Όταν έφυγε η Μαργαρίτα, ξεπρόβαλε σαν «οργανική ανάγκη», όπως θα έλεγε και η ίδια, η επιθυμία να γραφτεί η βιογραφία της. Όσα όμως κομμάτια από το παζλ της ζωής της κι αν είχαμε μαζέψει, δουλεύοντας τα ημερολόγιά της, πολλά είχαν χαθεί για πάντα.
Γνωριστήκαμε το 1999, τη χρονιά που εκδόθηκε το «Ναι», στα παλιά γραφεία της «Ωκεανίδας», όπου ήρθε να υπογράψουμε το συμβόλαιο του βιβλίου της. Είχε παρέα τον Lee και την Lou, δυο σκυλάκια Cavalier King Charles Spaniel (!), που μοιραζόταν με τη μητέρα της. Φορούσε ένα ολόλευκο φόρεμα Parthenis και χρυσά αθλητικά παπούτσια. Ήταν τυλιγμένη σε μια πράσινη μεταξωτή πασμίνα. Κάπνιζε ασταμάτητα, ανάβοντας το ένα Dunhill με την καύτρα του άλλου.
Η πασμίνα είχε τα πράσινα μάτια μιας τίγρης.«Πρέπει να διαβάζει κανείς την Καραπάνου όπως διαβάζουμε τον Ρεμπώ ή τον Μπλέηκ, όπως κοιτάμε την απόλυτη ομορφιά στο μάτι ενός τίγρη», είχε γράψει για την Κασσάνδρα και το λύκο ο συγγραφέας Τζέρομ Τσάριν («Le Monde», 22.11.1987). Η μαντίλα ήταν δώρο του Γάλλου εκδότη της. Το προηγούμενο καλοκαίρι τον είχε φιλοξενήσει στο σπίτι της Ύδρας.
«Είναι νοσηρά ευφυές, εντελώς αποκρουστικό, σαδιστικό χωρίς λόγο – μήπως η αφηγήτρια είναι σχιζοφρενής;», αναρωτιέται ένας διάσημος ξένος εκδότης, που απορρίπτει το χειρόγραφο της Κασσάνδρας. Ο Αμερικανός ατζέντης της Καραπάνου, Hyman R. Cohen, τότε σχολιάζει: «Τους φοβίζεις, Μαργαρίτα. Όμως και ο πρώτος που διάβασε Ντοστογιέφσκι, ανατρίχιασε από δέος».
Στα βιβλία της εφάρμοζε κινηματογραφικές τεχνικές, μοντάροντας μέχρι και την τελευταία στιγμή κεφάλαια, φράσεις και λέξεις. Το ίδιο έκανε και στη ζωή της. «Η ταινία μου πρέπει να είναι συνεχώς "σβήνω-τα-ίχνη-πίσω-μου", "σβήνω-τις-πατημασιές-μου-στην-άμμο"», σημείωνε προφητικά σε ηλικία τριάντα ενός χρόνων στο ημερολόγιό της για ένα σενάριο που δούλευε.
Μερικά βήματά της όμως διακρίνονται ακόμη στην άμμο...
«Σ' εμένα το γράψιμο ενώνεται απόλυτα με τη ζωή μου»
Η οικογένειά της Μαργαρίτας Καραπάνου, από την πλευρά της μητέρας της, κρατάει από τους Τρικούπηδες. Ο παλαιότερος γνωστός πρόγονός τους ήταν ο κουρσάρος Λιβέριος, απ' όπου και προήλθε τ' όνομα Λυμπεράκη. Προπάππος της ήταν ο Γεώργιος Φέξης, ο πρώτος «επαγγελματίας» εκδότης του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, ο άνθρωπος που μας σύστησε τον Λόρδο Βύρωνα, τον Ουγκώ, τον Νίτσε, τον Ντοστογιέφσκι.
Η Μαργαρίτα Καραπάνου γεννιέται στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1946. Την ίδια χρονιά η μητέρα της, Ρίτα Λυμπεράκη, έχοντας χωρίσει με τον δικηγόρο και ποιητή Γεώργιο Π. Καραπάνο, ταξιδεύει στο Παρίσι με την αδερφή της, τη γλύπτρια (και σύζυγο του Μόραλη) Αγλαϊα Λυμπεράκη. Στην Ελλάδα έχουν μόλις εκδοθεί τα Ψάθινα καπέλα της από τον «Γαλαξία». Εκείνην ωστόσο έχει αρχίσει να την κερδίζει σταδιακά το θέατρο – και η Γαλλία.
