Γεννήθηκα στη Γουμένισσα, μια επαρχιακή κωμόπολη στον νομό Κιλκίς. Τα παιδικά μου χρόνια τα θυμάμαι πολύ όμορφα, γιατί το μέρος όπου μεγάλωσα είναι μικρό, οπότε είχαμε απόλυτη ελευθερία να παίξουμε και να απομακρυνθούμε, πηγαίνοντας σε άλλες γειτονιές. Ξέρανε όλοι ποιανού παιδί είμαι από τη φάτσα μου. Αλωνίζαμε, γεμάτοι ανεμελιά. Ανεβαίναμε σε δέντρα, παίζαμε τα πάντα.
• Ο πατέρας μου είχε φορτηγό, οπότε έλειπε πολύ συχνά από το σπίτι. Η μητέρα μου εργαζόταν, οπότε έπρεπε να αναλάβω ευθύνες από μικρή. Μεγάλωσα αρκετά αυστηρά, δεδομένου ότι ήμουν ζωηρό παιδί. Δεν μου απαγόρευαν να κάνω πράγματα με τα οποία χαίρεται ένα παιδί, αλλά υπήρχαν κανόνες, όρια. Ούτε ήμουν από αυτά που δεν τα μάλωναν καθόλου. Έπαιζα συνέχεια με τα αγόρια, μπάσκετ, ποδόσφαιρο, ξύλο, με τα ποδήλατα, με τα μηχανάκια αργότερα ‒ έπρεπε να με μαζεύουν. Όμως δεν δημιούργησα ποτέ σοβαρό πρόβλημα στους γονείς μου, τους άκουγα.
• Η αδερφή μου και ο αδερφός μου έπαιζαν μπάσκετ στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Εγώ ήμουν μικρή, ήθελαν να με παίρνουν μαζί τους. Μου έβαζαν τη φανέλα τους, που μου ερχόταν μέχρι τον αστράγαλο, μου ’διναν την μπάλα, που ήταν πιο μεγάλη από εμένα και καθόμουν στον πάγκο, αυτές ήταν οι παραστάσεις μου. Η Γουμένισσα, παρότι είναι ένα μικρό μέρος, είχε ομάδα μπάσκετ και ένα κλειστό γυμναστήριο και αυτό ήταν σημαντικό για την εξέλιξή μου.
Προφανώς πρέπει να κάνουμε πάρα πολλούς συμβιβασμούς γιατί δεν ζούμε μόνοι μας – η δική σου ελευθερία σταματά εκεί που ξεκινά του άλλου. Προφανώς ζούμε σε μια εποχή που τα πράγματα δεν είναι εύκολα, από εκεί και πέρα θεωρώ ότι έχουμε ελευθερία στο να επιλέξουμε τι συμβιβασμούς θα κάνουμε.
• Μετά ήρθε το ’87, ήμουν εννιά χρονών. Θυμάμαι που βγήκαμε όλοι στους δρόμους. Υπήρχε ευφορία, ήταν όλοι χαρούμενοι. Πανηγυρίζαμε. Είχαμε όλοι τις σημαίες στα μπαλκόνια μας, στην πλατεία του χωριού είχαν στήσει τηλεοράσεις. Τους έβλεπα όλους ‒και τον μπαμπά μου‒ να πανηγυρίζουν. Αυτή η χαρά σού μεταδίδεται, είτε το καταλαβαίνεις είτε όχι. Το δεύτερο που θυμάμαι είναι να σηκώνουν το τρόπαιο οι ήρωές μας. Οπότε σκέψου να βλέπω το εθνόσημο, τη γαλανόλευκη εμφάνιση, την ελληνική σημαία, το τρόπαιο, τους αθλητές και να λέω «θέλω να γίνω σαν αυτούς», χωρίς να ξέρω τι σημαίνει αυτό.
• Ξεκινάω να παίζω. Από τις αλάνες στο σχολείο, από το σχολείο σε σύλλογο. Το ’90 βγήκε το πρώτο μου δελτίο. Στους πρώτους μου αγώνες, θυμάμαι, χάναμε με μεγάλη διαφορά. Απ’ ό,τι μου λένε, πείσμωνα πάρα πολύ. Έκλαιγα πολύ μετά της ήττες.
