Προτιμώ να λέω ότι πηγαίνω κάπου παρά ότι φεύγω από κάπου. Όταν ήρθα στην Αθήνα, όμως, το 1992, περνώντας στο πανεπιστήμιο, ήταν η εποχή που απλώς ήθελα πια να φύγω από το σπίτι μου.
Το παράδοξο, βέβαια, είναι ότι ερχόμουν στην Αθήνα για να ζήσω εκεί όπου κάποτε ζούσαν ο πατέρας μου και ο παππούς μου. Τελικά, η Αθήνα ολόκληρη συμπυκνώνεται ως ανάμνηση παιδικών χρόνων στην οικογενειακή πολυκατοικία.
Θυμάμαι τα μωσαϊκά στο δάπεδο που με εντυπωσίαζαν, μια και στα Γιάννενα δεν ήταν τόσο συνηθισμένο αυτό το μοτίβο. Και τη μυρωδιά του κτιρίου: 26 οικογένειες, 26 κουζίνες, 26 μπουγάδες. Για μένα, που μεγάλωνα σε μονοκατοικία, αυτό το συλλογικό ερέθισμα ήταν εντελώς αλλόκοσμο για την όσφρηση.
Αυτή είναι η Αθήνα που έχω στο κεφάλι μου: οι ομορφάσχημες πολυκατοικίες, βγαλμένες από το μυαλό του εργολάβου. Μια θέα όταν βαδίζεις και κοιτάζεις ψηλά, άλλη θέα όταν κοιτάζεις τις ταράτσες από ψηλά.
• Το ερώτημα αν είναι όμορφη ή όχι η Αθήνα έχει τελειώσει. Αυτή είναι, είναι ωραία και, κυρίως, μου αρέσει. Και τη μέρα και τη νύχτα. Εκτός από τον Αύγουστο. Είναι ανησυχητική η ησυχία στην αυγουστιάτικη Πανεπιστημίου.
Καλώς ή κακώς, τα πάντα διαμορφώνονται με τη διεκδίκηση της αποτύπωσης της παρουσίας μας σε έναν συγκεκριμένο τόπο, μια δεδομένη στιγμή. Άλλος χτίζει πυραμίδες και τον Παρθενώνα, άλλος χαράσσει στο μνημείο ή στο δέντρο «Σ' αγαπώ» επειδή θεωρεί ότι θα το δει κάποιος που θα περάσει μετά από πολλά χρόνια.
• Η χαρά της άφιξης στην Αθήνα από τα Γιάννενα, όπου μεγάλωσα, ξεκινούσε από το Ρίο-Αντίρριο, αφού από τη στιγμή που περνούσες απέναντι ήσουν σχεδόν εκεί. Και όταν αντίκριζα τους θεαματικούς γερανούς στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά, μετά από εφτά ώρες ταξίδι με το αυτοκίνητο, ένιωθα ότι έφτανε η στιγμή της μεγάλης δικαίωσης.
Ζώντας στην Αθήνα αρχικά ως φοιτήτρια, πριν ακόμη συνειδητοποιήσω ότι οι πνιγηροί μικρόκοσμοι υπάρχουν παντού, νόμιζα ότι έφτασα στη γη της ελευθερίας. Και ακριβώς επειδή ποτέ δεν είχα δίλημμα μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας, μου ήταν προτιμότερες η μοναξιά και η σκληρότητα της μεγάλης πόλης.
Επίσης, δεν έχω μάθει στον φόβο και αυτό είναι κάτι που έχει να κάνει με το οικογενειακό περιβάλλον. Όπως και το ότι πρέπει να σκέφτομαι ελεύθερα. Κάτι σαν εντολή. Αναγκαστικά. Πρέπει να σκέφτεσαι «ελεύθερα».
Σαν τη σκηνή από την ταινία The Life of Brian των Monty Python, όπου ο Ιησούς-Brian λέει στο συγκεντρωμένο πλήθος ότι δεν χρειάζεται να ακολουθήσει Εκείνον, ότι πρέπει να είναι αυτόνομοι και το πλήθος από κάτω κραυγάζει με μια φωνή: «Ναι, ναι, είμαστε όλοι διαφορετικοί! Ναι, ναι, είμαστε αυτόνομοι!». Κι όταν ένας τολμά να διαφοροποιηθεί, το πλήθος τον επαναφέρει στην τάξη.
Έτσι μεγαλώσαμε, λοιπόν, στο σπίτι. Με το παράδοξο ότι πρέπει να σκεφτόμαστε ελεύθερα και, κυρίως, ότι πρέπει να σκεφτόμαστε. Τελεία.