«Μεγάλωσα ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Γαλλία», θα πει η Μαργαρίτα, «ανάμεσα σε δυο κουλτούρες και δυο γλώσσες». Έτσι, από το Μαράσλειο διδασκαλείο θα βρεθεί οικότροφος στο Cours de la Terrasse στο St Germain en Laye, το αγαπημένο προάστιο Γάλλων βασιλέων και καλλιτεχνών. Εκεί έζησαν οι αγαπημένοι της Σελίν, Μπατάιγ και Αρτό. Εκεί έγραψε τον Κόμη Μοντεχρίστο ο Δουμάς. «Ήταν μια κόλαση. Οι δάσκαλοι, το φαγητό, όλα!», θα πει η ίδια αργότερα.
Στο College Sevigne στο Παρίσι ολοκληρώνει το 1962 τον πρώτο κύκλο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (B.E.P.C.), και από το Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας θα πάρει το 1964 το Baccalaureat. Μετά το θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς Σαπφώς (μητέρας της Λυμπεράκη) θα επιχειρήσει να σπουδάσει φιλοσοφία στη Σορβόννη και κινηματογράφο στο περίφημο Ινστιτούτο Ανωτέρων Κινηματογραφικών Σπουδών (IDHEC), στις ίδιες αίθουσες απ' όπου περνούν και οι Αλάν Ρενέ, Λουί Μαλ, Κώστας Γαβράς, Θόδωρος Αγγελόπουλος, κ.ά.
Μερικά χρόνια αργότερα, στην Ελλάδα πια, ολοκληρώνει την πρώτη (και τελευταία) της ταινία. Την ονομάζει «Νύχτες»: «Ήταν φρικτή, δηλαδή τόσο φρικτή που την έχω κλειδώσει σ' ένα ντουλάπι κι εύχομαι να λιώσει το φιλμ, αλλά δεν λειώνει το άτιμο – την κοιτάω κάθε δυο χρόνια και είναι τέλειο!», λέει σε μια συνέντευξή της. «Ο Παντελής Βούλγαρης, που την είχε δει τότε, μου είχε πει πως ήταν η πιο καλή ταινία μικρού μήκους που είχε δει εκείνο το χρόνο – αλλά όταν είδα τις άλλες ταινίες εκείνης της χρονιάς (δεν λέω ποιας), δεν ήταν πια κομπλιμέντο...»
Στο μεταξύ όμως, από το 1967 βρίσκεται ξανά στην Αθήνα και σπουδάζει παιδαγωγικά, τη μοντεσσοριανή μέθοδο. Κι αυτή η κατοπινή «επαγγελματική» σχέση της με τα νήπια είναι που θα πυροδοτήσει το λογοτεχνικό της ντεμπούτο, με την επώδυνη γέννα ενός παράξενου, τρομερού παιδιού: της Κασσάνδρας...
«Οι μεγάλοι συγγραφείς μεταδίδουν τη μυρωδιά των λέξεων»
Η μικρή Κασσάνδρα διαβάζει τον Πουφ το αρκουδάκι, αλλά προτιμάει το Στρίψιμο της βίδας του Χένρι Τζέιμς, και το πάρτι που της άρεσε περισσότερο ήταν αυτό που πήγε με τον Πέτρο τον υπηρέτη – όπου οι άντρες ήταν ντυμένοι Κυρίες, και κάνανε παράξενα πράματα.
«Είναι νοσηρά ευφυές, εντελώς αποκρουστικό, σαδιστικό χωρίς λόγο – μήπως η αφηγήτρια είναι σχιζοφρενής;», αναρωτιέται ένας διάσημος ξένος εκδότης, που απορρίπτει το χειρόγραφο της Κασσάνδρας. Ο Αμερικανός ατζέντης της Καραπάνου, Hyman R. Cohen, τότε σχολιάζει: «Τους φοβίζεις, Μαργαρίτα. Όμως και ο πρώτος που διάβασε Ντοστογιέφσκι, ανατρίχιασε από δέος».
Στην αρχή σκέφτεται να ονομάσει το βιβλίο της Η ώρα του λύκου. Αργότερα αλλάζει γνώμη: «Κατέληξα στον τίτλο Η Κασσάνδρα και ο Λύκος», γράφει στον Hy Cohen. «Ο λύκος υπάρχει ακόμη, όπως και τ' όνομα Κασσάνδρα, που περικλείει κάποιο μυστήριο. Και τα δυο μαζί υπονοούν ένα ερωτικό, τρομαχτικό παιχνίδι, και δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα παιδικού παραμυθιού».
