το πούμε με ακρίβεια. Εντάξει, δεν βλέπουμε ακρότητες, αλλά το ζήτημα της αισθητικής είναι το πιο βασικό. Προσωπικά τα ονόματα των συμμετεχόντων στα αφιερώματα αυτά πολλές φορές με κάνουν αρνητικό στη θέασή τους και ίσως και λίγο θυμωμένο, μιλώντας εκ των έσω αυτή τη στιγμή.
Όσο κι αν εκτιμώ και συμπαθώ τον Μουζουράκη ή τον Μαραβέγια, σίγουρα δε θα μου λείψουν σε ρόλο... Μητροπάνου. Ούτε μπορώ να γνωρίζω αν το αποτέλεσμα θα 'ναι άτεχνο. Μπορεί, παρόλες τις ενστάσεις που διατυπώνω τώρα, τα αφιερώματα να λειτουργούν άψογα σε ένα πιο νεανικό ή μάλλον αδαές κοινό. Ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρω.
Τέλος, τον Νοέμβριο στη μουσική σκηνή «Σφίγγα», στήνουμε ένα αφιέρωμα στη Φλέρυ Νταντωνάκη. Βασικός συντελεστής θα είναι ο συνθέτης και τραγουδιστής Ηλίας Λιούγκος, παιδί του Μάνου Χατζιδάκι και δημιουργός τραγουδιών της Φλέρυς επίσης. Με τον Λιούγκο εδώ και τρεις μήνες δουλεύουμε το πλάνο των συμμετοχών, γνωρίζοντας αμφότεροι ποιοι καλλιτέχνες θα μπορούσαν να συμπράξουν και που ανήκουν πραγματικά στην «οικογένεια» της Φλέρυς.
Χάρης Συμβουλίδης: «Νοσταλγία και παρελθοντολαγνεία στη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα»
Δεν ξέρω αν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε «μόδα» τις συναυλίες-αφιερώματα, με την έννοια ότι δεν έχουν ακριβώς παγιωθεί στη συναυλιακή μας ζωή. Προσωπικά το βλέπω περισσότερο ως ένα κύμα, το οποίο θα δοκιμάσει τη δυναμική του το φετινό φθινόπωρο.
Επίσης, υπάρχει και ένα παιχνίδι ήχων εδώ, με εξαιρετικό ενδιαφέρον για όσους θα μελετάνε αργότερα τις μουσικές μας ημέρες. Ας πάρουμε δύο παραδείγματα από τη σχετική ατζέντα του Σεπτέμβρη: Το «Αφιέρωμα στην Αρλέτα» ακούγεται ως κάτι «ασυνήθιστο», ενώ το «A Tribute to Leonard Cohen» ως κάτι «πολυφορεμένο».
Αυτό συμβαίνει γιατί στο εξωτερικό υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια μια ανθηρή βιομηχανία γύρω από την έννοια «tribute», που κάποτε υπήρξε όντως (και) μόδα. Σε εποχές λοιπόν όπου οι καλλιτέχνες καλούνται ολοένα και περισσότερο να επιβιώσουν μέσω των ζωντανών εμφανίσεων –ειδικά σε μια μικρή αγορά όπως η δική μας– είναι νομίζω λογικό και αναμενόμενο να γίνεται χρήση οποιασδήποτε μεθόδου έχει ήδη παγιωθεί διεθνώς.
Βεβαίως το όλο στοίχημα κάπου εδράζεται, όσον αφορά τον κόσμο. Εδώ όμως θα πρέπει να ανοίξουμε μια μεγαλύτερη συζήτηση για τον ρόλο της νοσταλγίας και της παρελθοντολαγνείας στη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα, η οποία αποτελεί παγκόσμια τάση, με πολύπλευρα αίτια. Τόσο μεγάλη, ώστε πλέον στήνονται δειλά, μα σταθερά, συναυλίες πεθαμένων καλλιτεχνών που εμφανίζονται ως ολογράμματα δίπλα σε πραγματικούς μουσικούς.
Δεν με ξενίζουν τα πολυσυλλεκτικά line-up. Ίσως και να παρέχουν μια δόση ίντριγκας, απαραίτητη για να κινητοποιηθεί κανείς και να πάει σε μια τέτοια συναυλία. Φαντάζομαι ότι και για τους ίδιους τους συμμετέχοντες καλλιτέχνες αποτελεί κίνητρο.
Στη δισκογραφική όψη του «αφιερώματος» τέτοια πειράματα κάθε άλλο παρά άγνωστα είναι. Και, ορισμένες φορές, έχουν βγάλει σε εκπλήξεις. Ποιος περίμενε να δει τον Marilyn Manson σε ένα tribute στους Ramones; Και όμως, πήρε τον ηλιόλουστο σαρκασμό του "The KKK Took My Baby Away" και τον μετέτρεψε σε εφιαλτικό θρίλερ. Ποιος περίμενε τους Sonic Youth να διασκευάσουν Carpenters; Είναι όμως έκτοτε ένας ορισμός της διασκευής το πώς ανέγνωσαν το "Superstar". Αλλά και στα καθ' ημάς αν μείνουμε, η επιλογή του Τζίμη Πανούση για ένα tribute στον Γιάννη Μαρκόπουλο εντάσσεται θεωρητικά στο «καμία μουσική σχέση». Στην πράξη, όμως, είπε το «Χρώματα Κι Αρώματα» με έναν πολύ δικό του τρόπο.
Φυσικά υπάρχουν και παραδείγματα που καταδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο. Τον τελευταίο καιρό έχω, ας πούμε, παρατηρήσει ότι ο Μίλτος Πασχαλίδης ερμηνεύει συχνά-πυκνά Δημήτρη Μητροπάνο σε συναυλίες. Όποιοι τον επαινούν για τα αποτελέσματα και ενθαρρύνουν αυτές του τις εξορμήσεις, προσφέρουν κατά τη γνώμη μου κακές υπηρεσίες και στον ίδιο και στις μνήμες μας περί Μητροπάνου. Βγαίνει ένας λεονταρισμός που, για τα δικά μου τουλάχιστον αυτιά, είναι και ακαλαίσθητος, αλλά και παράταιρος.
Εξαρτάται, βέβαια, ποιον ρωτάτε, αν λειτουργεί αυτή η αλληλεπίδραση των καλλιτεχνών επί σκηνής. Όσοι από τους έχοντες δημόσιο βήμα αντιλαμβάνονται σωστά την έννοια της κριτικής και διαθέτουν αισθητήριο και ακούσματα, μάλλον θα σας πουν ότι δεν πιστεύουν σε τέτοια αφιερώματα, καθώς συχνά αποτυγχάνουν ή επιτυγχάνουν μόνο κατά περιστάσεις.
Οι δικές μου «συμπάθειες» βρίσκονται σε αυτήν την όχθη, αν και πάλι υπάρχουν διαβαθμίσεις: καταλαβαίνω πολύ περισσότερο ένα αφιέρωμα σε έναν συνθέτη ή στιχουργό, από ένα αφιέρωμα σε τραγουδιστή, εκτός αν γίνεται με τους όρους λ.χ. που το κάνει φέτος τον Σεπτέμβρη ο Γιώργος Μαργαρίτης, όσον αφορά τον Στέλιο Καζαντζίδη.
Όμως ο κόσμος που πάει σε τέτοιες συναυλίες θέλει απλά την ευκαιρία να μετέχει σε ένα αγαπημένο κομμάτι και να το τραγουδήσει κι αυτός, ενώνοντας τη φωνή του με άλλους «συμπάσχοντες». Ανάγκη που μάλλον πολλαπλασιάζεται αν ο καλλιτέχνης έχει πεθάνει και δεν υπάρχει έτσι περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο από πρώτο χέρι. Είναι σχεδόν αγεφύρωτη η διάσταση των απόψεων, είναι εντελώς διαφορετικά τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται και είναι μεγάλη η συζήτηση για το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, ειδικά στις εποχές του ασύδοτου «εκδημοκρατισμού» που διανύει επί του παρόντος η μουσική εμπειρία.
Το σωστό, ωστόσο, είναι κάθε περίπτωση να αντιμετωπίζεται ξεχωριστά και όχι να βγάλουμε ένα γενικό στατιστικό πόρισμα, μετατρέποντάς το σε άτυπο «κανόνα».