• Ο πατέρας μου κάπου στο γυμνάσιο-λύκειο δεν ήταν πολύ θετικός με το όλο θέμα του μπάσκετ. Τον ενοχλούσε το ότι έλειπα πολλές ώρες από το σπίτι, ότι κάποιες φορές γυρνούσα πολύ κουρασμένη, και το έβλεπε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο που τα έκανα όλα αυτά, τον βαθμό στον οποία τα έκανα. Θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό σκηνικό, που γύρισα κάποια στιγμή από έναν αγώνα μπανταρισμένη, με πατερίτσες. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αντίδρασή του. Όρμησε στους υπεύθυνους της ομάδας και σ’ εμένα και είπε ότι δεν θα ξανάπαιζα μπάσκετ: «Τέλος, αυτό ήταν».
• Χρησιμοποιούσαμε διάφορα τεχνάσματα για να μη του λέμε ότι πάω προπόνηση. Όταν γυρνούσα το βράδυ στο σπίτι η μαμά δεν θα άναβε το θερμοσίφωνο για να κάνω μπάνιο, θα έκανα το πρωί, πριν πάω σχολείο. Έπρεπε να μη δει τα ρούχα μου ιδρωμένα. Άλλαζα φεύγοντας από το σπίτι. Είχα την κάλυψη της μαμάς και των αδελφών μου. Και ο προπονητής μου τους είχε από κοντά πολλά χρόνια. «Είναι καλή η μικρή, είναι καλή».
• Ήμουν ένα παιδί που απλώς έπαιζε μπάσκετ. Θεώρησα ότι κάποια στιγμή στο λύκειο θα με ζορίσουν οι γονείς μου να διαβάσω και όλο αυτό θα τελειώσει. Πριν συμβεί αυτό, όμως, ο προπονητής μου μού είπε ότι μπορούσα να παίξω στην εθνική ομάδα. Αυτό ήταν για μένα το σημείο που κλείδωσαν όλα.
• Κανόνισε, λοιπόν, να πάμε μαζί στη Θεσσαλονίκη και να παρακολουθήσουμε προπόνηση της Εθνικής Νεανίδων, με ένα-δυο χρόνια μεγαλύτερες αθλήτριες. Κανόνισε να με βάλει στην προπόνηση και να με δει. Ήμουν πολύ πίσω σε φυσική κατάσταση, σε αθλητικά προσόντα, παντού. Αισθάνθηκα ντροπή, είχα άγχος. Μετά την προπόνηση με έπιασε ο ομοσπονδιακός προπονητής, ο κ. Μεντηλίδης –ο οποίος έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο αργότερα‒, και μου λέει: «Είσαι μια παίκτρια που έχεις ταλέντο, σαν κι εσένα έχω εκατό σε όλη την Ελλάδα. Ήρθες εδώ τώρα γιατί πιστεύουμε ότι μπορεί να είσαι εδώ σε δύο χρόνια, αλλά για να τα καταφέρεις πρέπει να δουλέψεις πάρα πολύ. Να θυμάσαι ότι όταν εσύ κοιμάσαι κάποιος άλλος δουλεύει». Γυρίσαμε, λοιπόν, πίσω στη Γουμένισσα και από εκείνη την ημέρα ξεκίνησα να κάνω προπόνηση έξι-επτά ώρες, δεν με άφηναν παραπάνω.
• Όταν το ’96 με κάλεσαν στην Εθνική Νεανίδων, δεν πίστευα ότι θα κατάφερνα να μπω στη δωδεκάδα. Αλλά είχα κάνει κάποια πρόοδο, κάποια βήματα, ήμουν στις δεκαέξι καλύτερες της Ελλάδας. Όσο έβλεπα μια ανταμοιβή, μεγάλωνε η επιθυμία μου να το κάνω πιο σωστά/να γίνομαι καλύτερη. Έπαιξα, λοιπόν, στην Εθνική Νεανίδων, πήραμε μια διάκριση, που ήξερα ότι μου έδινε άνευ σε πανεπιστήμιο, οπότε ηρέμησα τους γονείς μου. Αφού έπαιξα στην Εθνική Νεανίδων, έβαλα στόχο να παίξω στην Α1.