Η Κασσάνδρα τελικά θα κυκλοφορήσει πρώτα στη Γαλλία, τον Μάρτιο του 1976, σε μετάφραση της συγγραφέως, και στις ΗΠΑ τον επόμενο μήνα, σε μετάφραση του Νικ Γερμανάκου, του ανθρώπου που με τη βοήθεια του Κίμον Φράιερ και του Έντμουντ Κήλυ, των δυο σπουδαιότερων μεταφραστών στ' αγγλικά των μεγαλύτερων Ελλήνων ποιητών, την έχει φέρει σ' επαφή με τον Αμερικανό ατζέντη της.
Τον δρόμο όμως του βιβλίου έχουν ήδη ανοίξει δημοσιεύσεις αποσπασμάτων του σε διάσημες λογοτεχνικές επιθεωρήσεις του εξωτερικού, όπως το αμερικανικό περιοδικό Antaeus, όπου η άγνωστη ακόμη Καραπάνου βλέπει το αδημοσίευτο έργο της να φιγουράρει πλάι στα διηγήματα του Γιούκιο Μισίμα, του Πέτερ Χάντκε και της Τζόυς Κάρολ Όουτς. Και το αμερικανικό περιοδικό Publishers Weekly αμέσως επισημαίνει (Ιούνιος 1974): «Μαργαρίτα Καραπάνου. Η πρώτη δημοσίευση μιας συγγραφέως που ζει στην Αθήνα – και αξίζει την προσοχή μας».
Στην πατρίδα της η Κασσάνδρα θα σταθεί θριαμβευτικά στους πάγκους των βιβλιοπωλείων το φθινόπωρο του 1976 από τον «Ερμή». Η χούντα έχει πέσει, κι εκείνη επιστρέφει από το εξωτερικό με εντυπωσιακά διαπιστευτήρια: «Ένα βιβλίο αιχμηρό σαν αχινός, απρόβλεπτο σαν τις Φαντασίες του Beaumanoir μεταφρασμένες από τον Μπατάιγ, και που κάθε σελίδα του έχει τη σεξουαλική φόρτιση των 'εξομολογήσεων' της Άννα Ο. στον Φρόιντ», γράφει η γαλλική Le Figaro (4.6.1976), ενώ το New Yorker (2.8.1976) βρίσκει «καθηλωτικό» τον «αγνό σαδομαζοχισμό» της Κασσάνδρας.
Ο Κίμον Φράιερ μιλάει για τον «θρίαμβο» ενός «έξοχου, μεγαλειώδους βιβλίου», ενός «σπαρταριστού, ηθικού κατηγορώ του κόσμου των ενηλίκων» (World Literature Today, Άνοιξη 1977) και οι Sunday Times (23.7.1978) χαιρετίζουν αυτό το «συνταρακτικό πρώτο μυθιστόρημα, που διαθέτει την ποιητική βία ενός εξορκισμού».
Ενώ ο Αμερικανός συγγραφέας Τζον Απντάικ σε άρθρο του στους New York Times (9.9.1979) θεωρεί την Καραπάνου εφάμιλλη με τον μεγάλο Πολωνό συγγραφέα Μπρούνο Σουλτς («τον μεγαλύτερο ριζικό μετατροπέα του κόσμου σε λέξεις»), αναγνωρίζοντάς της πως κατάφερε να γράψει για την παιδική ηλικία με μια πρωτόγνωρη «λυρική ωμότητα». Και σε προσωπική επιστολή του προς την ίδια θα της αναγνωρίσει: «Μου ήρθανε στο νου ο Προυστ, ο Κοζίνσκι και ο Λιούις Κάρολ. Εσείς, όμως, έχετε βρει εδώ μιαν αλήθεια, που κανένας απ' αυτούς τους τρεις συγγραφείς δεν έπιασε».
Και η Μαργαρίτα; Τι ονειρεύεται τώρα; «Είμαι έξω από τον εκδοτικό οίκο Robert Laffont (!) ή μάλλον μέσα και... σφουγγαρίζω! Ο φόβος μου είναι τέτοιος που τόλμησα να γράψω και να εκδοθώ, που μέσα στο όνειρο υποβιβάζω τον εαυτό μου σε σφουγγαρίστρα... Γιατί;»
«Να γράψω, να γράψω, να λυτρωθώ»
«Οι άνθρωποι με είπαν τρελό», έγραφε ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, «αλλά ακόμη δεν έχει δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν η τρέλα δεν είναι η ανώτερη μορφή ευφυίας».