• Έχω μετακομίσει τόσες φορές, που είναι να απορείς. Αλλά για μένα το να ζω στο κέντρο είναι θέμα αρχής. Ανήκω σε αυτούς που τους αρέσουν το μπετόν και το τσιμέντο. Δεν θεωρώ ότι είναι πιο ωραίο το σπίτι με την κεραμοσκεπή και τα κουκλίστικα κιονόκρανα από ένα κτίριο του αθηναϊκού μοντερνισμού.
Θα ήθελα να είχαν αφήσει τον Ζενέτο και τον Δοξιάδη να κάνουν πιο πολλά σε αυτή την πόλη. Το κτίριο που όποτε το βλέπω σκέφτομαι ότι χαραμίζεται είναι το Πολεμικό Μουσείο. Νομίζω ότι είναι το αγαπημένο μου κτίριο επί της Βασιλίσσης Σοφίας.
• Προέρχομαι από τη γενιά των ανθρώπων που εκπαιδεύτηκαν κι εργάστηκαν εντός και εκτός συνόρων. Και δουλεύω, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου.
Είμαι αυτό που λέμε «παλιά ασφαλισμένη», αφού τα πρώτα μου ένσημα είναι από το Μέγαρο Μουσικής, όπου δούλεψα το 1992, με το που πέρασα στο πανεπιστήμιο δηλαδή.
Εν ολίγοις, έχω περάσει από όλα τα στάδια της παραγωγής ενός πολιτιστικού οργανισμού και από διαφορετικά πόστα. Δεν φοβόμουν ποτέ να στέλνω βιογραφικά και δεν είμαι από αυτούς που ζήτησαν από τους γονείς τους να σηκώσουν το τηλέφωνο για χάρη τους. Ούτε εκείνοι το θέλησαν ποτέ.
Γι' αυτό ακριβώς και θέλω να βλέπω τα βιογραφικά που μου στέλνουν στη Στέγη, επειδή ξέρω τι σημαίνει να στέλνεις ένα βιογραφικό και να μην το βλέπει κανείς. Ξέρω όμως καλά και τι σημαίνει να δουλεύεις και να μη βολεύεσαι.
Το θέμα είναι πως ακόμα και τώρα, όταν με ρωτάνε τι δουλειά κάνω, είναι πιο εύκολο να απαντήσω πού εργάζομαι παρά πώς λέγεται το επάγγελμά μου.
Όπως όταν σπούδαζα Μουσικολογία, όλοι άκουγαν «ψυχολογία», έτσι και τώρα, όταν λέω στα ελληνικά «πολιτιστική διαχείριση», πρέπει να εξηγώ.
Πάντως, μετά βεβαιότητας, αυτή η δουλειά προϋποθέτει να έχεις τα απαραίτητα εργαλεία. Ο πολιτισμός δεν είναι μια αφηρημένη λέξη. Αλλάζει συνειδήσεις.
Οι δρόμοι μιας κοινωνίας περνούν αναγκαστικά από τον πολιτισμό και την παιδεία. Μόνο μέσα από αυτά τα οχήματα μπορεί κανείς να καταλάβει από τι κινδυνεύουν οι κοινωνίες, να αντιληφθεί ότι ο φανατισμός γεννάει τον φασισμό και πως είναι κάτι επικίνδυνο.
• Δεν είμαι άνθρωπος της εξοχής, για να μην πω ότι δεν είμαι ούτε άνθρωπος της φύσης. Μπορώ να διασχίσω εκατό φορές την Αθηνάς και να χαζεύω τα καταστήματα με τα εργαλεία, αλλά να θαυμάζω το ποτάμι καθήμενη στην όχθη πάνω από τρεις φορές τον χρόνο αποκλείεται.
Ευχαριστιέμαι να περπατάω στις περιοχές όπου χτυπάει η καρδιά του εμπορίου, εκεί όπου ανακατεύονται οι άνθρωποι: «πόλεις είναι τα μέρη όπου μπορείς να συναντήσεις αγνώστους».
Ρίξε με όπου θες, προσαρμόζομαι εύκολα, αν και μου ταιριάζουν περισσότερο οι πόλεις με ιδιορρυθμίες και τραύματα: Αθήνα, Αλεξάνδρεια, Βηρυτός, Νάπολη, Mexico City, Τόκιο. Για πότε γίνομαι ντόπια, ούτε που το καταλαβαίνω.
Στατιστικά μιλώντας, έχω καταλήξει ότι δεν μου πάνε οι «όμορφες πόλεις». Με πνίγει η ανία της υπερτακτοποιημένης ομοιομορφίας. Ξέρεις τι λένε οι Άγγλοι; Ο παράδεισος για το κλίμα, η κόλαση για την παρέα. Διαλέγω την παρέα.