• Η πιο δύσκολη στιγμή τότε ήταν όταν έπρεπε να κάτσω απέναντι από τον πατέρα μου και να του πω «μπαμπά, θέλω να φύγω από το σπίτι και να πάω να παίξω μπάσκετ». Θα έβρισκα τρόπο να πάω, αλλά ήθελα την ευχή του έτσι κι αλλιώς. Έτρεμε το φυλλοκάρδι μου, είχα αυτό το άγχος, πώς θα του μιλήσω. Γιατί ο πατέρας μου ήταν εξαιρετικός πατέρας, αλλά είχαμε πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας και δεν ήταν ποτέ φίλος μου. Στο μπάσκετ, μέχρι ένα σημείο, ήταν οk, αλλά μετά έλεγε κι αυτός: «Τι θα κάνεις, κορίτσι μου, στη ζωή σου; Τι εννοείς “θα παίξω μπάσκετ;”». Τη στιγμή που του το είπα δεν ήμουν μόνη μου, ήταν μαζί ο αδελφός και η μαμά μου. Είχε γίνει πριν, για κάνα δυο χρόνια, φοβερή προετοιμασία απ’ όλους στην οικογένεια, και από τον προπονητή μου. Το ότι περάσαμε στο πανεπιστήμιο χάρη στη διάκριση ήταν καθοριστικό, αλλιώς δεν ξέρω πώς θα γινόταν. Ήθελα να ανοίξω τα φτερά μου. Να φύγω, όπου κι αν ήταν αυτό.
• Η καλύτερη στιγμή που έζησα με τον πατέρα μου ‒γιατί τον έχω χάσει‒ είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Κάποια στιγμή έρχονται οι γονείς μου εδώ, βλέπουν όλους τους αγώνες και παίρνουμε την πρόκριση στην οχτάδα. Το γήπεδο είναι γεμάτο, φωνάζει το όνομά μου, χειροκροτούν, τελειώνει ο αγώνας και βγαίνω να τους χαιρετήσω. Ο πατέρας μου με αγκαλιάζει, με φιλάει, κλαίει και λέει «με έκανες τόσο περήφανο που μπορώ αύριο να πεθάνω». Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
• Ήρθε το 2009. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα έβγαινα MVP. Ήθελα πάντα να βελτιώνομαι, να βοηθάω την ομάδα μου, να παίξω σε καλύτερη ομάδα την επόμενη χρονιά, να πάω στο WNBA, αν μπορώ. Αυτά κυνηγούσα. Τέλειωσε το τουρνουά και ήμουν όντως πρώτη σκόρερ, καλύτερη παίχτρια. Εγώ απλώς δούλευα, ήθελα να γίνω καλύτερη. Το όνειρό μου ήταν να πάω στην Αμερική.
• Όταν έμαθα για την Αμερική, έκλεισα το τηλέφωνο και πανηγύριζα μέσα στο σπίτι σαν τρελή ένα ολόκληρο βράδυ. Είχα 220 σφυγμούς. Ήταν από τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου, καλύτερη και από πρωτάθλημα. Είχα χαρά και ήξερα ότι θα άφηνα τον εαυτό μου να χαρεί μία μέρα γιατί την άλλη ξεκινούσε προπόνηση και σε άλλο επίπεδο. Με πολύ πόνο.
• Προετοιμάστηκα, φυσικά, όσο καλύτερα μπορούσα. Πάντα νόμιζα ότι δεν ήμουν καλά προετοιμασμένη, ότι δεν θα τα κατάφερνα. Αλλά έλεγα «δεν πειράζει, εγώ θέλω απλώς να πάω και ας κάτσω στον πάγκο, και ας δίνω νερά, και ας κάνω αέρα με τις πετσέτες». Δεν με ενδιέφερε. Πήγαινα από τη Γουμένισσα στην Αμερική, στον μαγικό κόσμο του NBA και ήθελα να δω πώς είναι.
• Προσγειώνομαι στο αεροδρόμιο. Το ζω. Δεν το πιστεύω. Έλεγα: «Θεέ μου, σε ευχαριστώ». Απ’ έξω με περιμένει μια λιμουζίνα. Πηγαίνω στο Κονέκτικατ. Τότε αντιλαμβάνομαι τις έννοιες «μεγάλος οργανισμός», «μεγάλο γεγονός» από παντού. Εγώ είμαι από την Ελλάδα, που δεν έχουμε αντίστοιχα γήπεδα, αποδυτήρια, ντουλαπάκια, ζεστό νερό, δεν έχουμε θέρμανση, και πάω σε ένα γήπεδο όπου σήμερα παίζει ο Γιάννης. Έχω το δικό μου ντουλαπάκι, τη δερμάτινη καρέκλα μου. Κάποια στιγμή τρέχουν και δέκα άτομα γύρω σου γιατί μπορεί να θες να φτερνιστείς και δεν έχεις χαρτομάντιλο.