Μαζί με το χειρόγραφο του «Ναι», το συνταρακτικό μυθιστόρημα που έγραψε νοσηλευόμενη σε ψυχιατρική κλινική, η Μαργαρίτα Καραπάνου δίνει στην εκδότρια της «Ωκεανίδας» και το άρθρο της Kay Redfield Jamison, καθηγήτριας στην Ιατρική σχολή του πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς, με τίτλο «Μανιοκατάθλιψη και δημιουργικότητα», υπογραμμισμένο σε καίρια σημεία.
Ουίλιαμ Μπλέικ, Βιρτζίνια Γουλφ, Άλφρεντ Λορντ Τένισον, Σύλβια Πλαθ, Αν Σέξτον, Βαν Γκογκ, Τσαρλς Μίνγκους... Δεν είχε τελειωμό ο κατάλογος των ονομάτων στο κείμενο της ψυχιάτρου, που εξέταζε τη σχέση των ψυχικών νοσημάτων με την καλλιτεχνική έκφραση, παρατηρώντας πως κάποτε η δημιουργικότητα, όπως στην περίπτωση του Ρόμπερτ Σούμαν, αγγίζει το ζενίθ της σε καταστάσεις μανίας.
«Πάσχω από την αρρώστια του "μήπως;"», θα γράψει η Καραπάνου. «Και είναι η μανιοκατάθλιψη. Είναι δύο πόλοι... Άρρωστη, καλά, άρρωστη, καλά, άρρωστη...» Μια ασθένεια από την οποία κάποτε θα βγει νικήτρια – «με την πολύ βαθιά έννοια».
Ανάμεσα στα δεκατέσσερα μέλη της επιτροπής του γαλλικού Βραβείου Καλύτερου Ξένου Μυθιστορήματος, που της απένειμε ομόφωνα το 1988 το βραβείο για τον Υπνοβάτη, ήταν και ο Maurice Nadeau (ιδρυτής του λογοτεχνικού περιοδικού La Quinzaine Litteraire), ο Georges Belmont (διευθυντής της θρυλικής λογοτεχνικής σειράς Pavillons του γαλλικού εκδοτικού οίκου Robert Laffont, ο πρώτος που κατάφερε έπειτα από αλλεπάλληλες δίκες να εκδώσει και να επιβάλει τον Χένρι Μίλερ στη Γαλλία), ο εκδότης Ivan Nabokov (ανιψιός του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ), αλλά και συγγραφείς όπως η Viviane Forrester, ο Robert Sabatier, και ο Michel Tournier. Το ίδιο βραβείο είχε πάρει και ο Τσίρκας το 1972 για τις Ακυβέρνητες Πολιτείες, αλλά και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που την αμέσως επόμενη χρονιά τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Και η Μαργαρίτα; «Η αρρώστια είναι ένας αναίτιος φόνος. Διότι η αρρώστια προκαλεί πόνο. Κι είναι αναίτιος».
«Κουβαλάω πάντα σαν κατάρα την ίδια δίψα για αγάπη»
«Μπορούμε να ξεπεράσουμε τους γονείς μας μέσα από την αγάπη μας γι' αυτούς», θα πει. «Την αγάπη που μάς έδωσαν, να την μεταθέσουμε αλλού, σε άλλους ανθρώπους, σε έργα. Αλλιώς, χωρίς αγάπη, η ζωή δεν έχει νόημα».
Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ κατάφερε ν' ανασυνθέσει λογοτεχνικά τη ζωή ενός ανθρώπου από τα βιβλία του. Αλλά πώς μπορεί κανείς να ανασυνθέσει τη ζωή μιας συγγραφέως που δηλώνει ότι «η λογοτεχνία είναι μέσα στο πετσί μου. Δεν είναι κάτι που έχω μάθει. Είναι κάτι που είμαι»; Μιας έφηβης που μεγαλώνει μοναχικά στη σκιά της Σιμόν ντε Μποβουάρ, του Σαρτρ, του Ιονέσκο, του Καμύ και του Πικάσο; Ενός χαρισματικού κοριτσιού που στα δεκατρία του διαβάζει Ζιντ, Ουάιλντ, Ζολά, Μπατάιγ και ντε Σαντ;
Ίσως ξεκινώντας από το τέλος της διαδρομής. Από το βιβλίο που είχε δίπλα της, στο κομοδίνο, στο διαμέρισμά της στη Δεξαμενή: Το Αναζητώντας το χαμένο χρόνο.