• Οδηγώ πολύ. Και έχω τις διαδρομές μου με την απαραίτητη μουσική, για να είναι ολοκληρωμένη η εκτόνωση. Πηγαίνω σε μέρη που συνδυάζουν τη σκληρή αλήθεια με τη ματαιωμένη μεγαλομανία.
Δεν πάω εκεί γιατί θέλω να παριστάνω τον αφ' υψηλού παρατηρητή. Απλώς, εκεί νιώθω καλύτερα. Εκεί μένουν οι περισσότεροι φίλοι μου, άλλωστε. Κυρίως, δεν θέλω να βρίσκομαι σε άρνηση ως προς αυτό που συμβαίνει.
Πηγαίνω στις δύσκολες γειτονιές για να καταλαβαίνω ποια είμαι και τι κάνω, για να αντιλαμβάνομαι πώς δουλεύει η χώρα μου σε πολιτικό επίπεδο. Και ενώ κυκλοφορώ πολύ, δεν μπορώ να πω ότι βγαίνω. Μεγαλώνοντας, ήρθε το εστιατόριο και εκτόπισε το μπαρ από τις συνήθειές μου.
Αυτό που δεν μπορώ είναι αυτή η τάση του υποτιθέμενου εξευγενισμού της αυθεντικής ταβέρνας. Μπορούμε να κόψουμε τη μανία του chic; Τη σιχαίνομαι τη λέξη chic. Δεν μου αρέσει, όπως και τα μπεζ σπίτια με τα ωραία, μπεζ μαξιλάρια στους μπεζ καναπέδες και τα ανθάκια στις ταπετσαρίες των τοίχων. Αυτή η αποφυγή της κακοφωνίας μην τυχόν μαγαριστεί το καλό γούστο με τσακίζει.
• Δεν έχω σχέση με τη νοσταλγία. Ούτε ελάχιστη. Πιστεύω στο παρόν και μόνο. Ούτε φωτογραφίες μου αρέσει να έχω γύρω μου «από τα παλιά». Δεν μπορώ αυτό το «τι ωραία ήταν!» λες κι έκαναν όλοι Πρωτοχρονιά στη Μεγάλη Βρετανία. Δεν μου λέει τίποτα η νοσταλγική ανάμνηση. Το τέλος μιας σχέσης έρχεται όταν λες «θυμάσαι τότε που...».
Ούτε με το μέλλον έχω καμιά μανία. Το μέλλον του μέλλοντος είναι το παρόν. Και στη δουλειά μας έτσι λειτουργούμε. Οι επιλογές μας, κληρονομιά για τους επόμενους.
Καλώς ή κακώς, τα πάντα διαμορφώνονται με τη διεκδίκηση της αποτύπωσης της παρουσίας μας σε έναν συγκεκριμένο τόπο, μια δεδομένη στιγμή. Άλλος χτίζει πυραμίδες και τον Παρθενώνα, άλλος χαράσσει στο μνημείο ή στο δέντρο «Σ' αγαπώ» επειδή θεωρεί ότι θα το δει κάποιος που θα περάσει μετά από πολλά χρόνια.
Είναι μεγάλη ιστορία η σχέση του εφήμερου με το μόνιμο. Περίεργο μου φαίνεται που δεν σου μιλάω για δουλειά. Αλλά, για να σου πω την αλήθεια, η Αθήνα είναι η λέξη που λέμε πιο πολύ όλοι μας στο Ίδρυμα Ωνάση όταν κάνουμε όνειρα και σχέδια, όταν αναρωτιόμαστε γιατί υπάρχουμε, τι αξίζει και τι θέλουμε να κάνουμε. Πρέπει να έχεις όραμα κι αυτό δεν μπορεί να είναι μόνο να κάνεις παραγωγές. Είναι κάτι περισσότερο από αυτό.
• Xαρακτηριστική περίπτωση ανθρώπου με όραμα είναι ο Νίκος Καραθάνος. Έτσι γεννήθηκε. Και έτσι δουλεύει. Ξέρει να πιάνει το τοπικό και να το κάνει παγκόσμιο, με την έννοια της παγκόσμιας αλήθειας.
Ο Καραθάνος, ως δημιουργός, ποτέ δεν καμώνεται κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι. Γίνεται ο ίδιος Αριστοφάνης. Ξεσηκώνει τον κόσμο γύρω του και κάνει κάτι αγκαλιές που δεν χορταίνονται. Βλέπω πώς τον περιμένουν τα παιδιά στο γραφείο.
Δεν βλέπω την ώρα να πετάξουμε όλοι μαζί για τη Νέα Υόρκη τον Μάιο. Δεν έχεις ιδέα τι χαρά έχουμε που οι Όρνιθες έγιναν δεκτοί σε αυτό το υπέροχο θέατρο.