• Πήγαινα σούπερ-μάρκετ και πέρα από το ότι με αναγνώριζαν όλοι γιατί ήμουν NBA player, οι μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι μου έδιναν τη σειρά τους. Δεν ήθελα να περάσω μπροστά τους, γιατί έτσι με έχουν μάθει από το σπίτι μου, και δεν υπήρχε περίπτωση να το δεχτούν.
• Έκανα ταξίδια σε όλη την Αμερική, έχω πολλές εικόνες. Έπαιξα στο Madison Square Garden, έχω σκύψει κι έχω φιλήσει το παρκέ. «Είμαι από τη Γουμένισσα και έχω έρθει στο κέντρο του κόσμου». Εκεί μέσα έχουν έρθει θεοί και ιερά τέρατα της μουσικής, του κινηματογράφου, του αθλητισμού. Έπαιξα πολύ. Σε επτά παιχνίδια ξεκίνησα στην πεντάδα. Δηλαδή έζησα το απόλυτο, όπου κλείνουν τα φώτα και παρουσιάζεται μόνο η πεντάδα και ακούω το «from Greece, number nine…».
• Έχω ταξιδέψει πολλές φορές στα δεκατρία χρόνια που έπαιξα έξω. Κάποιες φορές με σφίξιμο, κάποιες με κλάμα, κάποιες φορές με τίποτε από όλα αυτά. Όταν έφυγα για την Αμερική ένιωθα χαρά. Ούτε γύρισα να κοιτάξω τους φίλους μου, δεν τους χαιρέτησα. Τους είπα «άντε, γεια» και ότι δεν θα ξαναγυρίσω. Ευτυχώς, ξαναγύρισα.
• Όταν ήμουν γύρω στα είκοσι πέντε είχα βάλει στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι θα σταματήσω στα τριάντα πέντε, θα κάνω οικογένεια κ.λπ. Ψέματα. Φτάνω, λοιπόν, τα τριάντα τέσσερα και λέω στον εαυτό μου: «Πόσο να ’χω; Άλλον ένα χρόνο; Άλλα δύο;» Ήμουν όμως αποφασισμένη και είχα βάλει ανθρώπους γύρω μου να με ταρακουνήσουν, γιατί ήθελα να αποσυρθώ σε υψηλό επίπεδο.
• Στα τριάντα πέντε επιστρέφω στην Εθνική, γιατί απείχα για τέσσερα χρόνια. Είμαι εν ενεργεία, παίζω σε ομάδα υψηλού επιπέδου, παίζω Ευρώπη, δεν είναι ότι είμαι στο σπίτι μου και παίζω σε μια ομάδα που πέφτει κατηγορία, και λέω ότι θέτω τον εαυτό μου και πάλι τη διάθεση της ομάδας. Γυρίζω λοιπόν. Πάει κι αυτό, φτάνω τριάντα εφτά. Έχω πρόταση για άλλο ένα διετές συμβόλαιο και είμαι σε καλή κατάσταση σωματικά. Λέω «εντάξει, αυτό είναι και τέλος». Είχαμε μπροστά μας ένα Παγκόσμιο, λέω: «Εντάξει, θα πάω». Σε τραβάνε κι αυτά που γίνονται.
• Πέρασε η χρονιά, γυρίζω Ελλάδα. Θεώρησα ότι εδώ θα κλείσω την καριέρα μου. Τελειώνω τη σεζόν με τον Ολυμπιακό και αποφασίζω ότι θέλω να κλείσω την καριέρα μου στο εξωτερικό. Οπότε παίζω έναν ακόμη χρόνο. Κατάλαβα ότι έχω κάνει υπέρχρηση στο σώμα μου. Το έβλεπα να διαμαρτύρεται. Αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να σταματήσω. Ο λόγος, βέβαια, που έγινε αυτό τότε ήταν ότι δεν είχα αγώνα με την εθνική ομάδα. Έφυγα χορτάτη. Δεν με κινητοποιούσε τίποτα πια.
• Το παίρνω απόφαση, γράφω ένα γράμμα, ρίχνω κλάμα, είμαι μισή ώρα πάνω από το enter. Το πατάω, φεύγει. Έχει οριστικοποιηθεί, ανακοινώνεται. Παίρνει μια διάσταση που δεν την περίμενα. Τρώω το μεσημέρι και ξαφνικά παίζουν όλα τα κανάλια ότι σταμάτησα να παίζω μπάσκετ. Δεν το καταλάβαινα γιατί στην Ελλάδα δεν μας έχουν συνηθίσει τις γυναίκες αθλήτριες σε τέτοια προβολή, και μάλιστα σε ένα άθλημα που είναι τόσοι τεράστιοι αθλητές μπροστά μου, πάντα άνδρες και δεν υπάρχουμε πουθενά. Δεν περίμενα να συμβεί αυτό επειδή σταμάτησα να παίζω.
• Όταν σου ανακοινώνουν, λοιπόν, ότι η Ελληνική Ομάδα Καλαθοσφαίρισης (ΕΟΚ) θέλει να σε βραβεύσει για την προσφορά σου, αισθάνεσαι ότι κάποιος έχει αναγνωρίσει κάτι. Σου λέει: «Μπράβο, προσπάθησες». Η ΕΟΚ σε τιμά μέσα σε ένα κατάμεστο γήπεδο με 10.000 κόσμο, με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο παρόντα, με παραταγμένες τις εθνικές ομάδες ανδρών Ελλάδας και Σερβίας. Δεν είμαι παιδί που παίρνουν τα μυαλά του αέρα. Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη.
• Πάω να φύγω και δεν σταματάνε να χειροκροτούν. Ήταν κάτι τεράστιο για μένα. Ευχαριστώ τον κόσμο για το χειροκρότημα, ευχαριστώ την ομοσπονδία για τη σκέψη. Εγώ δεν θεωρώ ότι έχω κάνει κάτι σπουδαίο. Δεν ανακάλυψα φάρμακο. Δεν βοήθησα τον κόσμο να σωθεί από κάτι, όμως ήταν το δικό μου ταξίδι, με τις δικές μου ανησυχίες, και ο χώρος μου με τίμησε.
• Νιώθω εδώ και πάρα πολλά χρόνια ένα χρέος να μεταλαμπαδεύσω όσα έμαθα. Τα τελευταία χρόνια στην εθνική ομάδα ήμουν αρχηγός και μεγαλώνοντας, ωριμάζοντας και συζητώντας με προπονητές κ.λπ ήθελα να φύγω από το κομμάτι του σταρ και του πρωταγωνιστή και να γίνω κάτι πιο σημαντικό. Όταν άρχισαν τα παιδιά να μας αναγνωρίζουν, σκεφτόμουν τι πρέπει να τους λέμε, πώς πρέπει να τους το λέμε, πώς να τους το δείχνουμε. Επειδή κι εγώ ήμουν έτσι ως παιδί, πήγαινα βάσει των προτύπων. Αυτό έχει ξυπνήσει από πολύ νωρίς μέσα μου, σίγουρα έχει μια δεκαετία. Το να δώσουμε πράγματα στα παιδιά, να είμαστε δίπλα τους, να τους βοηθήσουμε, να τους μιλήσουμε. Σίγουρα θαυμάζουν κάποιους αθλητές και κάποιος πρέπει να τους δείξει πού μπορούν να πάνε.
• Χαίρομαι πάρα πολύ που δεν είμαι διψασμένη για πρωταθλήματα ως προπονήτρια. Δεν με αφορά. Αν με πιάσεις και μου πεις θέλω να πάρουμε μαζί το πρωτάθλημα, θα σου απαντήσω ότι θέλω να δώσουμε στα παιδιά όνειρα, δρόμους, τρόπους. Πιστεύω ότι μέσα από τον αθλητισμό μπορούμε να δημιουργήσουμε καλύτερους πολίτες και κατ’ επέκταση καλύτερη κοινωνία, οπότε αυτό πρέπει να υπηρετήσω. Άμα μου βγει, μου βγήκε.
• Είναι δύσκολος ακόμα στη χώρα μας ο ρόλος της γυναίκας. Και εγώ για να καταξιωθώ και να νιώσω εσωτερική ικανοποίηση έπρεπε να φύγω από εδώ. Ήμουν δεκατρία χρόνια έξω. Δεν έγινα η Μάλτση παίζοντας εδώ ή, μάλλον, όχι μόνο εδώ. Αν έπαιζα μόνο εδώ, δεν θα έλεγες «εντάξει, όμως δεν έπαιξε και σε καμιά πολύ μεγάλη ομάδα. Δεν πήγε Ευρώπη»; Απλώς οι άντρες εδώ έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν, οι γυναίκες όχι.
• Η αιτία που συμβαίνει αυτό στη χώρα μας νομίζω ότι έχει να κάνει λίγο με την κουλτούρα μας. Είμαστε, πιστεύω, ακόμα λίγο πίσω στα θέματα με τις γυναίκες. Πραγματικά, όμως, πιστεύω ότι αυτό αλλάζει. Θέλουμε πολλά χρόνια ακόμη για να φτάσει στα επίπεδα που θέλουμε, αλλά θα γίνει. Κι εμείς είμαστε εδώ για να το σπρώχνουμε λίγο παραπάνω, για να ανοίγουμε τον δρόμο. Ξεκινάει καθαρά από κει. Μη ξεχνάς ότι και ο δικός μου ο πατέρας ήταν έτσι - «εσύ είσαι γυναίκα, τι θα κάνεις, δεν θα κάνεις οικογένεια; Θα παίζεις μπάσκετ; Αυτό είναι αντρικό άθλημα». Ναι αλλά τι θα γίνει όταν η κόρη σου – γιατί έτσι ξεκινάει όλη η ευαισθητοποίηση και η αλλαγή – από τις κόρες – σου πει ότι μέσα από αυτό εκφράζομαι, μέσα από αυτό βρίσκω τον εαυτό μου και μέσα από αυτό γίνομαι ο άνθρωπος που είμαι; Οκ, τώρα δεν είμαι 16 και 25. Είμαι όμως η Εβίνα, που μέσα από το μπάσκετ μπόρεσα να βρω τον εαυτό μου. Τι γίνεται εκεί; Θα ήθελες να σου λένε «Η κόρη σου να πάει να πλύνει κάνα πιάτο;», οτι αυτό που κάνει δεν είναι σωστό, ότι δεν είναι νορμάλ, ότι δεν είναι γυναίκα; Όλα αυτά. Δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να είναι έτσι. Πρέπει να αλλάξει. Γιατί, τα κορίτσια που θέλουν να παίξουν μπάσκετ, ή να κάνουν αθλητισμό, να είναι κάτι το περίεργο για την κοινωνία μας;
• Έχω μια φίλη που λέει ότι το παιδί που έχουμε μέσα μας, ζει για πάντα. Το θέμα είναι σε τι φυλακή ή σε τι ουρανό το αφήνουμε να εκφραστεί. Η κοινωνία είναι αυτή που μας βάζει τα πρέπει, τα θέλω. Να δουλέψω παραπάνω, να βγάλω περισσότερα λεφτά κ.λπ. Τα παιδιά είναι καθαρά και αγνά. Αν θα μπορούσα να ευχηθώ κάτι, και το προσπαθώ, είναι να μείνω έτσι μέχρι να πεθάνω. Αν καταφέρω να μείνω σαν άνθρωπος αγνός και καθαρός, θα είμαι πολύ ευχαριστημένη.
• Πιστεύω πάρα πολύ ότι όλα ζουν μέσα μας. Ό,τι βλέπεις εκεί έξω το ζεις πρώτα μέσα σου. Γι’ αυτό πιστεύω ότι αυτό που βγαίνει προσπαθείς να το τοποθετήσεις κάπου, να του δώσεις υπόσταση και να πας μαζί του. Σε πάει. Αβίαστα, όχι ξεκούραστα. Γιατί δεν έχει νόημα να πηγαίνουν τα πράγματα ξεκούραστα στη ζωή μας. Προφανώς πρέπει να κάνουμε πάρα πολλούς συμβιβασμούς γιατί δε ζούμε μόνοι μας — Η δική σου ελευθερία σταματά εκεί που ξεκινά του άλλου. Προφανώς ζούμε σε μια εποχή που τα πράγματα δεν είναι εύκολα, από εκεί και πέρα θεωρώ ότι έχουμε ελευθερία στο να επιλέξουμε τι συμβιβασμούς θα κάνουμε.
• Η ζωή μου έμαθε ότι όλα αλλάζουν. Δεν περίμενα ότι θα το πω ποτέ αυτό. Αν με ρωτούσες πριν από πέντε χρόνια θα σου έλεγα κάτι με τη λέξη όνειρο. Ότι όλα τα όνειρα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα γιατί και αυτό μου το έχει μάθει η ζωή. Αν μου έλεγες να σου πω κάτι θα ήταν να ονειρεύεσαι. Dream Big! Μη βάλεις ταβάνι στα όνειρα σου. Γιατί πραγματικά μπορούν να γίνουν τα πάντα με δουλειά. Η ζωή είναι δίκαιη. Η ζωή σε ανταμείβει. Αυτό πιστεύω. Αυτό μου έχει μάθει. Και τώρα πια, που είμαι 43 και έχω κλείσει ένα κεφάλαιο στη ζωή μου, μαθαίνω ότι η ζωή συνεχίζεται. Δεν έχει σημασία τι έκανες μέχρι χθες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.