Το λέγαμε από την αρχή με τον Νίκο. Να δεις που θα δούμε το μπαλόνι της παράστασης να ανεβαίνει δίπλα από τη γέφυρα του Μπρούκλιν. Είναι μια χαρά εθνική, σαν να έχει νικήσει η εθνική ομάδα στο ποδόσφαιρο, πριν ακόμη κατέβει στο γήπεδο.
• Πάντα τα πήγαινα καλά με το διάβασμα. Ξέρεις τώρα πώς είναι αυτά. Εκεί έβρισκα τις λύσεις. Ειδικά στα βιβλία συγγραφέων που ζούσαν κατεξοχήν προβληματικές ζωές. Στις λέξεις των αλκοολικών και των αυτοχείρων.
Αυτές τις μέρες διαβάζω πάλι Ετέλ Αντνάν. Τρομερή γυναίκα. Παλιότερα, είχα την ενοχή του μισοτελειωμένου βιβλίου. Τώρα, αν δεν μου αρέσει, το παρατάω εύκολα.
Έχω δαιμόνια μνήμη. Όταν ζω κάτι ωραίο, κάτι μικρό και συγκινητικό, με πιάνω να λέω στον εαυτό μου «αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ». Μαζεύω στιγμές. Αυτή είναι η μόνη μου συλλογή. Και τα μολύβια από τα ξενοδοχεία.
• Τελευταία, λέω ότι θα κατακτήσω τον επόμενο στόχο της ζωής μου, την ελαφρότητα. Όχι την αβάσταχτη, την άλλη. Καλά τα πάω. Στρώνω σιγά-σιγά και αποδραματοποιώ τα ασήμαντα με ταχύτητες πρωτόγνωρες.
Είμαι επιρρεπής στην απόλαυση του δράματος, αλλά εδώ και λίγα χρόνια έχω συμπτύξει τις διαδικασίες ανάρρωσης από βλακώδεις καταστάσεις.
Λέω να αρχίσω να απομυθοποιώ τα άκρα. Όχι, δεν εννοώ αυτό που λέμε «μεταξύ ύψους και βάθους». Για μένα το ύψος και το βάθος είναι ένα: το γελοίο και το μεγαλειώδες, μαζί.
• Είναι ωραίο να σου ανοίγονται οι άνθρωποι, ειδικά οι εσωστρεφείς. Κι εγώ θέλω να ανοίγομαι. Αυτό που δεν βαριέμαι ποτέ είναι να κουβεντιάζω με φίλους και αγνώστους, για δουλειά, για παιδιά, για σχέσεις.
Στο κάτω-κάτω, τι αξίζει πιο πολύ; Οι αγαπημένοι μας. Έρωτες, φιλίες, «μου είπε», «του είπα», «έτσι μου ήρθε να του πω...», «του το είπες;», «όχι», «ε, τότε, τι;». Αυτά είναι τα θέματα. Και παρ' ότι βαριέμαι το κουτσομπολιό, απολαμβάνω την αφιλτράριστη κουβέντα.
Και να εκτεθείς λίγο παραπάνω, τι έγινε; Λίγο-πολύ, όλες οι ζωές, κάπου συναντιούνται. Ο παππούς μου έλεγε να μην εμπιστεύομαι άνθρωπο που δεν πίνει ποτέ. Δίκιο είχε.
Τι άλλο μου αρέσει; Η αδρεναλίνη. Είναι το καύσιμό μου. Και η ευφυΐα. Πιο πολύ από τη μόρφωση. Και η αληθινή ευγένεια, όχι το πρωτόκολλο. Και η γενναιοδωρία. Και οι ακατέργαστες αγκαλιές. Είμαι τυχερή που συνάντησα στη ζωή μου τον καλύτερο σύντροφο.
• Στις κόρες μου θα ήθελα να αφήσω την επιθυμία, τη διάθεση και την περηφάνια της αυτονομίας, του να μην ετεροκαθορίζονται, να μην εξαρτώνται από το τι θα άρεσε στους άλλους, ούτε καν από το εύγε του Δήμου και των Σοφιστών.
Να νοιάζονται πραγματικά για τους άλλους και να συνειδητοποιούν την τύχη τους, αν είναι ισχυρές, και παράλληλα να αντιλαμβάνονται ότι όλοι βράζουμε στο ίδιο καζάνι.
Γι' αυτό και θα ήθελα να κάνουν αυτό που επιθυμούν πραγματικά για εκείνες και όχι για να γίνουν αρεστές. Με λίγα λόγια, απλώς να είναι ο εαυτός τους. Αυτό και τίποτε άλλο.
Tο άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO